Μεθοδολογία και διδακτικές στρατηγικές στο μάθημα της Ιστορίας

Μεθοδολογία και διδακτικές στρατηγικές στο μάθημα της Ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση

Του Κ. Δ. Φαρμάκη, φιλολόγου, καθηγητή στο Πειραματικό σχολείο, Δρ Φιλοσοφίας

Προσημείωση

Η δυσμενής διδακτική παράδοση που υπέταξε το μάθημα της ιστορίας σε μια εθνοπρεπή σκοποθεσία και σε ιδεολογικές επιλογές ξένες προς την ιστορική γνώση και παγίωσε τη δασκαλοκεντρική διδασκαλία φαίνεται να εγκαταλείπεται. Η σύγχρονη διδακτική αντίληψη επιδιώκει να καταδείξει ότι:
– Ο πολιτισμός είναι απόρροια της ατέρμονης συλλογικής προσπάθειας των ανθρώπων
– Τα ιστορικά γεγονότα διέπονται από αιτιώδεις σχέσεις
– Η διαχείριση του παρόντος και ο σχεδιασμός του μέλλοντος επηρεάζονται από τα δημιουργικά επιτεύγματα αλλά και τα σφάλματα του παρελθόντος
– Η κατάφαση στην εθνική κληρονομιά και ο σεβασμός της πολιτιστικής παράδοσης αποτελούν καθήκον για το σύγχρονο Έλληνα χωρίς υπερθεώρηση του εθνικού πολιτιστικού παρελθόντος και περιφρόνηση άλλων εθνικών ομίλων.

α) Τρόπος οικοδόμησης της διδακτικής πράξης
«Με τον όρο «Διδακτική» περιγράφουμε, συνήθως, την επιστημονική μελέτη της οργάνωσης των όρων για τη μάθηση και την αναζήτηση του προσφορότερου τρόπου, μέσω του οποίου ο μαθητής θα πραγματώσει ένα στόχο γνωστικό, συναισθηματικό, ψυχοκινητικό. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια εμπειρική διαδικασία, αλλά υπόκειται σε έλεγχο και επαλήθευση των πορισμάτων της.Η διδακτική της Ιστορίας, συγκεκριμένα, εξελίχθηκε έτσι ώστε να στοχεύει στη μετάδοση της ιστορικής γνώσης και στην καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης του μαθητή, αλλά ο τρόπος οικοδόμησής της είναι ιδιαίτερα επίπονος και πολυσύνθετος. Και αυτό, επειδή ο μαθητής δεν πρέπει να λειτουργεί μόνο ως αποδέκτης ιστορικών γνώσεων, αλλά και ως παραγωγός της ιστορίας, άρα είναι ανάγκη να συνεργεί στην αναπαραγωγή του παρελθόντος, ώστε να κατακτήσει τις γνώσεις και τα μέσα και να καλλιεργήσει την κριτική του σκέψη». *1

Οι σκοποί διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση καθορίζονται, βέβαια, από τις οδηγίες του ΥΠΕΠΘ για το Γυμνάσιο και το Ενιαίο Λύκειο.

Συγκεκριμένα, ορίζεται ως γενικός σκοπός της Ιστορίας η ανάπτυξη ιστορικής σκέψης και συνείδησης στο μαθητή, ώστε να κατανοεί τα ιστορικά γεγονότα, να συνδέει αίτια – αποτελέσματα, να ερμηνεύει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα στο χρόνο και να προβληματίζεται, με σκοπό τη συνειδητοποίηση ότι ο σύγχρονος κόσμος αποτελεί συνέχεια του παρελθόντος και συνδέεται άμεσα με τη ζωή του και απώτερο στόχο την οικοδόμηση εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας.Ειδικότερα, για το Γυμνάσιο οι σκοποί διδασκαλίας του μαθήματος εστιάζονται κυρίως στη γνωριμία της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με αναφορές στην ευρύτερη παγκόσμια ιστορία, στη συνειδητοποίηση της πολυσυνθετότητας της κοινωνίας κάθε εποχής, στον εντοπισμό αιτίων και αποτελεσμάτων, στη σύλληψη της έννοιας του ιστορικού χρόνου και στον κριτικό έλεγχο των ιστορικών πηγών.

Στη συνέχεια, για το Ενιαίο Λύκειο οι σκοποί διευρύνονται, καθώς το επιτρέπει η ωρίμανση των μαθητών. ΄Ετσι, εδώ η διδασκαλία του μαθήματος στοχεύει στη συστηματικότερη μελέτη του ιστορικού γίγνεσθαι, στη γνωριμία με τους διάφορους πολιτισμούς και τη συνεισφορά τους στην εμβάθυνση στα ιστορικά γεγονότα, στην κριτική προσέγγιση διαφόρων ειδών ιστορικών πηγών, στην εξοικείωση με τις διαφορετικές οπτικές προσέγγισης των ιστορικών γεγονότων και στη συνειδητοποίηση της ατομικής και συλλογικής ευθύνης του ανθρώπου στην εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού.

Στα καθορισμένα αυτά πλαίσια πρέπει να δοθεί έμφαση στην οικοδόμηση της διδακτικής πράξης. Οι μέθοδοι διδασκαλίας που μπορεί να εφαρμόσει ο διδάσκων ποικίλλουν. Ωστόσο, κοινό τους χαρακτηριστικό αποτελεί το ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται οι μαθητές (είναι, δηλαδή, μαθητοκεντρικές), χωρίς, βέβαια, να υποβαθμίζεται ο ρόλος του εκπαιδευτικού. Η υιοθέτηση της μίας ή της άλλης μεθόδου και ο συνδυασμός τους επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του διδάσκοντος, ο οποίος συνεκτιμά τα ενδιαφέροντα των μαθητών, τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης διδακτικής ενότητας, καθώς και το επίπεδο της τάξης. Φυσικά, βαρύνουσα σημασία έχει η εναλλαγή μεθόδων καθώς και η ευελιξία του διδάσκοντος.

Βασική μέθοδος παρουσίασης του μαθήματος είναι η αφήγηση. Πραγματικά, μια ζωντανή και παραστατική αφήγηση έχει μεγάλη διδακτική σημασία. Προϋποθέτει οπωσδήποτε σφαιρωμένη γνώση του αντικειμένου, ύπαρξη σχεδίου διδασκαλίας, αφηγηματική ικανότητα, προσαρμογή στο γλωσσικό επίπεδο και την ηλικία των μαθητών, διάνθιση με κατάλληλες λεπτομέρειες, ώστε να κερδηθεί η βιωματικότητα των μαθητών και να διεγερθεί η φαντασία τους.

Ως μέθοδος η αφήγηση παρουσιάζει πλεονεκτήματα, όπως το ότι επιτρέπει την περιληπτική παρουσίαση – ανακεφαλαίωση εκτενών ενοτήτων και εξοικονομεί χρόνο, ότι είναι ευπροσάρμοστη στο διδακτικό αντικείμενο, διαθέτει αμεσότητα – ιδίως όταν συνδυάζεται μ’ έναν καλό αφηγητή -, είναι απλούστερη και διαθέτει οικειότητα. Όμως, έχει και εμφανή μειονεκτήματα, όπως το ότι είναι δασκαλοκεντρική μέθοδος και καταδικάζει το μαθητή σε παθητικότητα, ότι αγνοεί τα ατομικά ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες των μαθητών και ότι ολισθαίνει εύκολα σε μονόλογο, δογματισμό, αποκλείοντας τη διαφορετική άποψη.

Η αφήγηση μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως η σχολιασμένη αφήγηση ή ο συνδυασμός της με τον ελεύθερο ή κατευθυνόμενο διάλογο, ώστε ο μαθητής να καθίσταται συμμέτοχος στη μαθησιακή διαδικασία. Η σχολιασμένη αφήγηση είναι ένας τρόπος μικτός, όπου ο διδάσκων διακόπτει την αφηγηματική διαδικασία, για να δώσει εξηγήσεις, να θέσει ερωτήσεις ή να αναπτύξει κάποιο επιμέρους θέμα. Εξασφαλίζει περισσότερη αυτενέργεια από την πλευρά των μαθητών.

Απ’ την άλλη μεριά, ο ελεύθερος ή ο κατευθυνόμενος διάλογος, σε συνδυασμό με την αφήγηση, συνεισφέρει καθοριστικά, ώστε ο διδάσκων να εκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα που προσφέρεται, για να ενεργοποιήσει το σύνολο της τάξης και να οδηγήσει τους μαθητές στην κατανόηση της σύνδεσης των ιστορικών στοιχείων συγχρονικά και διαχρονικά. ΄Ετσι, υπερπηδάται ο σκόπελος του στείρου εγκυκλοπαιδισμού, κεντρίζεται η περιέργεια και δίδεται ερέθισμα για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης.

Μια πιο νέα μέθοδος προσέγγισης του μαθήματος είναι η ερευνητική, που υλοποιείται με την εργασία κατά ομάδες, μετά από προετοιμασία των μαθητών και τις καθοδηγητικές γραμμές του διδάσκοντος, ώστε να επιλυθούν απορίες και να τεθούν προβληματισμοί. Η μέθοδος αυτή επεκτείνεται κυρίως στις Λυκειακές τάξεις.

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, βασικός στόχος του διδάσκοντος είναι να μάθει τα παιδιά να μαθαίνουν, να μην τους προσφέρει τα πάντα έτοιμα. Οφείλει να τους αφήνει χώρο, ώστε να καταφέρει να υλοποιήσει και τις βασικές αρχές διδασκαλίας του μαθήματος, που είναι η συνολικότητα, η εποπτικότητα, η βιωματικότητα και η αυτενέργεια.


β) Η χρήση των πηγών στη διδασκαλία της Ιστορίας

Σε συνάρτηση με τις παραπάνω μεθόδους, η διδασκαλία της Ιστορίας κρίνεται απαραίτητο να συνδυάζει το σχολικό εγχειρίδιο με τη χρήση αυτούσιων ιστορικών πηγών. ΄Αλλωστε, το να διδάξει κανείς Ιστορία χωρίς τη χρήση πηγών, θα ήταν σαν να διδάσκει τις θετικές επιστήμες χωρίς το πείραμα και την απόδειξη.

Η διαδικασία αυτή προσφέρει βασικά πλεονεκτήματα στη διεξαγωγή του μαθήματος της Ιστορίας.

Αρχικά, οι μαθητές έχουν την ευχέρεια να έρθουν σ’ επαφή με πολλαπλές πηγές και να σχηματίσουν μια ζωντανή εικόνα του παρελθόντος, αποφεύγοντας τις σχηματοποιήσεις. Το μάθημα, επίσης, κερδίζει σε ζωντάνια και ενδιαφέρον με την παρουσία του αυτούσιου ιστορικού γεγονότος και εξασφαλίζεται η ενεργότερη συμμετοχή των μαθητών. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ακόμη ότι οι παρατηρήσεις και τα σχόλια που γίνονται πάνω στο κείμενο των πηγών συμβάλλουν στην ανάπτυξη κριτικού πνεύματος απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα, καθώς και δεξιοτήτων στην ανάλυση και σύνθεση του ιστορικού υλικού. Ταυτόχρονα, υποχωρεί η μηχανική μνήμη και ο βερμπαλισμός, που «στοιχειώνουν» ένα μάθημα αφηγηματικού τύπου, όπως είναι η ιστορία. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, οι μαθητές εθίζονται σε μια πιο μεθοδική εργασία και εξασκούνται στη χρήση ενδεδειγμένης επιχειρηματολογίας προς επίρρωση των θέσεών τους.

Τελικά, οι μαθητές, μέσα από την ενασχόληση με την αντιπαραβολή και τον έλεγχο της αξιοπιστίας των πηγών, με τα κίνητρα και τις ερμηνείες των ιστορικών, συνειδητοποιούν το πολύμοχθο έργο του ιστορικού, την ποιότητα και τη σοβαρότητά του, ενώ ο διδάσκων αναλαμβάνει πιο ουσιαστικό ρόλο.

Για να υπάρξει η δυνατότητα να υλοποιηθούν τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα, πρέπει ο διδάσκων να προεπιλέξει τις πηγές που θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας μέσα στην τάξη, με κριτήριο να είναι όσο γίνεται πιο πολυφωνικές και να συμβαδίζουν με το επίπεδό της. Μπορεί να τις αντλήσει είτε μέσα από το σχολικό εγχειρίδιο είτε από άλλα βιβλία – άλλες είναι γραπτές και άλλες παραστατικές (εικόνες, χάρτες, διαγράμματα, κ.λ.π.). Φυσικά, υπάρχουν και πηγές εκτός βιβλίου (νομίσματα, ευρήματα μουσείων, κ.λ.π.).

Βέβαια, ο διδάσκων πρέπει πάντα να έχει υπόψη του ότι οι πηγές (δηλαδή τα παραθέματα) οφείλουν να υπηρετούν τα θέματα και όχι το αντίστροφο. Οι πηγές, λοιπόν, μπορούν να αξιοποιηθούν ως αφετηρία του μαθήματος, για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών για ό,τι θα ακολουθήσει. Επίσης, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, μπορούν να λειτουργήσουν σε δρόμους παράλληλους με την αφήγηση, για την υποστήριξη κάποιας θέσης ή την παράθεση κάποιας αντίθετης άποψης ή επιχειρήματος ή απλά και μόνο, για να «εικονογραφήσουν» το μάθημα. Τέλος, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν στο τέλος της διαδικασίας συνολικά, για εμπέδωση ή αξιολόγηση.

Η μελέτη, τώρα, των πηγών περιλαμβάνει αρχικά τη γλωσσική τους εξομάλυνση, ώστε να διευκολυνθεί η «επικοινωνία» των μαθητών με το περιεχόμενό τους. Στη συνέχεια, είναι θεμιτή η στοιχειώδης πληροφόρηση της τάξης από το διδάσκοντα σχετικά με την ιδιότητα των συντακτών τους και το βαθμό αξιοπιστίας τους. Επίσης, απαραίτητη κρίνεται η αναγνώριση του είδους των πηγών (π.χ. έγγραφα επίσημα, ιστοριογραφικά κείμενα, κ.λ.π.) και ο σχολιασμός της φερεγγυότητάς τους, καθώς και η διερεύνηση της προθετικότητας του συντάκτη τους.

Κατόπιν, η «ανάγνωση» των πηγών πρέπει να γίνει, αφού εντοπισθούν τα σημαντικότερα στοιχεία τους, με βάση τη χάραξη συγκεκριμένων αξόνων από το διδάσκοντα – δηλαδή, ο διδάσκων θέτει στους μαθητές συγκεκριμένα ερωτήματα και κατευθύνει την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους, ενθαρρύνοντας την άσκηση γόνιμης κριτικής. Χρήσιμος, στη συνέχεια, είναι ο συσχετισμός και η σύγκριση με άλλες πηγές, με ζητούμενο την εύρεση των αιτιών των διαπιστούμενων διαφορών. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την τελική σύνθεση του περιεχομένου και την εξαγωγή συμπερασμάτων.

Συμπερασματικά, θα παρατηρούσαμε ότι οι ιστορικές πηγές αποτελούν χρήσιμα μεθοδολογικά εργαλεία για το διδάσκοντα και, παρά τη δυσκολία που ίσως παρουσιάζουν για μαθητές με μικρή ή ελάχιστη εξοικείωση μαζί τους, είναι τα «παράθυρα» του παρόντος στον αχανή κόσμο του παρελθόντος της ανθρωπότητας.

γ)  Ο ρόλος των εποπτικών μέσων στη διδακτική της Ιστορίας

Για τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στη σχολική τάξη κρίνεται απαραίτητη η χρήση των εποπτικών μέσων. «Με τον όρo «εποπτικά μέσα» εννοούμε όλα εκείνα τα αντικείμενα ή τα υλικά, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να διεγείρουν τις αισθήσεις και να δημιουργούν στη συνείδηση εντυπώσεις, δηλαδή ψυχικές εικόνες, που διευκολύνουν στην αντιληπτικότητα του κόσμου. Αυτά απευθύνονται πρώτα στις αισθήσεις και στη συνέχεια στο νου.Τα εποπτικά μέσα διδασκαλίας είναι δυνατό να τα κατατάξει κανείς σε τρεις γενικές κατηγορίες:

α)  στα πραγματικά αντικείμενα και γεγονότα του φυσικού, τεχνητού και πολιτιστικού περιβάλλοντος του ανθρώπου (π.χ. ζώα, φυτά, μηχανές, έργα τέχνης).
β)  στα υλικά όπου έχουν καταγραφεί τα πραγματικά αντικείμενα και γεγονότα (π.χ. φωτογραφίες, βιντεοκασέτες, δίσκοι, ταινίες, διαφάνειες (slides), προπλάσματα, μακέτες, σχεδιαγράμματα, CD-ROM).
γ)  στα μηχανήματα τα οποία χρησιμοποιούμε, προκειμένου να αντλήσουμε τις πληροφορίες που είναι καταγραμμένες στα παραπάνω υλικά (π.χ. μαγνητόφωνο, τηλεόραση, κινηματογραφική μηχανή, Γραφοσκόπιο (Overhead Projector)» . *2
Έτσι η άμεση αισθητική επαφή με τα πράγματα που μας περιβάλλουν σχηματίζει στο μυαλό του ανθρώπου σαφείς παραστάσεις που αποτελούν τα θεμέλια της γνώσης. Δηλαδή, οι πραγματικές εμπειρίες οδηγούν σε ζωηρές παραστάσεις και με τη σειρά τους αυτές συνεισφέρουν στο σχηματισμό ξεκάθαρων εννοιών. Οι αισθήσεις, λοιπόν, αποτελούν προϋπόθεση και αφετηρία της γνώσης.Πιο εξειδικευμένα, στο μάθημα της Ιστορίας, τα εποπτικά μέσα συνοδεύονται από πολλά πλεονεκτήματα.
Αρχικά, διεγείρουν το ενδιαφέρον των μαθητών και συντελούν στην άμεση επαφή μ΄ αυτούς, καθώς τους δημιουργούνται σαφείς παραστάσεις, που διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, προσελκύουν, συγκεντρώνουν και συγκρατούν την προσοχή στο μάθημα και συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην κατανόηση του αντικειμένου. Επιπρόσθετα, παρέχουν οικονομία λόγου και συνεισφέρουν στην ουσιαστικότερη εμπέδωση του μαθήματος και καθιστούν τη διδασκαλία πιο παραγωγική και εξατομικευμένη.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η αλόγιστη χρήση των εποπτικών μέσων διδασκαλίας, που μετατρέπει το μάθημα σε παράσταση και προδίδει για το διδάσκοντα προχειρότητα και έλλειψη προπαρασκευής, προσμετράται στα μειονεκτήματά τους. Απαιτείται, λοιπόν, αίσθηση του μέτρου στη χρήση των εποπτικών μέσων διδασκαλίας, ώστε να καταστούν αποτελεσματικά για τη μαθησιακή διαδικασία.

Ας μη διαφεύγει, βέβαια, της προσοχής μας ότι τα βασικά εποπτικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν στην παραδοσιακή διδασκαλία της Ιστορίας και που η αξία τους δεν έχει ούτε σήμερα εκπέσει είναι ο μαυροπίνακας και ο χάρτης. Στο μαυροπίνακα ο διδάσκων μπορεί να σχεδιάζει με ελκυστικό τρόπο το μάθημα, σημειώνοντας τα βασικά στάδια και τις παραμέτρους του, ώστε να βοηθήσει το μαθητή ν΄ αποκομίσει μια οπτική παράσταση του σύνολου μαθήματος. Δεν έχει άδικα χαρακτηρισθεί ως «η ορατή φωνή του διδάσκοντος».

Ο χάρτης, από την άλλη μεριά, είναι απολύτως απαραίτητος ώστε ο μαθητής ν΄ αντιληφθεί την ουσιώδη σχέση ιστορίας και γεωγραφίας και την κίνηση των πολιτισμών μέσα στο συνεχές ιστορικό γίγνεσθαι.
Αν, όμως, τα δύο παραπάνω παραδοσιακά μεθοδολογικά εργαλεία είναι προσιτά και εύχρηστα για το διδάσκοντα το μάθημα της Ιστορίας, δε συμβαίνει το ίδιο και με τα προαναφερθέντα εποπτικά μέσα νεώτερης τεχνολογίας. Και αυτό, επειδή υφίστανται εγγενείς δυσκολίες που συνδέονται άμεσα με τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος στη χώρα μας.

Πιο συγκεκριμένα, το κόστος για την προμήθεια, τη χρήση και τη συντήρησή τους είναι αρκετά υψηλό, απαιτούν τεχνική υποδομή και γνώσεις και είναι σε μεγάλο ποσοστό δύσχρηστα, αφού πρέπει να μεταφέρονται κάθε φορά στην αντίστοιχη αίθουσα διδασκαλίας και να σπαταλάται πολύτιμος χρόνος από το μάθημα για τη λειτουργία τους, η οποία, να σημειωθεί, τις περισσότερες φορές είναι προβληματική και διαταράσσει τη σύνολη μαθησιακή ατμόσφαιρα.

Λύση στο πρόβλημα αυτό θα αποτελούσε αναντίλεκτα η δημιουργία ειδικών αιθουσών Ιστορίας, όπως είναι τα αντίστοιχα εργαστήρια φυσικής και χημείας για τα θετικά μαθήματα.

Αν αυτό το μέτρο, που ισχύει σε πολύ περιορισμένη κλίμακα σήμερα, γενικευόταν, το τόσο σημαντικό για τη γενικότερη συγκρότηση της προσωπικότητας των μαθητών μάθημα της Ιστορίας θα έβρισκε τη δική του γωνιά μέσα στο σύγχρονο εκπαιδευτήριο και θα γνώριζε δυναμική αναβάθμιση. Όπως έχει προταθεί, οι αίθουσες της ιστορίας θα πρέπει να είναι ευρύχωρες, να υπάρχει η δυνατότητα γρήγορης συσκότισής τους και να έχουν σταθερές θέσεις για τα οπτικοακουστικά μέσα διδασκαλίας, ώστε να αποφεύγονται βλάβες από τη μετακίνησή τους, να φυλάσσονται με ασφάλεια και να χρησιμοποιούνται εποικοδομητικά. Επίσης, μέσα στις προτεινόμενες αίθουσες είναι αναγκαίο να υπάρχουν χάρτες, εικόνες, κάποια ενημερωμένη ιστορική βιβλιοθήκη, τραπέζια εργασίας για τους μαθητές και ο,τιδήποτε άλλο συμβάλλει στην αποδοτικότερη και επωφελέστερη διεξαγωγή του μαθήματος.

Σε συνάρτηση με τα παραπάνω και επειδή στην καθημερινή σχολική πραγματικότητα διαδραματίζουν πλέον καίριο ρόλο οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, έχει προταθεί η εισαγωγή της πληροφορικής και στη διδασκαλία της Ιστορίας. Θεωρείται ότι οι υπολογιστές μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ώστε να παρακινήσουν τους μαθητές σε έρευνα ιστορικών εννοιών, εκεί που οι άλλες μέθοδοι δεν προκαλούν το ανάλογο ενδιαφέρον. Έτσι, οι μαθητές, θα έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν προγράμματα επεξεργασίας κειμένου, να συγκροτήσουν βάσεις και τράπεζες ιστορικών δεδομένων, να επεξεργαστούν στατιστικά στοιχεία, να εκπονήσουν διαγράμματα, να ασχοληθούν με την ιστορική προσομοίωση, κ.α. Όλα αυτά, ωστόσο, απαιτούν υλικοτεχνική υποδομή ανάλογη, οικονομική ενίσχυση και τεχνογνωσία και πολύ δύσκολα υλοποιούνται, προς το παρόν, στο ασφυκτικό πρόγραμμα μαθημάτων του σημερινού σχολείου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Αλλά, το σχολείο, ως στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας και φορέας αγωγής, οφείλει να είναι ανοικτό στις νέες τεχνολογίες, με γνώμονα πάντοτε την ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης και τη δημιουργία πολύπλευρων προσωπικοτήτων.

Από όσα με συντομία προηγήθηκαν, αβίαστα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ιστορία ως μάθημα συμβάλλει καθοριστικά στην αρτίωση της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Είναι ένας συνεχής διάλογος ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, η ολική συστηματική θεώρηση του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Τροφοδοτεί με γνώση, οξύνει την κρίση, καλλιεργεί τη συνείδηση, δίνει μαθήματα ζωής και πολιτισμού, ωθεί σε φιλοσόφηση των ανθρώπινων πραγμάτων και του κόσμου, προετοιμάζει τους πολίτες του αύριο. Γι’ αυτό και οι διδάσκοντες μάχιμοι εκπαιδευτικοί οφείλουν να τη μεταλαμπαδεύουν στους μαθητές τους, όσο πιο αντικειμενικά και σφαιρικά γίνεται, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των βιβλίων, των πολυποίκιλων πηγών και την επικουρία των εποπτικών μέσων.

K. Δ. Φαρμάκης

*1, * 2 Τζόκας Σπ., Διδακτικές στρατηγικές στο μάθημα της Ιστορίας.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία

1)  Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο,  ΟΕΔΒ, Αθήνα 2002, σσ. 223 – 224 και 264 – 274.
2)  Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2002 (Σχολικό Έτος 2002 – 2003), σσ. 234 – 235.
3)  Μακρής Χάρης, Σπουδή και διδασκαλία της Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, περιοδικό Φιλόλογος, τεύχος 98 (χειμώνας 1999), σσ. 489 – 495 (με αρκετά εκτενή βιβλιογραφία).
4)  Ιστορία: Σεμινάριο 3 της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (Π.Ε.Φ.), Αθήνα, Γενάρης 1984.

’ρθρα
α) Σωτήρης Κόνδης, Η συγκρότηση του καθηγητή της Ιστορίας, σσ. 30-37.
β) Γ. Β. Παπακωστούλα – Γιανναρά, Η διδακτική της Ιστορίας και η διδασκαλία του μαθήματος στην τάξη, σσ. 38 – 52.
γ) Βασίλης Ασημομύτης, Τα εποπτικά μέσα στη διδασκαλία της Ιστορίας, σσ. 66 – 77.
5)  Το μάθημα της Ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση: Αικ. Π. Δημητριάδου, Μ. Χ. Ευσταθίου, Μ. Α. Σκαρλάτου, Εκδ. Κώδικας, 1994.
6)  Τζόκας Σπύρος, Διδακτικές στρατηγικές στο μάθημα της Ιστορίας, Εκδ. Σαββάλας, 2000.
7) Schaff Adam, «Historia: Prawda», 1969.