Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης 2ο μέρος

1951 – 1963

Την διετία 1951-52 έχουμε δύο νομοσχέδια για την εκπαίδευση. Το πρώτο ήταν έργο του Κ. Γεωργούλη, ο οποίος ήταν απ’ τα στελέχη της «συντηρητικής» παράταξης (αν και ξεκίνησε την σταδιοδρομία του σαν συνεργάτης της ομάδας των προοδευτικών στο περιοδικό «Παιδεία»). Το δεύτερο οφείλεται στον Ε. Παπανούτσο, από τους ηγέτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Αυτό δεν υποβλήθηκε τελικά λόγω πολιτικών προβλημάτων.

Η πίεση όμως για βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ακόμα κι από κορυφαίους της «συντηρητικής» παράταξης, όπως ο Ν. Ι. Εξαρχόπουλος, [1] οδήγησε την κυβέρνηση στη συγκρότηση μιας Επιτροπής Παιδείας (1957).
Αποστολή της επιτροπής αυτής ήταν να μελετήσει το πρόβλημα της εκπαίδευσης σ’ όλη του την έκταση. Ύστερα από ένα χρόνο περίπου (1958) η επιτροπή κατάθεσε τα πορίσματά της, που στηρίζονταν σε 8 αρχές: [2] 1. «Η παιδεία είναι η πλέον θετική και παραγωγική επένδυσις» και γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί σ’ αυτήν απόλυτη προτεραιότητα.
2. Είναι ανάγκη να διατεθούν γι’ αυτήν περισσότερα κονδύλια.
3. Η οργάνωση και το πρόγραμμα των σχολείων πρέπει να ανακαινισθούν.
4. Πρέπει να παραμείνει ανθρωπιστική και κλασική η βάση της παιδείας.
5. Τονίζεται η ενότητα του ελληνισμού (αρχαίου, μεσαιωνικού, νέου).
6. Είναι ανάγκη να γίνει στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση.
7. «Η παιδεία πρέπει να είναι κοινόν αγαθόν κι όχι προνόμιον ολίγων».
8. «Το θέμα της εκπαίδευσης πρέπει να παύσει να αποτελεί αντικείμενον κομματικών ή προσωπικών ανταγωνισμών».
Οι προτάσεις αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα προοδευτικές, αλλά είχαν πληρότητα, επισήμαιναν ελλείψεις και υποδείκνυαν λύσεις. Έμειναν όμως προτάσεις, αφού μάλιστα επικρίθηκαν έντονα από την «Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων».

Μόλις το 1959 επιχειρείται κάποια στροφή προς την τεχνική εκπαίδευση και τις θετικές σπουδές με το Ν.Δ. 3971/1959, για την «Γενική, τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση». Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου αυτού διατυπώνονται δύο βασικές αρχές: α0 οργάνωση της επαγγελματικής και τεχνικής παιδείας για την κάλυψη της ανάγκης της ταχείας και έντονης τεχνολογικής προόδου και β) προσφορά των αγαθών της ανθρωπιστικής παιδείας σε όσο το δυνατόν ευρύτερα στρώματα του λαού. [3]

Με το διάταγμα αυτό ιδρύονται μερικές τεχνικές σχολές, μέσες και ανώτερες, και εισάγεται διάκριση τμημάτων κλασικής και πρακτικής κατεύθυνσης για τις τάξεις Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, του εξατάξιου γυμνασίου.
Οι αλλαγές που προκαλούνται στην εκπαίδευση με το Ν.Δ. 3971/1959 είναι εντελώς επιφανειακές, γιατί δε θίγουν τα καίρια προβλήματα (γλώσσα, προγράμματα, βιβλία, εκπαίδευση διδακτικού προσωπικού κτλ.). Το κλασικό γυμνάσιο εξακολουθεί να απορροφά το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών που τελειώνουν το δημοτικό (74%). [4]

Στη διογκούμενη δυσαρέσκεια για τα εκπαιδευτικά ζητήματα έρχεται να προστεθεί η δημόσια διαφωνία της Μαθηματικής Εταιρείας με το Πολυτεχνείο σχετικά με τα θέματα των εισαγωγικών εξετάσεων και οι μεγάλες κινητοποιήσεις εκπαιδευτικών και φοιτητών που απαιτούν έμπρακτο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση και αύξηση των κονδυλίων στο 15%. Μάλιστα η απεργία των καθηγητών και των δασκάλων χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη διάρκειά της, αλλά και τη σκληρή στάση του κράτους απέναντί τους, αν και είχαν την καθολική λαϊκή υποστήριξη. [5]

Στο μεταξύ η έλλειψη προσωπικού στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, η ανεπάρκεια των υπαρχόντων σχολείων και άλλοι παράγοντες συντελούν στην εμφάνιση προβλημάτων που κρατάνε μέχρι σήμερα. Αναπτύσσεται ιδιαίτερα η ιδιωτική εκπαίδευση και κυρίως τα φροντιστήρια. Ταυτόχρονα λόγω του συνωστισμού στα ΑΕΙ χιλιάδες νέοι φεύγουν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν.

Τέλος, στην περίοδο 1950-60 τα επιστημονικά ρεύματα της προσχολικής αγωγής των διαφόρων χωρών εισχώρησαν και στην Ελλάδα με αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της εργασίας στα νηπιαγωγεία. Η πολιτεία με το Β.Δ. 494/1962, ορίζει το αναλυτικό πρόγραμμα του νηπιαγωγείου και καθορίζει το σκοπό τους.


Η Ελλάδα βρίσκεται σε περίοδο ανασυγκρότησης έπειτα από τον εμφύλιο πόλεμο. Η ένταξη της χώρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης (1952), το ΝΑΤΟ (1952) και η σύνδεσή της με την Κοινή Αγορά (1961) δείχνουν τον προσανατολισμό και τις εξαρτήσεις που θα έχει από δω και πέρα η χώρα. Προοδευτικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν. Τα κονδύλια για την εκπαίδευση είναι χαμηλότατα και φτάνουν το 1,8% επί του εθνικού εισοδήματος, ενώ για την ίδια περίοδο (1956-57) το ποσοστό για τις στρατιωτικές δαπάνες φτάνει στο 53% του προϋπολογισμού.[6]Οι όποιες αλλαγές προτίθεται να εφαρμόσει το κράτος (π.χ. τεχνική εκπαίδευση) προσκρούουν στη νοοτροπία που έχει γενικότερα διαμορφωθεί ύστερα από τόσα χρόνια ακινησίας για τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης. Ο κόσμος είναι δύσπιστος· και μόνο η εξαγγελία μεταρρύθμισης αρκεί για να διατυπωθούν επιφυλάξεις.
Τα συμπεράσματα του Δ΄ Πανσπουδαστικού Συνεδρίου [7] (κείμενα και αποφάσεις, Α΄, Αθήνα 1963, σελ. 3) δείχνουν ανάγλυφα την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η εκπαίδευση.

« …Τη στυφή γεύση της απογοήτευσης και της οδύνης νοιώθουμε, όταν 130 χρόνια, αφ’ ότου η πατρίδα μας υπάρχει σαν κράτος ελεύθερο, βρισκόμαστε στην ανάγκη να καταπιαστούμε – στην θεωρία και την πράξη – με προβλήματα, που αλλού πήραν θέση στα γυμνασιακά εγχειρίδια της ιστορίας…»


[1] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ.225-227
[2] Όπως παραπάνω, σελ. 229-233
[3] Όπως παραπάνω, σελ. 238
[4] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 99
[5] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 251-256
[6] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 96-97
[7] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 257-259