Έκθεση -Έκφραση – Ο παράδεισος της εκπαιδευτικής πράξης

Tου φιλόλογου Α.Αλεξανδρίδη

Δεν υπάρχει γοητευτικότερο, δημιουργικότερο και ωφελιμότερο μάθημα από αυτό της έκθεσης – έκφρασης. Από όποια οπτική γωνία κι αν εξετάσει κανείς το θέμα και από κάθε θέση, ως εκπαιδευτικός ή μαθητής, θα διαπιστώσει τη σημασία που κρύβει η διδασκαλία της ορθής χρήσης της γλώσσας και η εκμάθηση της παρουσίασης λογικής και τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας πάνω σε επίκαιρα ή διαχρονικά ζητήματα.

Για ένα φιλόλογο η έκθεση είναι πρόκληση, ευθύνη και τεράστια δυσκολία. Μπορεί το συγκεκριμένο μάθημα να μοιάζει ελαστικό, να διακρίνεται από ευρύτητα και ποικιλία στο θεματικό πεδίο του και να θεωρείται πρωτίστως εκπαιδευτική διαδικασία ελεύθερης συζήτησης και έκφρασης προσωπικών απόψεων, εντούτοις ενέχει συγκεκριμένες δυσκολίες, μπορεί να διδαχθεί με βάση προγραμματισμένη μέθοδο και προπαντός με γνώμονα ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται για το μαθητή ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, με την προϋπόθεση όμως ότι και ο ίδιος ανταποκρίνεται θετικά και εκδηλώνει έμπρακτο ενδιαφέρον για την παραγωγή κειμένου. Είναι μύθος να πιστεύουμε λοιπόν ότι η ικανότητα της γραφής ενός κειμένου είναι εξ’ ολοκλήρου ταλέντο. Εξάλλου και τα ταλέντα του ο άνθρωπος μπορεί να τα καλλιεργήσει και να τα βελτιώσει. Βέβαια, το να έχει ένας μαθητής σοβαρό ενδιαφέρον για τη γλωσσική έκφραση είναι σε κάποιες περιπτώσεις μία έμφυτη τάση του, η οποία τον βοηθά να αποτυπώνει ορθότερα τις ιδέες του στο γραπτό λόγο. Μία τέτοια τάση όμως θα παραμείνει στην αφάνεια, αν δε φροντίσει ο κάτοχός της να την αξιοποιήσει δημιουργικά.

Ανάμεσα στη μαθητική μας νεολαία σπάνια βρίσκει κανείς κάποιο συνειδητό εραστή του λόγου. Το γεγονός αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη φύση της σύγχρονης εποχής. Η ζωή μας, γρήγορη και αμφίρροπη, γεμάτη εικόνες και συνθήματα, δεν αφήνει το νέο άνθρωπο να ξεδιπλώσει τις ιδέες του στο χαρτί. Ο χρόνος μας συμπιεσμένος, οι απαιτήσεις μας υπέρογκες, οι υποχρεώσεις μας ασφυκτικές, μας απομακρύνουν από τη ρομαντική ίσως διαδικασία συγγραφής των ιδεών μας. Οι υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα, η τεχνολογική πρόοδος γενικά δεν αφήνουν χώρο ύπαρξης σε «ανούσιες» γραφικές εργασίες. Επομένως, οι τελευταίες καθόλου δε συνεπαίρνουν τους μαθητές, οι οποίοι περισσότερο αρέσκονται στους αριθμούς και τα φαινόμενα (φυσικά, χημικά, βιολογικά κ.α.) παρά χαρίζονται στη μαγεία της γλωσσικής έκφρασης. Αυτή η τάση τους δικαιολογεί ολοφάνερα την απέχθειά τους γενικά για τα γλωσσικά μαθήματα (αρχαία και νέα ελληνικά, λατινικά, ιστορία, φιλοσοφία) και εξηγεί τελικά τη γλωσσική τους ένδεια, καθώς και την ανικανότητά τους να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες της υπέροχης πραγματικά γλώσσας μας.

Πάντως, δεν ευθύνεται μόνο η αδιαφορία των μαθητών ή οι συνθήκες της ζωής τους για την αποστροφή τους απέναντι στην έκθεση. Μεγάλο βάρος ευθύνης κουβαλούμε και εμείς οι καθηγητές. Ο μαθητής έχει συνδέσει την έκθεση με την «ώρα του παιδιού» και έτσι κατά τη διάρκειά της βρίσκει το χρόνο να χαλαρώσει από την κούραση των άλλων μαθημάτων. Κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται σε γνωστική και παιδαγωγική ανεπάρκεια των εκπαιδευτικών ή στην τάση τους να διδάσκουν το μάθημα τυποποιημένα. Εκείνο που προξενεί ενδιαφέρον στους μαθητές είναι σίγουρο ότι θα το προσέξουν. Μάλλον λοιπόν αυτό πρέπει να επιδιώξουμε. Να κεντρίσουμε δηλαδή το ενδιαφέρον των παιδιών την ώρα της έκθεσης και επιπλέον να τροφοδοτούμε συνεχώς τη σκέψη τους με την ιδέα ότι η διδασκαλία της ορθής γλωσσικής έκφρασης είναι ζήτημα ποιοτικής ζωής και ανεκτίμητο εφόδιο για το μέλλον.

Το πλουσιότατο θεματικό πλαίσιο της έκθεσης, από τη στιγμή που αγκαλιάζει όλο το φάσμα των κοινωνικών μας προβληματισμών, δίνει στον εκπαιδευτικό ένα ισχυρότατο όπλο• να προκαλέσει δηλαδή το ενδιαφέρον των μαθητών του, μεταφέροντας στο μικρόκοσμο της τάξης το μεγάκοσμο της ζωής. Η διαδικασία αυτή όμως κερδίζει περισσότερο σε απόδοση και επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, μόνο όταν διεξάγεται με τη μέθοδο της κατευθυνόμενης συζήτησης στο πλαίσιο ενός εποικοδομητικού διαλόγου. Ο στείρος μονόλογος, που εφαρμόζεται σχεδόν ως πάγια τακτική, αποκοιμίζει την κρίση του μαθητή, ακυρώνει την προσωπική του συμμετοχή στην εν λόγω εκπαιδευτική διαδικασία, κουράζει και τελικά προκαλεί τη βαριεστιμάρα και μάλιστα σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο. Εκείνο, βέβαια, που θα πρέπει να προσέξει ο διδάσκων είναι να μην αφήσει τη συζήτηση να πλατειάσει και να «ανοιχθεί» σε τομείς άσχετους ή περιττούς για το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Αυτό υπονοούμε όταν μιλάμε για «κατευθυνόμενη» συζήτηση στην τάξη, η οποία επιτυγχάνεται με καίριες και ίσως προσχεδιασμένες παρεμβάσεις μας στις παρατηρήσεις των μαθητών.

Φυσικά, η συζήτηση ούτε η μόνη μέθοδος διδασκαλίας της έκθεσης είναι ούτε και πρέπει να εξαντλείται με το συγκεκριμένο τρόπο η εκπαιδευτική μας πρακτική για ένα τόσο σοβαρό μάθημα. Ο συνδυασμός αποτελεσματικών σχεδιαγραμμάτων στον πίνακα, που να στοχεύουν στην εύκολη πρόσκτηση των γνώσεων πάνω στα εκάστοτε θέματα που μας απασχολούν, η παροχή σημειώσεων στους μαθητές, που να εξηγούν επακριβώς τα ζητήματα της θεωρίας και να αποκωδικοποιούν τα γνωρίσματα του φροντισμένου και τεκμηριωμένου λόγου, η σωστή επιλογή βοηθημάτων από μέρους του εκπαιδευτικού και η αποδελτιωμένη παρουσίασή τους στους μαθητές, η επαφή του διδάσκοντος με την επικαιρότητα της εποχής του, καθώς και η καλλιέργεια φιλικού κλίματος μέσα στην τάξη, είναι μερικές μόνο από τις αποτελεσματικές τεχνικές, ώστε να «κερδίσει» ο δάσκαλος το ακροατήριό του και να του δώσει εναύσματα για περαιτέρω έρευνα και προβληματισμό. Και κάτι σημαντικό: η πιο πετυχημένη μέθοδος βελτίωσης των μαθητών στη γλωσσική τους έκφραση είναι η πρακτική εξάσκηση. Μόνο με τη συνεχή τριβή στον προφορικό και ιδιαίτερα στο γραπτό λόγο ο μαθητής θα αισθανθεί την οικειότητα με τη γλώσσα και ολοένα θα βελτιώνει την ποιότητα της γλωσσικής του κατάρτισης, διορθώνοντας τα λάθη του. Άλλωστε, η παραγωγή κειμένου είναι κάτι σαν το οδήγημα. Όσο περισσότερο ασκούμαστε σ’ αυτό, τόσο καλύτερα το μαθαίνουμε. Γι’ αυτό από τη θέση μας επιβάλλεται να ενθαρρύνουμε την προφορική ομιλία των μαθητών μέσα στην τάξη και να παρέχουμε άφθονες και ποικίλες ευκαιρίες γραπτών εργασιών για το σπίτι. Η εξάσκηση στο γράψιμο είναι, πιστεύω, το κλειδί για τη σωστή και αποτελεσματική εκμάθηση της γλώσσας, αφού κάθε πράγμα που εφαρμόζεται πρακτικά γίνεται κτήμα μας. Ίσως με τον τρόπο αυτό να αποκαλύπτεται ακόμα πιο φανερά και η γοητεία του πλούτου της ελληνικής γλώσσας.

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα έχει μεταποιήσει τη δομή της εξέτασης του μαθήματος της έκθεσης και έχει επιφέρει και τις αντίστοιχες αλλαγές – βελτιώσεις και στα σχολικά εγχειρίδια. Τα διάφορα θέματα εξετάζονται πάντα υπό το πρίσμα συγκεκριμένου επικοινωνιακού πλαισίου (δοκιμίου, άρθρου, επιστολής, προφορικής ανακοίνωσης κ.α.), ενώ οι απαιτήσεις του μαθήματος συμπληρώνονται από γλωσσικές ασκήσεις, θεωρίες ως προς την δομική ανάλυση και διάρθρωση των κειμένων, καθώς και με τη διαδικασία πύκνωσης του γραπτού λόγου (περίληψη). Οι αλλαγές αυτές καταπολέμησαν το άγχος που είχαν οι μαθητές, οι οποίοι έπαιρναν μπροστά τους μία διατύπωση – σκέψη για κάποιο θέμα και έπρεπε μηχανικά να εκφράσουν τις απόψεις τους, χωρίς καμία βοήθεια ή έναυσμα από κάποιο σχετικό κείμενο και πολλές φορές αναπαράγοντας στείρες αναφομοίωτες γνώσεις που είχαν παπαγαλίσει σε σχολείο ή φροντιστήριο. Το αποτέλεσμα ήταν, αν δεν κατάφερναν να εντοπίσουν τον πυρήνα του θέματός τους, να πάρουν τελικά έναν πολύ κακό βαθμό, αφού πέραν της παραγωγής κειμένου δεν εξετάζονταν σε τίποτε άλλο.

Η ποικιλία των ασκήσεων σε μία σημερινή εξέταση έκθεσης – έκφρασης δίνει πολλές εναλλακτικές λύσεις στα παιδιά, που δε διακατέχονται πλέον από το φόβο της «ανοιχτής ανάπτυξης» και από το άγχος να γεμίσουν τη λευκή τους σελίδα με μόνο οδηγό το θέμα τους. Το κείμενο που, σε κάθε περίπτωση, προτάσσεται των ασκήσεών του είναι ένας ασφαλής δείκτης για το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να κινηθούν. Επιπλέον, τα υπόλοιπα ζητούμενα τους δίνουν τη δυνατότητα να κερδίσουν περισσότερους βαθμούς και να αντισταθμίσουν μία πιθανή αποτυχία τους στην άσκηση της παραγωγής κειμένου. Άλλωστε, η αξιολόγηση της αφαιρετικής τους ικανότητας με την περίληψη και ο προσδιορισμός της λεξιλογικής τους ικανότητας μέσω των γλωσσικών ασκήσεων είναι συνεκτικά στοιχεία της γόνιμης επαφής τους με το γλωσσικό τους όργανο. Γι’ αυτό και τέτοιου είδους εργασίες σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραγκωνίζονται κατά τη διδασκαλία της έκθεσης ή να τίθενται σε δεύτερη μοίρα με το πρόσχημα της πληρέστερης πραγμάτευσης ενός θέματος.

Με το παραπάνω σκεπτικό είναι φτιαγμένα και τα σχολικά εγχειρίδια της έκθεσης – έκφρασης. Φυσικά, το περιεχόμενο αυτών των βιβλίων δεν πρέπει να είναι δεσμευτικό για το διδάσκοντα, αφού η έκθεση δεν είναι μάθημα στατικό, αλλά κατά κανόνα δημιουργικό και πάντα επίκαιρο. Και αυτό γιατί ακολουθεί την εξέλιξη της καθημερινότητάς μας και εγκολπώνει τους προβληματισμούς και τα οράματά μας. Με λίγα λόγια το σχολικό εγχειρίδιο είναι ένας πολύτιμος οδηγός για τον εκπαιδευτικό και τους μαθητές, ο οποίος όμως επιβάλλεται να χρησιμοποιείται έτσι, ώστε να αποτελεί κάθε φορά εφαλτήριο για σφαιρική μελέτη του εκάστοτε ζητήματος. Η πεισματική προσκόλληση στο σχολικό βιβλίο κάνει την έκθεση τυποποιημένη, μικραίνει το φάσμα της έρευνάς της, δημιουργεί το άγχος της ύλης στο μαθητή και ενισχύει την κλασική αντίληψη της ανούσιας αφομοίωσης γνώσεων, η οποία τελικά καταλήγει στη βαθμοθηρία. Δεν υπάρχει ύλη άλλωστε στην έκθεση – έκφραση, εκτός ίσως από κάποιες απαραίτητες γνώσεις, που πρέπει ο μαθητής να εξοικειωθεί μαζί τους, ανάλογα με το επίπεδο της τάξης του. Αλλά και εδώ οφείλει ο εκπαιδευτικός να διατηρήσει μία ισορροπία. Σκόπιμο θα ήταν να αξιοποιήσουμε το σχολικό εγχειρίδιο ως έναυσμα για το θέμα μας και να επιδιώκουμε από ‘κει και πέρα την αυτενέργεια των μαθητών μας, κατευθύνοντάς τους με αποτελεσματικές οδηγίες γνωστικής και διδακτικής στήριξης. Και μία διευκρίνιση: το μάθημα της έκθεσης δεν είναι μία ελεύθερη ώρα που ο μαθητής φιλοσοφεί και ο δάσκαλος καταργεί την επιστημονική του κατάρτιση στο βωμό της εκδήλωσης ανόθευτων παιδικών ή εφηβικών προβληματισμών. Το αντίθετο μάλιστα. Ο εκπαιδευτικός γίνεται οδηγός των μαθητών του, προκειμένου αυτοί με τη βοήθειά του να νιώσουν καλύτερα το θέμα του μαθήματος, να εξάγουν συγκεκριμένα συμπεράσματα και να οικειοποιηθούν δημιουργικά ένα σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό.

Πολλοί εκπαιδευτικοί παρατηρούν ότι οι περισσότεροι μαθητές την ώρα της έκθεσης είναι αφηρημένοι και τίποτε δεν προσλαμβάνουν από τη διδασκαλία της. Κι όμως είναι το ωραιότερο μάθημα, αφού μας γνωρίζει με κάτι που δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς αυτό: με τη γλώσσα μας. Στα χρόνια που διδάσκω έκθεση έχω διαπιστώσει ότι είναι στο χέρι του καθηγητή να κάνει τα παιδιά να αγαπήσουν το λόγο. Αρκεί να βρει τους μηχανισμούς, για να ξεκλειδώσει το απροσπέλαστο σε κάθε επίπονο πράγμα μαθητικό μυαλό. Αυτό είναι σίγουρα ένα από τα ταλέντα που πρέπει να διαθέτει ο εκπαιδευτικός.

Θεσσαλονίκη, 14 Μαΐου 2005
Αλέξανδρος Γ. Αλεξανδρίδης
Φιλόλογος
www.philology-online.gr