Η βία στα κινούμενα σχέδια

Θεωρητικές προσεγγίσεις για τη συνάφεια ανάμεσα στην τηλεοπτική βία και την παιδική επιθετικότητα

Από την παιδική ηλικία, η τηλεόραση γενικεύει τη σύγχυση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το Εγώ και το Αλλο, την παρουσία και την απουσία. Ο προσανατολισμός των κοινωνιών που αυτοαποκαλούνται σύγχρονες είναι η καταστροφή της μορφής ατόμου-υποκειμένου και η αντικατάστασή του με το «μεταμοντέρνο» υποκείμενο, το οποίο δεν διαθέτει κριτική σκέψη και έχει «ψυχωτικές» τάσεις .Στην συγκρότηση αυτού του νέου τύπου υποκειμένου συμβάλλει η τηλεόραση που «βομβαρδίζει» τα παιδιά με εικόνες. Η τηλοψία αρχίζει από πολύ νωρίς. Η τηλεόραση ροκανίζει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας και αποτελεί τη τρίτη δραστηριότητα μετά την εργασία και τον ύπνο. Σήμερα ένα παιδί έχει περισσότερη οπτική επαφή με την οθόνη της τηλεόρασης. Η τηλεόραση έρχεται να καλύψει το κενό, προτείνοντας στα παιδιά ένα σύμπαν με εικόνες , μέσα στο οποίο βλέπουν τις επιθυμίες τους να εκπληρώνονται διαμέσου των εικονιζόμενων παιδιών. Η τηλεόραση αποτελεί μέλος της οικογένειας. Συνήθως το παιδί παρακολουθεί τηλεοπτικά προγράμματα μαζί με τους γονείς του. Όταν αυτοί ασχολούνται με άλλες δραστηριότητες το παιδί βλέπει μόνο του. Το μικρό παιδί δεν απορροφάται
ιδιαίτερα από την τηλεόραση. Αντίθετα τη χρησιμοποιεί σαν παιχνίδι. Η τηλεόραση παραμένει ανοιχτή και αυτό ασχολείται με τα παιχνίδια του, μιλάει με τους οικείους του. Αρνείται να κατανοήσει πολύπλοκες ιστορίες.

Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να προσηλωθούν σε κάτι. Οι κινούμενες εικόνες, οι ήχοι και τα χρώματα προσελκύουν την προσοχή του παιδιού. Η κίνηση από μόνη της είναι κάτι σαγηνευτικό. Η γοητεία των εικόνων διεγείρει την έμφυτη περιέργεια του και το οδηγεί σε καταστάσεις όπου η σκέψη υποχωρεί μπροστά στις αισθητηριακές εντυπώσεις και τις συνταρακτικές συγκινήσεις. Η μαγευτική έλξη του οπτικού στοιχείου ερεθίζει τις αισθήσεις και αιχμαλωτίζει το νου , επιτρέποντας σε ασυνείδητες επιθυμίες και φόβους να εκφραστούν. Η διανοητική λειτουργία χάνει την ελεγκτική της δύναμη και η προσοχή διαχέεται στα αντικείμενα και τα πρόσωπα της ιστορίας. Η δύναμη της κινούμενης εικόνας, πότε εντείνεται και πότε υποχωρεί. Έτσι το παιδί, άλλοτε απορροφάται από τις εικόνες και άλλοτε βυθίζεται σε μύχιες ονειροπολήσεις που του προκάλεσε η εικόνα. Ωστόσο είναι δύσκολο να παρακολουθήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τη συνεχή ροή των εικόνων. Συχνά τα κοντινά πλάνα και η γοργή εναλλαγή των εικόνων διασπούν την προσοχή , ενώ τα μακρινά πλάνα προκαλούν ανία. Άλλωστε η όλη ατμόσφαιρα του σπιτιού το εμποδίζει να συγκεντρωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (Βρύζας,1997).

Το ίδιο το μέσο μπορεί να είναι επικίνδυνο, οτιδήποτε κι αν μεταδίδει. Ομως, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στο περιεχόμενο των εικόνων, αλλά και στην ίδια τη μορφή. Η τηλεόραση υποκαθιστά την οικογένεια που παύει να αποτελεί μοναδική πηγή γνώσεων. Η έκφραση «τα παιδιά της τηλεόρασης», με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αποδεικνύει το γεγονός ότι η τηλεόραση έχει πράγματι υποκαταστήσει τον παιδαγωγικό ρόλο των γονέων απέναντι στα παιδιά τους. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου τα παιδιά μαθαίνουν τις περισσότερες ιστορίες όχι από γονείς, τον παππού και την γιαγιά, αλλά από μια ομάδα μακρινών επιχειρήσεων που έχουν κάτι να πουλήσουν. Αυτή η μείωση του χρόνου που αφιερώνεται στη μετάδοση γνώσεων από γενιά σε γενιά μπορεί να οδηγήσει μέχρι την κατάρρευση του συμβολικού και ψυχικού κόσμου. « Ένα νέο ανθρωπολογικό δεδομένο προκύπτει. Τα παιδιά πριν μιλήσουν, στέκονται μπροστά στην οθόνη. Πλήττεται έτσι η συμβολική λειτουργία της σκέψης, δηλαδή η ικανότητα να αντικαθιστούν πράγματα, αντικείμενα και καταστάσεις με τις λέξεις. Η συμβολική λειτουργία της σκέψης είναι αυτή που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τα ζώα. Ο άνθρωπος «μιλάει ορίζοντας τον εαυτό του ως ομιλούν υποκείμενο και απευθυνόμενος στους ομοίους του από αυτό το σημείο για να τους στέλνει σήματα που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν κάτι. Για να έχει κανείς πρόσβαση στη συμβολική λειτουργία, αρκεί να υιοθετήσει και να ενσωματώσει ένα σύστημα στο οποίο το «εγώ» (παρόν) μιλάει στο «εσύ» (εξίσου παρόν) για το «αυτό» (τον απόντα, δηλαδή οποιονδήποτε ή οτιδήποτε επιχειρούμε να ανα-παραστήσουμε) . Αυτά τα θεμελιώδη συμβολικά σημεία αναφοράς επιτρέπουν τις θεμελιώδεις διακρίσεις του Εγώ και του Αλλου, του εδώ και του εκεί, του πριν και του μετά, της παρουσίας και της απουσίας. Αυτό το σύστημα, που εγγυάται την πρόσβαση στη συμβολική λειτουργία και σε ένα ορισμένο επίπεδο ψυχικής ακεραιότητας, μεταδίδεται κυρίως μέσα από το λόγο: οι γονείς απευθύνονται στο παιδί. Το να μιλάει κανείς σημαίνει ότι μεταβιβάζει αφηγήσεις, δοξασίες, κύρια ονόματα, γενεαλογίες, τελετουργικά, υποχρεώσεις, γνώσεις, κοινωνικές σχέσεις… αλλά, πάνω από όλα, τον ίδιο το λόγο. Πρόκειται για τη μεταβίβαση από τη μια γενιά στην άλλη της ανθρώπινης ικανότητας για ομιλία, έτσι ώστε αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε να έχει τη δυνατότητα με τη σειρά του να τοποθετείται στο χρόνο (τώρα), στο χώρο (εδώ) ως ο εαυτός του (εγώ) και, με βάση αυτά τα σημεία αναφοράς, να επικαλείται στο λόγο του τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός ο προφορικός λόγος του προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο θεσπίζει την ικανότητα ομιλίας σε ένα διπλό επίπεδο: ο λόγος αποτελείται από ήχους ή νεύματα και μεταφέρει νοητικές εικόνες -όταν ο άλλος μου μιλάει, εγώ βλέπω τι θέλει να μου πει.

Αυτήν ακριβώς τη μετάδοση του λόγου από γενιά σε γενιά μπορεί να θέσει σε κίνδυνο η τηλεόραση. Στην περίπτωση που τα συμβολικά σημεία αναφοράς για το χρόνο, το χώρο και το άτομο δεν είναι καλά καθορισμένα, η εξωτερική εικόνα μετατρέπεται σε ένα είδος σύνδεσης που είναι λιγότερο ή περισσότερο στραμμένη σε εσωτερικές εικόνες -ή φαντασιώσεις- οι οποίες στοιχειώνουν τον ψυχικό κόσμο του φορέα τους, ο οποίος δεν διαθέτει καν το κλειδί τους. Συνεπώς, οι εικόνες μπορεί να κατακλύσουν αυτόν που τις δέχεται, χωρίς να εντάσσονται ούτε να διαδέχονται η μία την άλλη σε μια σωρευτική διαδικασία, η οποία να είναι δυνατόν να ελεγχθεί, με αποτέλεσμα να δημιουργείται εξάρτηση του ατόμου από αυτές» ( Η κρίση στην εκπαίδευση -Του DANY-ROBERT DUFOUR – εφημ. LE MONDE). Σε αυτή την περίπτωση πλήττονται οι θεμελιώδεις διαστάσεις της προσωπικότητας που είναι ο χρόνος και ο χώρος. Θολώνει η αντίληψη του υποκειμένου, αυξάνεται η συμβολική σύγχυση και έχουμε αποχαλίνωση των φαντασιώσεων. Σε αυτή την περίπτωση αμφισβητείται η επαγωγική ικανότητα του υποκειμένου. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, στο εργαστήριο Ψυχολογίας του Κέντρου Γκόλντσμιθς στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου μελετάται ένας νέος τύπος τηλεόρασης που ονομάζεται Immersive TV. Στόχος αυτού του νέου τύπου τηλεόρασης είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απώλεια της αίσθησης του παρόντος χώρου και χρόνου. Με άλλα λόγια, επιχειρείται η κατάργηση του φυσικού περιβάλλοντος σε επίπεδο βιωματικό. Η χρήση της τηλεόρασης ως μια αισθητηριακή τεχνητή πρόθεση, ως μερική και όχι ολική εμπειρία, μεταφέρει ένα «εδώ» εκεί πέρα και ένα «εκεί» εδώ. Σ΄αυτήν την περίπτωση ορισμένα υποκείμενα μετατρέπονται σε όντα σχεδόν απελευθερωμένα από τους περιορισμούς του χωροχρόνου, ενώ άλλα δεν είναι σε θέση να ενταχθούν σε κανένα χωροχρόνο. Δημιουργείται συχνά η ψευδαίσθηση ότι με την παρακολούθηση των τηλεοπτικών προγραμμάτων αποσπάσαι από τη δυσάρεστη πραγματικότητα που βιώνεις, μεταφέρεσαι σε έναν άλλο κόσμο που σου αδειάζει το μυαλό από τις έγνοιες που σε βασανίζουν διαρκώς. Αντίθετα, το να σκέφτεσαι συνεχώς τα προβλήματα, να αναζητάς τις αιτίες τους, να επιδιώκεις μιαν αγωνιστική στάση για την αντιμετώπισή τους, απλώς θα σου εντείνει τα άγχη σου.Ο χρήστης της τηλεόρασης δεν έχει ούτε χρόνο ούτε τόπο. Μοιάζει να είναι ελεύθερος. Αυτό το περιεχόμενο του μηνύματος περνά υποσυνείδητα από την τηλεόραση και είναι πλαστό. Την ψευδεπίγραφη αίσθηση ελευθερίας και την αληθινή αδυναμία ένταξης τη διακρίνουμε σε εκείνα τα παιδιά που «δεν ακούνε πια» και πιθανότατα, ούτε και να «μιλάνε πια».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κατανάλωση εικόνων φτάνει μέχρι τις πέντε ώρες ημερησίως. Σύμφωνα με στοιχεία ένας Αμερικανός έφηβος στα 18 του χρόνια έχει παρακολουθήσει στην τηλεόραση 200.000 πράξεις βίας, εκ των οποίων οι 40.000 είναι φόνοι. Σε διάστημα 18 ωρών, οι δημοσιογράφοι του περιοδικού «TV Guide» μετρούν 1.846 πράξεις βίας στα προγράμματα ενός δείγματος που αποτελούν δέκα σταθμοί. Μια άλλη μελέτη υποστηρίζει ότι «από 1,4 σκηνές βίας ανά λεπτό το 1996 στην ελληνική τηλεόραση, φτάσαμε σε 3-4 σκηνές βίας ανά λεπτό το 1999. Μέχρι το τέλος του δημοτικού σχολείου το μέσο παιδί έχει παρακολουθήσει στην τηλεόραση περίπου 8.000 φόνους και πάνω από 100.000 άλλες εγκληματικές πράξεις. Συγχρόνως, αν συγκρίνει κάποιος ταινίες του παρελθόντος με σύγχρονες, θα διαπιστώσει χωρίς πολλή έρευνα ότι οι περισσότερες σκηνές βίας των παλαιότερων παραγωγών σήμερα φαίνονται φυσιολογικές ή “αφελείς” ως προς την απεικόνιση της βίας. Αν συγκρίνουμε τις ταινίες, παρατηρούμε ότι στο “Batman” του 1966 δεν υπάρχει θάνατος, ενώ στην επανέκδοση του 1989 καταγράφονται 41 θάνατοι. Στο “Robocop 1” του 1987 καταγράφονται 32 θάνατοι και στο “Robocop 2” του 1991, 81 θάνατοι. Στο “Rabbo 1” υπάρχουν 62 θάνατοι και στο “Rabbo 3” καταμετρούνται 106 θάνατοι και 245 σκηνές βίας». Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον Φρέντερικ Ζίμερμαν παίρνει τηλεφωνικές συνεντεύξεις από 1000 γονείς παιδιών ηλικίας 2-24 μηνών. Με βάση αυτήν την έρευνα το 90% των παιδιών κάτω των 2 ετών και το 40% των βρεφών κάτω των 3 μηνών είναι τακτικοί τηλεθεατές. Ένα παιδί 6 ετών έχει περάσει έναν ολόκληρο χρόνο μπροστά στην τηλεόραση. Ένας βρετανός 75 χρονών έχει ξοδέψει 12 χρόνια για να δει τηλεόραση.

Την περίοδο 1996-97 κάθε ελληνόπουλο 4-14 ετών έβλεπε 148 λεπτά τηλεόραση. Για το 2005-2006 ο χρόνος πήγε στα 165 λεπτά. Στην Ελλάδα δείχθηκε (Φρυσίρα Ε. και συν. 1993) ότι ο μέσος όρος παρακολούθησης τηλεόρασης από τα παιδιά είναι 21-32 ώρες την εβδομάδα, δηλαδή η τηλεόραση καταλαμβάνει ένα σημαντικό μέρος του χρόνου της ζωής τους. Επίσης βρέθηκε ότι η θέαση είναι ανεξέλεγκτη σε παιδιά χαμηλής κοινωνικοοικονομικής τάξης, χαμηλής σχολικής επίδοσης και όταν υπάρχει συσκευή στο δωμάτιο του παιδιού ή πολλές συσκευές στο σπίτι. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι το 90% των νοικοκυριών σε μια αστική περιοχή επαρχίας είχαν δύο συσκευές και το 71% στην αγροτική περιοχή της. Το 31% της αστικής, εν σχέσει με το 11% της αγροτικής περιοχής, είχαν συσκευή στο δωμάτιο των παιδιών (Τζιαρού Κ. και συν., 2005). Η Αμερικανική Εταιρεία Ιατρικής (1996) συμβουλεύει τους γονείς να κλείνουν την τηλεόραση κατά τη διάρκεια του φαγητού ώστε να υποστηρίζεται έτσι η επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας οικογένειας και να μην επιτρέπουν στα παιδιά να βλέπουν τηλεόραση προ του ύπνου. Αλλά και οι ίδιοι οι γονείς θα πρέπει να βλέπουν λιγότερη τηλεόραση και έτσι να δίνουν το κατάλληλο πρότυπο στα παιδιά τους, διαμορφώνοντας το χώρο του σπιτιού έτσι ώστε η τηλεόραση να μην είναι το κύριο σημείο του. Η Αμερικανική Εταιρεία Παιδιατρικής (Pediatrics, 2001) συμβουλεύει τους γονείς να παρακολουθούν την ποιότητα των προγραμμάτων της τηλεόρασης, να μην επιτρέπουν στα παιδιά πάνω από 2 ώρες την ημέρα θέασης κατάλληλων προγραμμάτων, να αποθαρρύνονται να βλέπουν τηλεόραση παιδιά μικρότερα των 2 χρόνων και να μην υπάρχει συσκευή στο δωμάτιο του παιδιού. Επίσης καλούνται οι γονείς να βλέπουν μαζί με τα παιδιά το περιεχόμενο κάθε ταινίας, να το σχολιάζουν και μερικές φορές να βλέπουν μαζί τους προγράμματα αμφίβολης ποιότητας με στόχο πάλι τη συζήτηση.

Από την παρακολούθηση της τηλεόρασης υπάρχουν βιολογικές, ψυχολογικές και νευρολογικές επιπτώσεις. Η μεγαλύτερη απειλή για τη δημόσια υγεία είναι η τηλεόραση ισχυρίζεται ο Άρικ Σίγκμαν στο βιβλίο: «Τηλεχειριζόμενοι: πως η τηλεόραση καταστρέφει τη ζωή μας». Σε αυτό ο Σίγκμαν παραθέτει 15 παθολογικές καταστάσεις που συνδέονται με την παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων κατά την παιδική ηλικία. Παχυσαρκία, πρόωρη εφηβεία (κυρίως στα κορίτσια), εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος, προβλήματα καρδιάς, αδυναμία συγκέντρωσης της προσοχής, Αλτσχάιμερ, μυωπία, αργός μεταβολισμός, αυτισμός, διαβήτης τύπου 1, ορμονικές διαταραχές, μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, αλλαγές στα κύτταρα του δέρματος. Στην αμερικανική επιθεώρηση Pediatrics δημοσιεύτηκε έρευνα που εκπονήθηκε από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, σε δείγμα 2.700 οικογενειών. Σύμφωνα με αυτήν την έρευνα τα νήπια κάτω των 5 ετών που βλέπουν τηλεόραση πάνω από 2 ώρες την ημέρα διατρέχουν σοβαρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν προβλήματα συμπεριφοράς, αδυναμίες επικοινωνίας και διαταραχές ύπνου. Έν τούτοις, αν στην ηλικία των πέντε περιορίσουν την τηλοψία τα συμπτώματα μπορεί να αναστραφούν. Όσο περισσότερη τηλεόραση βλέπουν τα παιδιά κάτω των 3 ετών, τόσο περισσότερο κινδυνεύουν να αναπτύξουν αργότερα το σύνδρομο Ελαττωματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας. Τα παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο έχουν προβλήματα συγκέντρωσης. Παιδιά έως 3 ετών που βλέπουν τηλεόραση 2 ώρες την ημέρα έχουν κατά 20% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν το σύνδρομο. Παιδιά τα οποία παρακολουθούν περισσότερες από δύο ώρες τηλεόραση έχουν περισσότερη πιθανότητα να έχουν προβλήματα προσοχής ως ενήλικες, διαπίστωσαν ερευνητές από Νέα Ζηλανδία. Αυτό το συμπέρασμα ταιριάζει με αυτά που λέει η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής. Εξετάστηκαν 1037 αγόρια και κορίτσια που γεννήθηκαν το 1972 και 1973 και τα παρακολούθησαν από τα 5 μέχρι 15 χρονών. Αφιέρωναν 2 ώρες παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων. Οι συνέπειες ήταν δυσκολία προσοχής. Παιδιά που παρακολουθούν τηλεόραση εντυπωσιάζονται και μπορεί να θεωρούν κάποιες συνήθεις καταστάσεις στη ζωή -όπως το ομαδικό παιχνίδι -βαρετές. Η τηλεόραση κλέβει χρόνο από άλλες δραστηριότητες, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν δεξιότητες προσοχής και συγκέντρωσης όπως ανάγνωση κειμένων και συμμετοχή σε ομαδικές και ατομικές δραστηριότητες. Και οι γιατροί του Πανεπιστημίου της Washington προειδοποιούν ότι δεν είναι ασφαλής η παρακολούθηση τηλεόρασης από παιδιά μέχρι 3 ετών. Τονίζουν μάλιστα ότι για αυτή την ηλικία «οποιοσδήποτε χρόνος παρακολούθησης περιέχει κινδύνους και ότι κάθε ώρα αυξάνει τους κινδύνους για τις πνευματικές δεξιότητες των παιδιών». «Οι ταχύτατοι ρυθμοί και οι διαρκώς εναλλασσόμενες εικόνες θυμίζουν φόρμουλα-1. Κατασκευάζουμε ρυθμούς που είναι απαιτητοί και απαραίτητοι. Τα παιδιά μένουν καρφωμένα στους δέκτες και το ενδιαφέρον διατηρείται αμείωτο μόνο αν οι εικόνες εναλλάσσονται γρήγορα. Υπάρχει εθισμός στη δόση των τηλεοπτικών ερεθισμάτων. Η ταχύτητα εναλλαγής των εικόνων αγγίζει εξωφρενικά επίπεδα» (Χριστάκης, 25/4/2005).

Λίγα χρόνια πριν, 680 άτομα μεταφέρθηκαν σε διάφορα νοσοκομεία της Ιαπωνίας την ίδια μέρα και ώρα. Σημειώνουμε ενδεικτικά ότι πριν από μερικά χρόνια περισσότεροι από 700 μικροί Γιαπωνέζοι παρουσίασαν μια σειρά από «περίεργα» συμπτώματα, όπως ερεθισμούς στα μάτια, σπασμούς, έντονα αναπνευστικά προβλήματα και κρίσεις επιληψίας. Το κοινό στοιχείο που τους συνέδεε ήταν η παρακολούθηση της γνωστής σειράς Πόκεμον. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται φωτοευαίσθητη επιληπτική κρίση και ερμηνεύεται με τις συνεχείς εναλλαγές φωτεινών και σκοτεινών εικόνων, τη συνεχή δράση, τις έντονες ακτινοβολίες δυνατού μπλε, κόκκινου και λευκού χρώματος με συχνότητα 1/30 το δευτερόλεπτο (αντίστοιχα προβλήματα παρουσιάστηκαν και σε ομάδες εφήβων κατά την παρακολούθηση βιντεοπαιχνιδιών της εταιρίας «ΝΙΤΕΝΤΟ»). Η παιδονευρολόγος Ελένη Σκουτέλη εξηγεί ότι αυτό το φαινόμενο ονομάζεται «φωτοευαίσθητη επιληψία» και εμφανίζεται σε παιδιά που έχουν προδιάθεση. Οφείλεται στο τρεμοπαίξιμο της οθόνης, στην κακή λήψη σήματος, στο επαναλαμβανόμενο ζάππινγκ. Μια πρόσφατη μελέτη στο Σιάτλ καταλήγει στο συμπέρασμα πως για κάθε ώρα που ένα βρέφος (8-16μηνών) περνά μπροστά στην τηλεόραση αντιλαμβάνεται κατά μέσον όρο 6 ως 8 λέξεις λιγότερες σε σύγκριση με τα βρέφη που δεν παρακολουθούν. Αυτό δεν συμβαίνει με τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Για τα βρέφη ισχύει πως επιβραδύνεται η εξέλιξη του λεξιλογίου. Ακόμα και η παθητική τηλεθέαση, δηλαδή η παρουσία ενός ανοιχτού δέκτη στο δωμάτιο, μπορεί να προκαλέσει διαταραχές ύπνου σε παιδιά 5-6 ετών.

Επιστημονικές έρευνες δείχνουν πως παιδιά ηλικίας από 3 μέχρι 5 ετών έχουν καλύτερες επιδόσεις στην λύση προβλημάτων. Τι γίνεται όμως με τα παιδιά κάτω των 3 ετών; Πειράματα που διεξήχθησαν στο Πανεπιστήμιο του Βάντερμπιλτ κατέδειξαν ότι τα νήπια 2 ετών έχουν την τάση να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που προσλαμβάνουν από το βίντεο αν πιστεύουν πως μπορούν να επικοινωνήσουν με το πρόσωπο που εμφανίζεται στην οθόνη. Βλέπουμε δηλαδή πως το κίνητρο της κοινωνικής επαφής είναι πολύ σημαντικό. Τα παιδιά, λοιπόν, χρησιμοποιούν και κατανοούν τις πληροφορίες μόνο όταν τους δίνεται η δυνατότητα της επικοινωνίας. Νήπια που εύκολα κατανοούν μια διαδικασία όταν αυτή τους παρουσιάζεται, στην πραγματική ζωή συχνά μπερδεύονται όταν το ίδιο πράγμα προβάλλεται στην οθόνη και χρειάζονται επανειλημμένες προβολές για να το καταγράψουν.

Σ όλες τις περιπτώσεις η παρουσία των γονέων είναι καταλυτική (εφημερίδα Καθημερινή-αναδημοσίευση της Lisa Guernsey-THE NEW YORK TIMES). Επίσης, έρευνες του 1998 και 1999 σε παιδιά δημοτικού και γυμνασίου έδειξαν ότι όσο αυξάνονταν οι ώρες τηλεθέασης, τόσο αυξάνονταν οι διαταραχές ύπνου, τα συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης και μετατραυματικού στρες. Τα «ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα που γίνονται κατά την ώρα της παρακολούθησης της τηλεόρασης, δείχνουν χαμηλότερη πνευματική διέγερση κατά την τηλεθέαση από αυτήν που καταγραφόταν σε άλλες δραστηριότητες, όπως, για παράδειγμα, το διάβασμα και, επίσης, ενώ η αίσθηση της χαλαρότητας που υπάρχει κατά τη διάρκεια της τηλεθέασης τερματίζεται με το κλείσιμο του δέκτη, τα αισθήματα μειωμένης πνευματικής διέγερσης συνεχίζονται. Ακόμη, καταγράφεται ένα «εξαρτημένο αντανακλαστικό, βάσει του οποίου το άνοιγμα του τηλεοπτικού δέκτη συνδέεται με το αίσθημα της χαλάρωσης, ενώ το κλείσιμο του δέκτη σημαίνει επαναφορά του άγχους και της δυσφορίας».Τα συμπτώματα αυτά είναι συμπτώματα ενός ανθρώπου που λαμβάνει εξαρτησιογόνες ουσίες. Αυτά τα συμπτώματα εκδηλώνονται με τον πλέον βίαιο τρόπο και στα παιδιά και μάλλον δε χρειάζεται κανένας να είναι ειδικός, προκειμένου να καταλάβει τη ζημιά που υφίσταται ο παιδικός και νεανικός εγκέφαλος, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο βιολογικής φύσης, αφού η πολύωρη παρακολούθηση διαμορφώνει μια στάση ζωής κι ένα συνειδησιακό εγκλωβισμό.

Η τηλεόραση ως Mέσο Mαζικής Eνημέρωσης ή Eπικοινωνίας, έχει μεταβληθεί σε μέσο παραγωγής ή αναπαραγωγής της βίας. Δεν τη γεννά απλώς αλλά την πολλαπλασιάζει. Η τηλοψία αντί να είναι το παράθυρο του ανθρώπου στον κόσμο, είναι το παράθυρο του ανθρώπου στη βία. Τα προγράμματα δεν διεγείρουν απλώς το επιθετικό ένστικτο αλλά προσφέρουν και τη δικαιολογία ή την «ιδεολογία» της βίας. Δυστυχώς είναι σπάνια η παρακολούθηση θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς και συχνότερη η παρακολούθηση αντικοινωνικής συμπεριφοράς (βία, ακραίες καταστάσεις). Σε όλα τα έργα και τις παιδικές σειρές οι «κακοί» τιμωρούνται . Αυτό είναι ένα μήνυμα πως η καλή συμπεριφορά υπερνικά την κακή και το παιδί ενστερνίζεται μια ηθική προτεσταντική (ο καλός εργάζεται και αποδίδει στο τέλος ενώ ο κακός υπερακοντίζεται). Πολλά μηνύματα της τηλεόρασης δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά λόγω της ηλικίας των παιδιών και της περιορισμένης εμπειρίας που έχουν. Η τηλεόραση αποτελεί τη βασική πηγή πληροφοριών και μάθησης και κατατάσσεται στους πρωτογενείς φορείς κοινωνικοποίησης. Υπάρχει ένας οπτικο-ακουστικός τρόπος πρόσληψης της βίας (Μ. Σεραφετινίδου). Αυτή η βία καταλαμβάνει έναν προνομιακό χώρο στον τηλεοπτικό προγραμματισμό. Τα παιδικά προγράμματα και τα κινούμενα σχέδια περιέχουν βία και προβάλλουν μια ανταγωνιστική και προκλητική συμπεριφορά. Οι ψυχολόγοι τα έχουν συνδέσει με βίαιη, αντικοινωνική, ακόμα και εγκληματική συμπεριφορά» επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιάννης Σκαρπέλος.

Η κυρία Χατζηλάκου βρίσκει σημαντικές διαφορές μεταξύ της «σχολής» Ντίσνεϊ και της «νεότερης» γενιάς καρτούν: «Ο Ντίσνεϊ ως αισθητική, κυρίως στις παλαιότερες παραγωγές του, έχει να προσφέρει ποιότητα, χρώμα, όνειρο» παρατηρεί. Τα περισσότερα καρτούν της παιδικής ζώνης προβάλλουν αντιαισθητικά και βίαια πρότυπα». Για παράδειγμα ο Τεν Τεν είναι μισογύνης και διακατέχεται από φασιστικές ιδέες. «Είναι ο ήρωας χωρίς μνήμη, οικογενειακό παρελθόν ή μέλλον και έχει τόσες σκιές όσες ίσως τελικά δεν του χρειάζονται» αναφέρει ο συγγραφέας Ζαν-Μαρί Αποστολίδης στο βιβλίο του «Ο Τεν Τεν  και ο μύθος του υπερπαιδιού». Ο Ντόναλντ είναι οξύθυμος απατεώνας και τεμπέλης. Ο Ποπάι χρησιμοποιεί υπέρμετρα βία. Οι “χάρτινοι ήρωες” κάθονται στο… εδώλιο του κατηγορουμένου με δικαστές τα ίδια τα μικρά παιδιά που απαντούν στην ερώτηση «Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ήρωας καρτούν και γιατί;». Απο αυτές τις απαντήσεις απομονώνουμε εκείνες που έχουν να κάνουν με τους κακούς των κινουμένων σχεδίων (δημοσιευμένα στο «Το ΒΗΜΑ», 14/12/1997): «* «Ο χειρότερος κακός είναι ο Φρόλο, γιατί πήγε να πετάξει το μωρό στο πηγάδι και μισούσε τους τσιγγάνους και ιδιαίτερα την Εσμεράλντα. Οταν ο Φρόλο πήγε να σκοτώσει την Εσμεράλντα και να την κάψει, της είπε: “Ή διαλέγεις εμένα ή θα καείς στις φλόγες”. Γι”””” αυτό ο Φρόλο είναι κακός».* «Ο πιο κακός ήρωας είναι η Κρουέλα
Ντεβίλ, γιατί ήθελε τα τόσο καλά και γλυκά σκυλάκια της Δαλματίας να τα γδάρει για να φτιάξει μια χοντρή και όμορφη γούνα». «Ο χειρότερος είναι ο Μπάτμαν, γιατί υπάρχει φόβος, τρόμος, αίματα και αγωνία και γι”””” αυτό δεν μου αρέσει».* «Ο χειρότερος κακός είναι ο Σρέντερ. Αυτός παίζει στα χελωνονιντζάκια. Δεν μου αρέσει γιατί όλο σκαρώνει παγίδες στα χελωνονιντζάκια».Ο χειρότερος κακός είναι ο Φρόλο, γιατί ήθελε να σκοτώσει τον Κουασιμόδο. Όλο και περισσότεροι ισχυρίζονται πως τα καρτούν δεν είναι αθώα. Κάθε παιδί αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με τα αγαπημένα του κινούμενα σχέδια: τα βλέπει με πάθος, μιμείται τους ήρωες, τους ενσωματώνει στο παιχνίδι του, τους επικαλείται σε καθημερινή βάση. Ο Μίκι Μάους, ο Ντόναλντ Ντακ, ο Μπαγκς Μπάνι, ο Τουίτι, αποτελούν ζωτικό κομμάτι του πολύχρωμου κόσμου των παιδιών. Η σχεδόν καθημερινή επαφή με τα φανταστικά πλάσματα της μικρής ή της μεγάλης οθόνης τροφοδοτεί τη σκέψη τους, τη συμπεριφορά τους, τις επιλογές τους: από το χρώμα των ρούχων που θα φορέσουν ως την… κραυγή που θα βγάλουν, όταν επιτεθούν στον συμμαθητή τους στο προαύλιο.

Η επιρροή των καρτούν στα παιδιά είναι πασιφανής. Σύμφωνα με τον κ. Νίκο Μαυράκη, κλινικό ψυχολόγο, ενεργοποιείται ο «μηχανισμός της ταύτισης»: το παιδί ταυτίζεται με τον αγαπημένο του ήρωα, και συνεπώς τον μιμείται. Βλέπει δηλαδή ότι ο ήρωας με τα κατορθώματά του κερδίζει τον θαυμασμό των γύρω του και νομίζει ότι, αν συμπεριφερθεί ανάλογα, θα γίνει με τη σειρά του αντικείμενο θαυμασμού.

Διαδραματίζεται όμως και μια άλλη εξίσου υποσυνείδητη διαδικασία, που αφορά την «εσωτερική σύγκρουση πάνω στην οποία υφαίνεται η κατασκευή του παιδιού»: Είναι η ανακούφιση και η ικανοποίηση που νιώθει ένα παιδί που τα βγάζει πέρα με τα τέρατα της δικής του φαντασίας».Τα παιδιά όχι μόνο δημιουργούν στενούς δεσμούς με τους «κινούμενους» ήρωες, αλλά τους αντιμετωπίζουν και ως πρότυπα «επιτυχίας».Τα πρότυπα διαμορφώνονται στα παιδιά από μικρή ηλικία από τις ταινίες, ακόμη και κινουμένων σχεδίων. Το μήνυμα που λαμβάνουν είναι ότι η βία αποτελεί το μέσο για να διακριθούν και να αποκτήσουν αυτά που επιθυμούν. Οι μορφές της επιθετικής συμπεριφοράς ποικίλλουν: μπορεί να είναι σωματική (με την εφαρμογή φυσικής βίας) ή λεκτική (με τη χρήση απειλών και υβριστικών φράσεων). Δεν έχει σημασία ότι τα πρότυπα αυτά αλλάζουν ανάλογα με τις «μόδες»: χθες ο Σούπερμαν, σήμερα οι Τρανσφόρμερς, αύριο ποιος ξέρει τι. Σημασία έχει η αισθητική και η ηθική ποιότητα των «ηρώων» αυτών, που παίζουν τόσο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των παιδικών ευαισθησιών. Χαρούμενες διαχρονικές φιγούρες των ηρώων κινουμένων σχεδίων, οι οποίοι είναι άτρωτοι, αθάνατοι σε κάθε μορφή βίας, κακουχίας, δυστυχήματος, κλπ,. Η Νένα Βλασσά, παιδοψυχολόγος και κοινωνιολόγος, υποστηρίζει ότι τα «βίαια» κινούμενα σχέδια που βλέπουν τα παιδιά δεν διαφέρουν ουσιαστικά από την πλειονότητα των χολιγουντιανών ταινιών που βλέπουν οι «μεγάλοι»: «Τα κινούμενα σχέδια, ιδιαίτερα αυτά που προβάλλονται από τα ΜΜΕ, έχουν το ιδεολογικό περιεχόμενο και την αισθητική μορφή κάθε εποχής. Οι Πάουερ Ρέιντζερς ή οι Τρανσφόρμερς, για παράδειγμα, δεν εμπεριέχουν, αναλογικά για την ηλικία που απευθύνονται, περισσότερη βία από σύγχρονες αστυνομικές ή περιπετειώδεις αμερικανικές σειρές για ενηλίκους.
Χρησιμοποιώντας βία και στις δύο περιπτώσεις συνήθως κερδίζει ο ήρωας.

Στα παιδικά μιλάμε για έννοιες “δικαίου” και στα απευθυνόμενα σε ενηλίκους για “χάπι εντ”. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αναπαράσταση της βίας, όπως και η ίδια η βία στην εποχή μας, είναι κάτι που διαπλάθει συνειδήσεις ή ψυχαγωγεί, όπως εμείς θα το θέλαμε. Στα κινούμενα σχέδια, όμως, όπως και αλλού, δεν φταίει το μέσο, φταίει το μήνυμα. Η αντίληψη όμως ότι η προβολή βίαιων σκηνών επηρεάζει αρνητικά τα παιδιά είναι διαδεδομένη τόσο στην Αμερική και στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας. Η αντίληψη που έχουν αρκετοί είναι ότι η τηλεόραση αποτελεί πρωταρχικό αίτιο για την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς.

Τα αίτια της επιθετικότητας είναι ενδογενή και εξωγενή. Οι επιθετικές ορμές είναι ορμές που ικανοποιούνται χάρη της αυτοσυντήρησης και επιβίωσης του ατόμου. Στα ζώα η επιθετικότητα είναι πράξη τελετουργίας και επιβεβαιώνει την κυριαρχία. Στον άνθρωπο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο να σκοτώνει. Ο Φρόιντ μίλησε για το ένστικτο της ζωής και του θανάτου. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η επιθετικότητα σχετίζεται με τις αυξομειώσεις ορμονών. Για παράδειγμα αύξηση της ανδρικής ορμόνης τεστοτερόνη προκαλεί στα θηλυκά αύξηση της επιθετικότητας. Πολλοί συνδέουν τις βίαιες συμπεριφορές με το σωματότυπο των ατόμων. Αυτοί που ασπάζονται την άποψη για τα ενδογενή αίτια της επιθετικότητας πιστεύουν πως σε μια προδιάθεση των ανθρώπων. Αντιθέτως, αυτοί που δέχονται τα εξωγενή αίτια πιστεύουν πολύ στους διαπροσωπικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Για μερικούς από αυτούς η επιθετικότητα προκύπτει από την ματαίωση ενέργειας που έχει στόχο την εκπλήρωση ενός σκοπού. Η παρεμπόδιση ενέργειας για την εκπλήρωση του σκοπού και η κατακράτηση της αναμενόμενης αμοιβής δημιουργούν εντός του ατόμου μια θυμική κατάσταση που είναι πρόσφορη για την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση όλα εξαρτώνται από τον βαθμό ανεκτικότητας Στο παιδί η παρεμπόδιση ενέργειας για εκπλήρωση σκοπού μπορεί να μετασχηματιστεί σε άλλες μορφές συμπεριφοράς, όπως συμβολικό παιχνίδι. Η επιθετικότητα μπορεί να είναι «απόρροια ενός συμπλέγματος κατωτερότητας(Adler). Ειδικότερα στο βιβλίο «Η αγωγή του παιδιού» ο Adler γράφει: «Η ψυχική κατωτερότητα και η εγωκεντρική συμπεριφορά μπορεί να είναι όχι μόνο αποτελέσματα οργανικής ελαττωματικότητας και σωματικής αδυναμίας αλλά και μιας άστοργης και υπερβολικά αυστηρής διαπαιδαγώγησης.

Σε τέτοιες περιπτώσεις το παιδί έχει την εντύπωση ότι η ζωή είναι ένα με τη δυστυχία και έτσι παίρνει εχθρική στάση απέναντι στο περιβάλλον του. Αισθάνονται καταπιεσμένα, αλυσοδεμένα και δείχνουν πάντα την τάση να επαναστατήσουν στο βαθμό που μπορούν. Φθονούν τα παιδιά που μεγάλωσαν πιο ευτυχισμένα. Παιδιά που είναι γεμάτα τέτοια πικρία, εξελίσσονται συχνά σε χαρακτήρες που τους αρέσει να δηλητηριάζουν τη ζωή των άλλων ανθρώπων».

Για άλλους η επιθετικότητα μπορεί να είναι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά απάντησης σε απομονωμένα, εξωτερικά ερεθίσματα που προκαλούν αισθήματα αποστέρησης (Dollard)». Για τους Νεοφρουδιστές αποτελεί το αποτέλεσμα μιας τραυματικής παιδικής ηλικίας. Υπάρχουν κάποιοι που ισχυρίζονται πως η επιθετικότητα είναι άμεση συνέπεια της ύπαρξης ομάδων (Sargent) και άλλοι που λένε πως είναι αποτέλεσμα της απουσίας αυτοεκτίμησης και της αδυναμίας αυτοπραγμάτωσης μέσα σε μια κοινωνία που φημίζεται για τις ανταγωνιστικές της σχέσεις (Heller). Επίσης, υπάρχουν αυτοί που διατείνονται πως τα παιδιά μιμούνται πρότυπα. Οι ενήλικες αποτελούν πρότυπα μίμησης με μακροχρόνια επίδραση στα παιδιά σε αντίθεση με τους συνομηλίκους που έχουν βραχυπρόθεσμη επίδραση (Μπαντούρα και θεωρία Κοινωνικής Μάθησης). Ακόμη, η επιθετικότητα είναι ένας τρόπος για την εξασφάλιση αμοιβής. Σε πειράματα έχει διαπιστωθεί πως όταν η επιθετικότητα επιβραβεύεται, τότε το άτομο την επαναλαμβάνει. Σε παιδιά που χτυπούσαν λαστιχένια ομοιώματα δίνονταν μερική ή ολική ενίσχυση. Σε συνθήκες ελεύθερου παιχνιδιού εκφράζονταν βίαια γιατί είχαν μάθει πως μια τέτοια συμπεριφορά επιβραβεύεται. Περισσότερη επιθετική συμπεριφορά παρουσιάζουν τα παιδιά με μερική ενίσχυση.

Οι επιστημονικές μελέτες δεν μπορούν να αποφανθούν απόλυτα για τα αίτια της επιθετικότητας και της βίας( μεταξύ της επιθετικότητας και της βίας δεν υπάρχει σημασιολογικά μεγάλη διαφορά.Είναι έννοιες συνώνυμες και ταυτόσημες). Το πρόβλημα της τηλεοπτικής βίας και της συσχέτισης της με την παιδική επιθετικότητα απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια τους ερευνητές. Οι υπάρχουσες θεωρίες με βάση τις οποίες ερμηνεύουμε τις επιδράσεις της τηλεόρασης στη διαμόρφωση επιθετικής συμπεριφοράς στα παιδιά ομαδοποιούνται και κατατάσσονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται σε θεωρίες που υποστηρίζουν την αρνητική επίδραση της τηλεοπτικής βίας στα παιδιά και η δεύτερη σε θεωρίες που υποστηρίζουν τη μη αρνητική επίδραση.

Η κατηγορία με τις θεωρίες της αρνητικής επίδρασης περιλαμβάνει την θεωρία της γενικής συναισθηματικής διέγερσης. Αυτή υποστηρίζει πως το παιδί-τηλεθεατής που παρακολουθεί σκηνές βίας στη τηλεόραση βιώνει μια ασθενέστερη ή ισχυρότερη συναισθηματική διέγερση.

Η θεωρία του ερεθισμού ή της παρόρμησης σύμφωνα με την οποία η παρουσίαση σκηνών βίας και επιθετικότητας προκαλεί βραχυπρόθεσμη επιθετική ετοιμότητα στο θεατή ή τον τηλεθεατή.

Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης βασίζεται στην αρχική θεωρία που δέχεται ότι η επιθετικότητα προέρχεται από τη μάθηση, είναι δηλαδή προϊόν κοινωνικών-πολιτιστικών παραγόντων.Ο κυριότερος εισηγητής αυτής της θεωρίας υπήρξε ο Α.Bandura.

Συναφής και συγγενική με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης με παρατήρηση είναι αυτή της κοινωνικής μάθησης με μίμηση.Πολλοί τις ταυτίζουν. Βασική της θέση είναι ότι το τηλεοπτικό επιθετικό πρότυπο είναι δυνατόν να γίνει αντικείμενο μίμησης από τους τηλεθεατές και προπάντων από τα παιδιά και τους νέους και στηρίζεται στην επιστημονική άποψη ότι η μίμηση, όπως και οι άλλοι τρόποι συμπεριφοράς, μαθαίνεται και δεν βασίζεται σε κάποιους εκ γενετής μηχανισμούς (Miller & Dollard, 1941).

Τέλος υπάρχει η θεωρία της δικαιολόγησης της επιθετικής και της εγκληματικής συμπεριφοράς. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική θεωρία που υποστηρίζει ο δράστης οποιασδήποτε εγκληματικής και βίαιης πράξης δεν είναι τίποτε άλλο από ένα θύμα, παρόμοιο με τα θύματά του και μοναδικός θύτης όλων πρέπει να θεωρηθεί η τηλεόραση (Sykes & Matza,1969).

Στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν οι θεωρίες της μη αρνητικής επίδρασης της τηλεόρασης.Πρώτη είναι η θεωρία της μη επίδρασης. Βασική θέση αυτής της θεωρίας είναι ότι οι τηλεοπτικές σκηνές βίας και επιθετικότητας δεν ασκούν κανενός είδους επίδραση στα παιδιά και τους νέους. Η παρακολούθηση τηλεοπτικών βίαιων σκηνών δεν κάνει τα παιδιά πιο επιθετικά (Greenwald, 1975).

Σύμφωνα με τη θεωρία του εθισμού και της συνήθειας η θέα μιας και μόνης ταινίας με επιθετικό περιεχόμενο δεν προκαλεί επιθετική συμπεριφορά στους τηλεθεατές.Από την άλλη πάλι, η επιβολή της συνήθειας από τη συνεχή θέα βίαιων σκηνών υποβοηθάει στην εξασθένηση της διάθεσης για επιθετική συμπεριφορά στην καθημερινή επικοινωνία. (Βουϊδάσκης, 1992).

Η θεωρία της κάθαρσης υποστηρίζει πως η παρουσίαση σκηνών βίας και επιθετικότητας στην τηλεόραση λειτουργεί καθαρτικά και μειώνει το επιθετικό και εριστικό δυναμικό του ατόμου (Feshbach,1961).

H θεωρία της αναστολής ή της παρεμπόδισης είναι μια παραλλαγή της θεωρίας της κάθαρσης.Ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της θεωρίας, Berkowitz, αναφέρει πως η «εξαφάνιση των επιθετικών αντιδράσεων μετά τις παραστάσεις βίας στην τηλεόραση ή στα φιλμ δεν οφείλεται ούτε στη μείωση των επιθετικών τάσεων της συμπεριφοράς με τη συμμετοχική ταύτιση του θεατή ή τηλεθεατή, ούτε σε μια διαδικασία εθισμού, αλλά σε ενισχυμένες αναστολές αναφορικά με την εκδήλωση επιθετικότητας. Η αναστολή της επιθετικότητας προκαλείται από το φόβο της επιθετικότητας , ο οποίος ενεργοποιείται από
ορισμένους ψυχολογικούς ή άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες» (Βουϊδάσκης, 1992).

Τέλος, υπάρχει και η θεωρία της Νοητικής Ανάπτυξης που αποτελεί παραλλαγή της θεωρίας της κάθαρσης. Αυτή δίνει πολλή μεγάλη σημασία στη φαντασία που αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό προσαρμογής, ο οποίος έχει την ικανότητα να ελέγχει τη μετατόπιση της άμεσης εκδήλωσης κινήτρων. Η λειτουργία της νοητικής υποστήριξης μειώνει την επιθετικότητα από τη θέα επιθετικών τηλεοπτικών εκπομπών(Feshbach & Singer, 1971).

Η επίδραση της τηλεοπτικής βίας απασχολεί την Αμερικανική ιατρική κοινότητα από το 1952. Το 1953 η Εθνική Ένωση των Εκπαιδευτικών Ερευνητικών Εκπομπών καταμετράει 3.350 περιστατικά τηλεοπτικής βίας. Το 1954 αυτά τα περιστατικά διπλασιάζονται. Το 1976 και 1982 σε άρθρα και συνέδρια διατυπώνεται η άποψη ότι υπάρχει σύνδεση της βίας στα παιδιά και εφήβους με την θέαση βίας στην τηλεόραση (ΑΜΑ, 1996). Για τις επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας στον ψυχισμό των ανθρώπων υπάρχουν πολυάριθμες έρευνες που είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε επακριβώς τον αριθμό τους. Η Himmelweit μαζί με τους συνεργάτες της κάνει μια τετράχρονη επιστημονική έρευνα μέσα από την οποία διαπιστώνει πως η παρακολούθηση βίαιων σκηνών προκαλεί αισθήματα φόβου και δυσάρεστα όνειρα. Αυτό συμβαίνει κυρίως στα μικρά παιδιά. Τα μεγαλύτερα έχουν περισσότερη ωριμότητα για να τα επεξεργάζονται. Ο τρόπος παρουσίασης και τα μέσα εκδήλωσης των επιθετικών πράξεων παίζουν σημαντικό ρόλο στην επίδραση (ο τραυματισμός με μαχαίρι φαίνεται περισσότερο δυσάρεστος από έναν πυροβολισμό σε τηλεοπτικό δέκτη).Υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθησία στην φραστική βία από τη σωματική.

Στην περίπτωση της φραστικής βίας τα παιδιά είναι σε θέση να κάνουν διαχωρισμό μεταξύ των πραγματικών και φανταστικών καταστάσεων. Ο βαθμός έντασης και οι συνέπειες των επιθετικών πράξεων φαίνεται να μην επηρεάζει τόσο πολύ όσο ο χώρος και κυρίως το φανταστικό ή πραγματικό των σκηνών (στις πραγματικές συνθήκες γίνεται πιο εύκολη η ταύτιση του παιδιού με τον τηλεοπτικό ήρωα). Ο φόβος προκαλείται από την αδυναμία των παιδιών να συσχετίσουν τη βία με δικές τους εμπειρίες. Η γνώση εκ των προτέρων της στερεότυπης πορείας και έκβασης των τηλεοπτικών έργων τα καθησυχάζει και τα απαλλάσσει από τις αρνητικές επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας. Αυτές είναι οι βραχυπρόθεσμες επιδράσεις. Υπάρχουν, όμως, και οι μακροπρόθεσμες. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη συσχετισμού της τηλεοπτικής
βίας και της επιθετικής συμπεριφοράς. Τα παιδιά που έχουν δυσκολίες με τον εαυτό τους και προβλήματα κοινωνικής επαφής παρακολουθούν πιο ευχάριστα βίαιες τηλεοπτικές σκηνές. Οι βίαιες σκηνές διαταράσσουν την ισορροπία σε κάποια ήδη διαταραγμένα παιδιά. Για την πρόκληση επιθετικής συμπεριφοράς παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Η διανοητική, συναισθηματική και κοινωνική ωριμότητα θωρακίζει το παιδί και το καθιστά λιγότερο ευάλωτο στις αρνητικές επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας. Η τηλεόραση δρα επιβεβαιωτικά και ενισχυτικά σε ήδη υπάρχοντα πρότυπα σκέψης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Η συνεχής και επαναλαμβανόμενη τηλεοπτική βία μπορεί να καθυστερήσει χρονικά την αναγνώριση από τα παιδιά των σοβαρών συνεπειών της επιθετικότητας και των βίαιων πράξεων.

Βαθμιαία η επιθετική συμπεριφορά περνάει στο υποσυνείδητο των παιδιών σαν κάτι το φυσιολογικό. Όποιος παραβαίνει τον νόμο υφίσταται βία. Αυτό δείχνουν πολλές τηλεοπτικές εκπομπές χωρίς, όμως, να προτείνουν εναλλακτικούς τρόπους διευθέτησης των προβλημάτων (Himmelweit, Βουϊδάσκης, 1992,). Υπάρχει σχέση παιδικής επιθετικότητας και τηλεοπτικής χρήσης ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την νοημοσύνη και την κοινωνική προέλευση. Παιδιά με έκδηλη επιθετικότητα παρακολουθούν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση βίαια τηλεοπτικά περιεχόμενα, συγκριτικά με άλλα παιδιά, σε συνάρτηση πάντα με φύλο, ηλικία, νοημοσύνη και κοινωνική προέλευση. Παιδιά από χαμηλά κοινωνικά-οικονομικά στρώματα παρακολουθούν πολλές ώρες ως διέξοδο διαφυγής από τις απογοητεύσεις και τις ματαιώσεις και έχουν μεγάλη ανάγκη ταύτισης με κάποιο ήρωα. Πίσω από τις ματαιώσεις κρύβονται πάντα επιθετικές συμπεριφορές. Η συσσώρευση συγκρούσεων οδηγεί σε αύξηση του ποσοστού της αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Τα παιδιά από ανώτερα κοινωνικά-οικονομικά στρώματα παρακολουθούν τηλεόραση με πολλή επιθετικότητα. Στα κατώτερα στρώματα παρατηρείται το αντίθετο. Η τηλεόραση χρησιμεύει για να μετριάσει την επιθετικότητα. Υπάρχει προσωρινή λύση μέσω της ταύτισης. Παιδιά με χαμηλό επίπεδο επιθετικότητας χρησιμοποιούν τη φαντασία για να μειώσουν την επιθετικότητά τους. Αυτό δεν συμβαίνει σε παιδιά με υψηλό επίπεδο επιθετικότητας. Η προσωρινή λύση που προσφέρει η τηλεόραση μπορεί να συσσωρεύσει απογοητεύσεις και να υποκινήσει τα παιδιά σε βίαιες πράξεις. Μπροστά στην αδυναμία τους να κάνουν διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και φανταστικό μπορεί να υιοθετήσουν πρότυπα βίαιης κοινωνικής δράσης τα οποία να μεταφέρουν και στην πραγματική ζωή. Η τηλεόραση είναι ένα προπαρασκευαστικό σχολείο βίας. Προϋπάρχουν ψυχοπαθολογικές τάσεις για να επηρεαστεί κάποιος από τη θέα των βίαιων σκηνών (W.Schramm, J. Lyle, E.Parker, Βουϊδάσκης, 1992,).

Σε μια άλλη έρευνα διακρίνεται στο συνολικό αριθμό των προγραμμάτων ένα υψηλό ποσοστό βίας. Τα κινούμενα σχέδια (χρόνια 1967-1968) εκπροσωπούνται με ποσοστό περίπου 31% και περιέχουν στις 94% των περιπτώσεων παραστάσεις βίας. Η βία φαίνεται να επικρατεί. Οι 8 από τις 10 πράξεις βίας θεωρούνται σοβαρές και οι δύο χιουμοριστικές. Οι φυσικές συνέπειες της βίας δεν είναι και τόσο ευδιάκριτες. Μισές από αυτές τις πράξεις οδηγούν στον τραυματισμό ή θάνατο.
Οι σκηνές βίας και επιθετικότητας επιδρούν:
α) κάτω από συνθήκες όμοιες με εκείνες του σκηνικού της τηλεοπτικής βίας,
β) όταν το άτομο περιμένει ότι θα επιβραβευτεί αν επιδείξει επιθετική συμπεριφορά και τέλος, όταν κανείς δεν κατακρίνει τη βία που βλέπει ο τηλεθεατής.
Τα παιδιά υιοθετούν τη βία της τηλεόρασης γιατί αποτελεί μέσο για την επίτευξη ενός στόχου (G.Gerbner, Βουϊδάσκης, 1992,). Άλλη έρευνα λέει πως η μεγάλη έκθεση των αγοριών στην τηλεοπτική βία αυξάνει τον βαθμό στον οποίο αυτά κάνουν βίαιες πράξεις, χωρίς όμως αυτό να είχε σχέση με το επίπεδο της σοβαρότητας των βίαιων πράξεων. Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση καθώς η τηλεόραση ωθεί τα παιδιά στην εκτέλεση ελάχιστα βίαιων πράξεων και η εκτέλεση βίαιων πράξεων τα παρακινεί για την παρακολούθηση της τηλεοπτικής βίας. Σε περιπτώσεις με σοβαρές μορφές τηλεοπτικής βίας δεν φαίνεται να ισχύει αυτή η διαλεκτική σχέση. Η βία των διαπροσωπικών σχέσεων στα προγράμματα, αυτή η βία που εμφανίζεται σαν πραγματική και πειστική, αυτή που είναι νόμιμη, δικαιολογημένη και σκοπεύει στην τιμωρία ενόχων, φαίνεται πως επιδρά περισσότερο στα παιδιά-τηλεθεατές. Αυτά τα παιδιά δεν οδηγούνται στη βία από προγράμματα αθλητικά, κόμικς, σειρές επιστημονικής φαντασίας και κωμικά προγράμματα με λεκτική βία. Η μεγάλη έκθεση σε βίαια προγράμματα αυξάνει το βαθμό επιθετικότητας στα σπορ και τα παιχνίδια και ωθεί τα παιδιά στην υιοθέτηση άσχημου λεξιλογίου. Το αντίθετο δεν ισχύει. Δεν αποδείχτηκε πως παρακολουθώντας σκηνές βίας γίνονται σκληρότερα με το περιβάλλον τους. Δεν νομιμοποιούν τη βία και δεν την θεωρούν μέσο επίλυσης των προβλημάτων αλλά ούτε και αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Η έκθεση στην τηλεοπτική βία ωθεί τα παιδιά πρώτα σε ελαφριάς μορφής βία και έπειτα σε σοβαρής μορφής. Δεν αποκλείεται η βία των παιδιών να είναι αντανάκλαση της εσωτερικής βίας που εσωτερικεύεται εξαιτίας της τηλεόρασης. Η έρευνα για την οποία μιλάμε υποστηρίζει κατά κάποιο τρόπο τη θεωρία της κάθαρσης αλλά αποκρούεται από το γεγονός πως τα αγόρια δεν εκτονώνονται από τις βίαιες παρορμήσεις τους αλλά, αντιθέτως, ενισχύεται η επιθετικότητά τους (W.A.Belson Βουϊδάσκης, 1992,). Σύμφωνα με την λεγόμενη έρευνα της Ζυρίχης τα ΜΜΕ δεν αρκούν από μόνα τους για τη δημιουργία συνειδητής βίας. Η τηλεόραση δεν αποτελεί μοναδική αιτία για μια βίαιη κοινωνική πραγματικότητα αλλά συνυπολογίζονται και άλλες αιτίες όπως οι προσωπικές εμπειρίες και οι πολιτισμικοί κανόνες. Μια πραγματικά μεγάλη χρήση της τηλεόρασης δεν έχει ισχυρές πολιτισμικές επιδράσεις στους τηλεθεατές, εφόσον δεν χρησιμοποιείται σαν κίνητρο η φυγή από την πραγματικότητα. Η τηλεόραση ως κοινωνικοποιητικός παράγοντας, με τις τεράστιες δυνατότητες που διαθέτει, καταφέρνει να διδάσκει και να μεταφέρει όλα τα πολιτισμικά στοιχεία των προτύπων συμπεριφοράς στους μικρούς τηλεθεατές εξαιτίας της χωροχρονικής της υπέρβασης. Ο ερευνητής J.Klapper εκφράζει τις επιφυλάξεις του σχετικά με τη δυνατότητα εκμάθησης της επιθετικής συμπεριφοράς, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι η τηλεοπτική βία μαθαίνεται.

Υπάρχει σχέση μεταξύ της ποσότητας βίας που μαθαίνει ένα παιδί βλέποντας τηλεόραση, και του βαθμού της επιθετικότητας που εκδηλώνει στην κοινωνική του συμπεριφορά.To μεγάλο κακό δεν είναι η τηλεόραση αλλά η έλλειψη αυτοελέγχου ενός άπληστου και επιπόλαιου κοινού, το οποίο δεν γνωρίζει κανένα μέτρο και δεν υπακούει σε κανένα περιορισμό (A.Silbermann Βουϊδάσκης, 1992,). H τηλεόραση δεν είναι πρωταρχικό αίτιο. Το περιεχόμενό του δρα ενισχυτικά για να γίνουν πράξεις οι τάσεις και συμπεριφορές που προϋπάρχουν. Το μεγάλο πρόβλημα είναι σε ποιο βαθμό συμμετέχει η τηλεόραση στην αυξανόμενη επιθετικότητα; Δεν επηρεάζονται όλα τα άτομα στον ίδιο βαθμό. Εξαρτάται πάντα από το δείκτη νοημοσύνης, το μορφωτικό επίπεδο, την ποσοτική χρήση της τηλεόρασης, την οικογενειακή κατάσταση.

Ιδιαίτερα τα παιδιά μέσα από την τηλεοπτική οθόνη, εξαιτίας της επανάληψης κυρίως των τηλεοπτικών σειρών-σε αντίθεση με τον κινηματογράφο- ταυτίζονται πολύ εύκολα με τους τηλεοπτικούς ήρωες (Αντωνόπουλος Τ., Συμβολή για μια έρευνα πάνω στην τηλεόραση, Βουϊδάσκης, 1992). Η τηλεόραση ισοπεδώνει τις έννοιες του καλού και του κακού και μπορεί να οδηγήσει τον τηλεθεατή μετά από μια αδιαφορία στην αποδοχή της ίδιας της ισοπέδωσης(Καστόρας Στ., Οπτικοακουστικά μέσα μαζικής επικοινωνίας). Σαν βία μπορεί να θεωρηθεί η ίδια η καθήλωση των παιδιών μπροστά στην μικρή οθόνη για πολλές ώρες. Βία μπορούν να θεωρηθούν οι διαφημίσεις που προβάλλουν ακριβά και απλησίαστα πρότυπα. Τα Ελληνόπουλα ηλικίας 10-12 ετών περνούν 3-7 ώρες την ημέρα βλέποντας τηλεόραση (Μετοχιανάκης Γ., Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών τεύχος 4-5).Τα τετράχρονα αντιδρούν με ευχαρίστηση στο εχθρικό περιεχόμενο των κινουμένων σχεδίων σε σύγκριση με τα επτάχρονα. Τα κορίτσια αδιακρίτως ηλικίας αντιδρούν περισσότερο αρνητικά σε σχέση με τα αγόρια, στο εχθρικό περιεχόμενο. Υποστηρίζεται πως τα παιδιά εκείνα που δείχνουν την πιο μεγάλη ευχαρίστηση κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης τηλεοπτικής βίας υπάρχει το ενδεχόμενο να εκδηλώσουν ευκολότερα επιθετική συμπεριφορά στο μέλλον(έρευνα Ν.Ρούσου). Αρκετοί γονείς χρησιμοποιούν την τηλεόραση ως μέσο τιμωρίας και αμοιβής (Τσαρδάκης Δ., Ο ελεύθερος χρόνος και η τηλεόραση, Βουϊδάσκης, 1992). Το 26% των παιδιών θα ήθελαν να βλέπουν βίαια τηλεοπτικά προγράμματα(Π.Πάντζου Βουϊδάσκης, 1992,). Τα Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας εμφανίζονται σαν σύμπτωμα και όχι σαν αίτιο. Η παραβατικότητα συνδέεται με τα ΜΜΕ όχι με τη σχέση αιτίας-αιτιατού, αλλά σε συμπληρωματική σχέση, σαν εκδήλωση μιας στιγμιαίας δυσαρέσκειας ή μιας προτεινόμενης αποδέσμευσης σε σχέση με τις κανονιστικές οικογενειακές και ευρύτερες δομές( έρευνα Λ. Μπεζέ). Τα αγόρια προτιμούν να βλέπουν κινούμενα σχέδια που έχουν δράση και ήρωες με υπερφυσικές δυνάμεις. Πιο ευχάριστα παρακολουθούν σκηνές βίας (Μπάτμαν, Σούπερμαν) σε αντίθεση με τα κορίτσια (Τ.Δουλκέρη Βουϊδάσκης, 1992,). Το 11,4% από το συνολικό δείγμα των γονέων διαπιστώνει πως τα παιδιά τους γίνονται βίαια εξαιτίας της παρακολούθησης σκηνών βίας στην τηλεόραση. Τα 2/3 των γονέων απαντούν πως τα παιδιά τους μιμούνται τους τηλεοπτικούς ήρωες που εκφράζονται βίαια. Επίσης, τα παιδιά γίνονται περισσότερο απαιτητικά και αναζητούν επίμονα την ικανοποίηση μέσα από την κατανάλωση (Α.Σκρουμπή Βουϊδάσκης, 1992,).

Μια μελέτη δείχνει (Surette R, 2002) ότι πολλές φορές οι νέοι μιμούνται ακριβώς το έγκλημα που υπάρχει στην ταινία. Μεταξύ των παραγόντων που συντελούν στην εμφάνιση βίας είναι και η επίδραση της τηλεόρασης (Brown et al, 2005). Άλλοι παράγοντες είναι η φτώχεια, ο ρατσισμός, η ενδοοικογενειακή βία που συμπεριλαμβάνει την κακοποίηση του παιδιού, η συναισθηματική στέρηση, η ψυχική ασθένεια, η χρήση εθιστικών ουσιών και η ασυνέπεια στην εφαρμογή ηθικών κανόνων από γονείς (Browne and Herbert, 1997). Για να κατανοήσει κανείς το πώς μπορεί η τηλεοπτική βία να επηρεάσει την ψυχική ζωή των παιδιών θα πρέπει να έχει υπ”” όψιν του κατ”” αρχήν ότι τα παιδιά ηλικίας 2-7 χρόνων ενθυμούνται με τυχαίο τρόπο σκηνές από τηλεοπτικές ταινίες. Επίσης ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν μεγάλη δυσκολία να ξεχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα. Λόγω αυτής της δυσκολίας παρουσιάζουν αύξηση του άγχους τους. Η δυνατότητα κατανόησης των κινήτρων που οδηγούν σε πράξεις εμφανίζεται περίπου στα 7 χρόνια αλλά δεν συνοδεύεται από την κατανόηση των συνεπειών αυτών των πράξεων. Το νόημα μιας ταινίας γίνεται κατανοητό στην ηλικία των 10-13 χρόνων (Collins WA et al, 1978). Σε άλλη έρευνα (Huesmann RL et al, 2003) 450 παιδιά ηλικίας 6-10 χρόνων βλέπουν επιθετικές ταινίες, ταυτίζονται με τον επιθετικό ήρωα και δεν καταφέρνουν να διαφοροποιήσουν την πραγματικότητα από την επιθετική μυθοπλασία της τηλεόρασης. Αυτά τα παιδιά 15 χρόνια αργότερα παρουσιάζουν επιθετική συμπεριφορά, ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικοοικονομικής ή νοητικής κατάστασης και παραγόντων που είχαν σχέση με την κατάσταση των γονιών τους. Σε άλλη μελέτη (Joy, L 1986) εξετάζονται, ως προς την επιθετικότητά τους, παιδιά από ένα καναδικό χωριό που δεν είχε τηλεόραση και από δύο άλλα που είχαν. Δύο χρόνια μετά την εγκατάσταση της τηλεόρασης στο πρώτο χωριό, μετριέται η επιθετικότητα και βρίσκεται αύξηση κατά 160% στα παιδιά του πρώτου χωριού, ενώ στα παιδιά των άλλων δύο παραμένει σταθερή. Επίσης φαίνεται ότι η τηλεοπτική βία τροφοδοτεί την υψηλού βαθμού εγκληματικότητα. Η ψυχίατρος S. Bailey (1993) σε κλινική εξέταση 40 εφήβων που είχαν διαπράξει δολοφονίες και 200 άλλων νέων που είχαν καταδικασθεί για εγκλήματα σεξουαλικής βίας, βρίσκει ότι όλοι αυτοί είχαν μεγάλη έκθεση σε βίαιες και πορνογραφικές ταινίες. Μια σημαντική μεταανάλυση 217 μελετών (Paik H, Comstock G, 1994) δείχνει ότι υπάρχει μια σημαντική σχέση μεταξύ έκθεσης στη βία της τηλεόρασης και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των παιδιών και εφήβων και μια μικρή επίδραση στην ανάπτυξη εγκληματικής συμπεριφοράς. Αποδεικνύεται επίσης ότι τα αγόρια επηρεάζονται περισσότερο και όσον αφορά στις ηλικίες τα παιδιά 0-5 χρόνων, ακολουθούν τα παιδιά 6-11 χρόνων και μετά οι έφηβοι 12-17 χρόνων. Άλλα συμπεράσματα από τη μεταανάλυση αυτή ήταν ότι τα κινούμενα σχέδια με επιθετικό περιεχόμενο επηρεάζουν περισσότερο, όπως επίσης οι φανταστικές και επιπλέον επιθετικές ταινίες, και οι ταινίες που συνδυάζουν βία και ερωτισμό. Τα παιδιά ως 6 ετών είναι πιο ευάλωτα στη θέα βίαιων σκηνών (Singer JL, Singer DG, 1981). Ας μην ξεχνάμε ότι και ένα μωρό 6 μηνών μπορεί και βλέπει τηλεόραση. Η άφθονη τηλεθέαση προγραμμάτων δράσης και περιπέτειας συσχετίζεται με αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς (π.χ. δαγκώματα, κλωτσιές, καταστροφή σχολικής ιδιοκτησίας) σε παιδιά ως 6 χρόνων. Τα αγόρια γενικά δείχνουν περισσότερη επιθετικότητα απ”” ό,τι τα κορίτσια μετά από έκθεση σε βίαιες ταινίες (Cantor MG, Orwant J, 1980).

Επίσης, τα κακοποιημένα παιδιά διαλέγουν πιο συχνά προγράμματα βίας απ”” ό,τι τα μη κακοποιημένα παιδιά (Huesmann et al, 1988). Στους επιθετικούς εφήβους έχει ιδιαίτερη επίδραση η τηλεόραση. Αυτοί διαλέγουν και βλέπουν video-παιχνίδια ή ταινίες επιθετικού τύπου με επακόλουθο επίδειξη επιθετικής συμπεριφοράς εκ μέρους τους (Slater et al, 2003). Η μίμηση της επιδεικνυόμενης βίαιης συμπεριφοράς στην τηλεόραση, η απευαισθητοποίηση από αυτή λόγω της συχνής έκθεσης η οποία οδηγεί στην ανοχή καθώς και η ταύτιση με βίαιους ήρωες, είναι από τους ισχυρότερους μηχανισμούς αναπαραγωγής βίας στα παιδιά και στους εφήβους (American Medical Association, 1996). Επίσης, η βία η οποία προβάλλεται ως δικαιολογημένη ή η βία που επιβραβεύεται έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στο παιδί και στον έφηβο. Αυτή η επιβαλλόμενη παρακολούθηση της βίας μέσω της τηλεόρασης δημιουργεί τελικά αύξηση του φόβου (Cantor J, 2000), ιδιαίτερα στη σκέψη πως ο κόσμος μας είναι ένα φοβερό μέρος από το οποίο απουσιάζει ο αλλησεβασμός και χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα. Ο ελληνοαμερικανός επιστήμονας Δημήτρης Χρηστάκης σε συνεργασία με το συνάδελφό του Φρέντερικ Ζίμερμαν βρίσκει πως τα αγόρια προσχολικής ηλικίας που εκτίθενται μέσω της μικρής οθόνης σε βίαιες σκηνές, έστω κι αν αυτές υπάρχουν σε σειρές κινουμένων σχεδίων, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν επιθετικές τάσεις αργότερα. Σύμφωνα με τον Δρ. Χρηστάκη, παρότι απ”” τα ευρήματα δεν προκύπτει πως την ευθύνη για την επιθετικότητα φέρει μόνο η τηλεόραση, εντούτοις υπάρχει σοβαρή σύνδεση μεταξύ των δύο, ενώ τα κορίτσια που συμμετείχαν στην έρευνα δεν παρουσίασαν καμία ανάλογη συμπεριφορά στη μετέπειτα ζωή τους. Ο δρ. Χρηστάκης απέδωσε τη σχέση μεταξύ βίαιων και γρήγορα εναλλασσόμενων σκηνών με τη μετέπειτα επιθετικότητα στην “πλαστικότητα” του εγκεφάλου των παιδιών που αποτυπώνει όλες αυτές τις εικόνες. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι δημοφιλή προγράμματα όπως ο «Σπάιντερμαν», οι «Πάουερ Ρέιντζερς» και ο «Πόλεμος των Αστρων» (η γνωστή ταινία επιστημονικής φαντασίας που έχει μεταφερθεί σε τηλεοπτική εκπομπή στις ΗΠΑ με ήρωες καρτούν) περνούν λανθασμένα πρότυπα, κυρίως, στα αγόρια, που ταυτίζονται πιο εύκολα με τους ήρωες και ευθύνονται για την τάση τους να μπλέκουν σε φασαρίες αλλά και για την σκληρή τους στάση απέναντι σε ανθρώπους και ζώα. Κυρίως, ενοχοποιείται η «ικανότητα» των καρτούν να συνθλίβονται και να σηκώνονται την επόμενη στιγμή χωρίς να έχουν πάθει ούτε γρατζουνιά, κάτι που εξαπατά τους μικρούς τηλεθεατές, με αποτέλεσμα να αποκτούν ψευδή εντύπωση για τις συνέπειες της βίας στην πραγματική ζωή (Ελένη Ανδρουλάκη, Καθηγήτρια).

Σύμφωνα με τα πορίσματα έρευνας από το Pennsylvania State University «Τα παιδιά που παρακολουθούν βίαια θεάματα, ακόμα και -απλώς αστεία- κινούμενα σχέδια είναι περισσότερο πιθανόν να χτυπούν τα άλλα παιδιά στο παιχνίδι, να τσακώνονται και να μην υπακούουν στους κανόνες της τάξης». Τα κινούμενα σχέδια έχουν κατά μέσο όρο 25 βίαιες σκηνές την ώρα, έναντι 5 σκηνών που έχει το μέσο βραδινό τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ο Γ. Πανούσης μιλάει για βία στα κινούμενα σχέδια, για την υποβάθμιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από την τηλεόραση, για προβολή της βίας που δεν τιμωρείται και άρα φαίνεται ότι δεν αποτελεί κάτι άσχημο. Παρατηρεί ότι η τηλεόραση μας κάνει να ακολουθούμε κοινωνικές συμπεριφορές, συχνά για να γίνουμε αποδεκτοί από τους άλλους. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι η τηλεόραση δεν παράγει απόψεις, αλλά ενισχύει αυτές που ήδη υπάρχουν: «Τελικά, η τηλεοπτική βία αναπαράγει την πραγματική. Το παιδί πιο πολύ φοβάται όταν βλέπει μια τηλεοπτική σκηνή, όπου ο πατέρας βρίζει ή χτυπάει τη μάνα, παρά όταν δει τους πάουερ ρέιντζερς να σκοτώνουν. Φοβάται σκηνές βίας που έχει ζήσει και στην πραγματικότητα. Όταν εμείς φωνάζουμε και τσακωνόμαστε συνεχώς στο σπίτι, δεν μπορεί να κατηγορούμε την τηλεόραση επειδή γίνεται βίαιο το παιδί μας. Φοβούμενοι, λοιπόν, ότι εμείς δεν έχουμε προσωπικά αντερείσματα, τα ρίχνουμε όλα στην τηλεόραση. Η βία είναι σαν τη διαφθορά. Μιλάμε όλοι για τη διαφθορά των άλλων, αλλά όχι για τη δική μας». Σύμφωνα με την Αμερικανική Παιδοψυχιατρική Εταιρεία (Τhe American Academy of Child and Adolescent Psychiatry) «η επίδραση της βίας μπορεί να φανεί αμέσως στη συμπεριφορά του παιδιού ή μπορεί να αναδυθεί χρόνια αργότερα, και οι νέοι άνθρωποι μπορεί να επηρεαστούν ακόμα και όταν η οικογενειακή ατμόσφαιρα δεν δείχνει καμία τάση προς τη βία». Ο Dr Leonard Eron και οι συνεργάτες του από το Πανεπιστήμιο του Illinois ισχυρίζονται ότι τα παιδιά που παρακολουθούν πολλές ώρες τηλεοπτικής βίας στο δημοτικό παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα επιθετικής συμπεριφοράς αργότερα, όταν γίνονταν έφηβοι.

O Dr Eron παρακολούθησε αυτούς τους εφήβους έως την ηλικία των 30 ετών, οπότε και βρήκε ότι «εκείνοι που είχαν παρακολουθήσει πολλή τηλεόραση όταν ήταν 8 ετών, ήταν περισσότερο πιθανόν να συλληφθούν και να διωχθούν για εγκληματικές πράξεις ως ενήλικες». Κάποιες μελέτες καταδεικνύουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των γονιών δεν αντιμετωπίζει τα καρτούν σαν εκπομπές που πρέπει να ελέγχουν. Ψυχολογικές έρευνες δείχνουν ότι, σε γενικές γραμμές, η βία έχει μικρότερη επιρροή στη συμπεριφορά του παιδιού όταν ασκείται από ανθρωπόμορφα όντα ή κινούμενα σχέδια, ενώ η επιρροή της μεγαλώνει όταν ασκείται από ανθρώπινους χαρακτήρες στο παιχνίδι (Λίζα Βάρβογλη, Ph.D.Κλινική). Σύμφωνα με άλλη έρευνα, που διήρκεσε 17 χρόνια και που παρακολουθήθηκαν 700 παιδιά από την ηλικία των 6 ετών έως την ενηλικίωση, διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που ξόδευαν πάνω από 3 ώρες την ημέρα παρακολουθώντας τηλεόραση στην ηλικία των 14 ετών ήταν 4 φορές πιο πιθανό να έχουν δράσει επιθετικά έως την ηλικία των 22 ετών, σε σχέση με εκείνα τα παιδιά που έβλεπαν λιγότερο από 1 ώρα τηλεόραση. Η τηλεόραση μπορεί να έχει θετικές επιδράσεις στην ψυχοκοινωνική και νοητική εξέλιξη του παιδιού όταν τα παιδιά παρακολουθούν προγράμματα που κατευθύνονται από τη γονεϊκή ή γενικότερα από την εκπαιδευτική εποπτεία (Λιακοπούλου Μ., 1996). Η έλλειψη γονεϊκής εποπτείας και η πρόσφατη έκθεση σε επιθετικότητα (Singer M et al, 1999) είναι οι κυριότεροι παράγοντες που συσχετίζονται με την επιθετικότητα του παιδιού ή του εφήβου. Η θέαση τηλεόρασης επιθετικού περιεχομένου σχετίζεται με την επίδειξη επιθετικότητας αλλά δεν είναι αρκετή για την ερμηνεία αυτής της συμπεριφοράς. Το 28-40% παιδιών ηλικίας 3-10 χρόνων βλέπουν βίαιες ταινίες(Bernard-Bonin AC et al, 1991).

Τα αποτελέσματα 15ετούς έρευνας από επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Michigan δείχνουν ότι άντρες και γυναίκες που έχουν παρακολουθήσει πολλά βίαια τηλεοπτικά προγράμματα ως παιδιά, έδειχναν, ως ενήλικες, βίαιες τάσεις και είχαν καταδικαστεί για εγκληματικές πράξεις σε ποσοστό 3 ή 4 φορές μεγαλύτερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η βία αυξάνει τη διάθεση για περισσότερη βία. Έχουμε στη διάθεσή μας πρόσφατες νευροβιολογικές έρευνες  που καταδεικνύουν ότι η βία που παρακολουθούν τα παιδιά μαθαίνεται, απομνημονεύεται και ανακαλείται για να λειτουργήσει ως μοντέλο για τη μελλοντική συμπεριφορά τους. Χρησιμοποιώντας μεθόδους νευροαπεικόνισης οι επιστήμονες απέδειξαν ότι οι περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται στα παιδιά όταν βλέπουν βίαια θεάματα είναι οι ίδιες περιοχές όπου εναποθηκεύονται τραυματικά γεγονότα, το αίσθημα της απειλής και τα κινητικά προγράμματα του εγκεφάλου που κινητοποιούν τον οργανισμό για να αντιδράσει σε μια επερχόμενη απειλή. Έτσι, η εικόνα της τηλεοπτικής βίας καταγράφεται στον εγκέφαλο ως ένα τραυματικό γεγονός, ως μια πραγματική απειλή στην οποία κινητοποιείται ο οργανισμός για να απαντήσει. Και αυτή η καταγραφή αποθηκεύεται στη μακροπρόθεσμη μνήμη, στην περιοχή του εγκεφάλου απ”” όπου γίνεται αυτόματη ανάκληση γεγονότων αργότερα. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά αποθηκεύουν εικόνες βίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως «οδηγός» μελλοντικής συμπεριφοράς. Έρευνα στο Πανεπιστήμιο Wisconsin έδειξαν πως οι νέοι που είχαν παρακολουθήσει τρομακτικό τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό θέαμα παρουσίασαν αντιδράσεις φόβου, διαταραχές ύπνου, εφιάλτες, αποστροφή και ιδεοληψίες (έμμονες ιδέες) που συνεχίζονταν ακόμα και 6 χρόνια μετά την παρακολούθηση του τρομακτικού θεάματος. Από την δεκαετία του 1970 υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι τα παιδιά μιμούνται συμπεριφορές που μαθαίνουν από την τηλεόραση. Αυστραλιανή μελέτη του 2000 επισημαίνει την θετική επίδραση μιας τηλεοπτικής σειράς 12 επεισοδίων , με τίτλο «Οικογένειες». Έρευνα του 1999 σε 11 δημόσια σχολεία, στο Κλίβελαντ των ΗΠΑ δείχνει πως παιδιά αφομοιώνουν περισσότερο τη βία της τηλεόρασης όταν δεν βρίσκονται κάτω από γονεϊκή εποπτεία(Γεράσιμος Κολαϊτης-επίκουρος καθηγητής Παιδοψυχιατρικής , εφημ.Ελευθεροτυπία). Όσο πιο ρεαλιστικές είναι οι σκηνές βίας, τόσο πιο επικίνδυνες είναι για την ψυχική υγεία και ανάπτυξη του παιδιού. Ίσως το θέμα δεν είναι η ποσότητα της βίας που μπορεί να βλάψει τα παιδιά, αλλά οι αξίες που μεταφέρονται.

Συχνά η βία παρουσιάζεται σαν κάτι το καθημερινό, που μπορεί να φέρει πλεονεκτήματα. Οι περισσότεροι «καλοί» ήρωες που δρουν ως πρότυπα χρησιμοποιούν βία για να νικήσουν τους «κακούς». Φυσικά είναι σημαντική αξία ότι καλό νικάει συχνότερα από το κακό, αλλά η βία στην ουσία θα έπρεπε να είναι μία έσχατη λύση. Η τηλεοπτική βία κάνει τα παιδιά πιο ανεκτικά στην επιθετικότητα άλλων παιδιών, λιγότερο συναισθηματικά και λιγότερο αρνητικά απέναντι στη βία. Η τηλεόραση επηρεάζει όλους μας και ως καταναλωτές. Στις θετικές επιδράσεις της τηλεόρασης συγκαταλέγονται τα πρόωρα ερεθίσματα που διεγείρουν το νου. Κατάχρηση της τηλεόρασης οδηγεί στην αποχαύνωση. Η τηλεόραση βάζει πρότυπα και παρακινεί τα παιδιά να μοιάσουν με τις συμπεριφορές τους σε αυτά τα πρότυπα. Η τηλεόραση δεν πρέπει να καλλιεργεί την εργασιομανία αλλά να τονίζει το δώρο του ελεύθερου χρόνου, Έχει δίκιο ο Κωστής Παπαγιώργης όταν μιλάει για μια πρωτοφανή κλοπή αυτού του χρόνου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Βουϊδάσκης,Β.,  Η τηλεοπτική βία και επιθετικότητα οι επιδράσεις της στα παιδιά και τους νέους, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα ,1992
– Βρύζας, Κ., «Τα παιδιά της εικόνας»στο :Εικόνα και παιδί (Επιμ. Κωνσταντινίδου-Σέμογλου Ο.), σ. 427-437, εκδ.Cannot not design publications, θεσσαλονίκη, 2005)
– Βρύζας,Κ., «Η επιθετικότητα, η τηλεοπτική βία και το παιδί», Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 63, Μάρτιος-Απρίλιος , 1992 σελ. 51-56
– Πλωρίτης, Μ., Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 3/3/2002
– Αρβελέρ, Ε., Εφημερίδα «ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ», 26/3/2007
– Νικολάου, Σ., «Η βία και η επιθετική συμπεριφορά και η τηλεοπτική επίδραση», στο: Εκπαίδευση και επιστήμη, Ι:74-87,2004
– Παπαθανασόπουλος ,Σ., Η βία στην ελληνική τηλεόραση, εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα, 1999
– Παπαθανασόπουλος .,Σ., Η δύναμη της τηλεόρασης, εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα, 1997
– Σεραφετινίδου Μ., Κοινωνιολογία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, εκδ. Gutenberg, Aθήνα 1987
– Ντεμπώρ, Γ., Κοινωνία του θεάματος, εκδ.Εξάντας, 1986
– Μποντριγιάρ, Ζ., Η διαφάνεια του κακού, εκδ. Εξάντας-Νήματα, 1996
– Σκαρπέλος, Ι., «Η Κοκινοσκουφίτσα , η Μίστυ και ο κακός μάγος Δρακουμέλ», στο: Εικόνα και παιδί (επιμ.Κωνσταντινίδου-Σέμογλου Ο.) σ. 185-193, εκδ. Cannot not design publications, θεσσαλονίκη, 2005
– Βρύζας, Κ., Μέσα επικοινωνίας και παιδική ηλικία, εκδ. Βάνιας, 1997
– Γιαλκέτσης, Θ., Ένθετο Βιβλιοθήκη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, 28/1/2000
– Μανιτάκης, Α., Ένθετο Βιβλιοθήκη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, 28/1/2000
– Μπαμπασάκης,Γ.,Ένθετο Βιβλιοθήκη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία,  28/1/2000
– Fiske, J., Hartley, J.,  Η γλώσσα της τηλεόρασης, εκδ. Επικοινωνία και Κουλτούρα, Αθήνα, 1992
– Πανούσης, Γ., Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 29/3/2008
– Κιούσης, Γ., Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 29/3/2008
– Καραϊσκάκη, Τ., Εφημερίδα Καθημερινή , 14/10/2007
– Vygotsky, Σκέψη και γλώσσα, εκδ. Γνώση , Αθήνα, 1988
– Τσιρόπουλος, Κ., Η υπόθεση του ανθρώπου, εκδ. Αστρολάβος Ευθύνη, Αθήνα, 1995
– Dufoyr, D.,Η κρίση στην εκπαίδευση, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 10/2/2002