Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης 2ο μέρος

1974 – 1980

Μετά τη μεταπολίτευση παρατηρήθηκε ένα ενδιαφέρον απ’ όλες τις παρατάξεις για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση.

Τα γενικά πλαίσια αυτής της μεταρρύθμισης καθόρισε το νέο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 16). Μεταξύ των άλλων προβλέπει, ότι η Παιδεία « …αποτελεί βασικήν αποστολήν του κράτους, έχει δε σκοπόν της την ηθικήν, πνευματικήν, επαγγελματικήν και φυσικήν αγωγήν των Ελλήνων, την ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και την διάπλασιν αυτών ως ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών». Επίσης αναφέρει, ότι «τα έτη υποχρεωτικής φοιτήσεως δεν δύναται να είναι ολιγότερα των εννέα», και ακόμη «πάντες οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας». [1]

Στο μεταξύ άρχισε να ωριμάζει η σκέψη για σοβαρότερη ενασχόληση με το εκπαιδευτικό πρόβλημα, που εκκρεμούσε πολλές δεκαετίες. Έτσι, το 1975 ιδρύθηκε το Κέντρο Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης (ΚΕΜΕ).
Τα επόμενα δύο χρόνια ψηφίζονται δύο νέοι νόμοι. Ο Ν. 309/1976 για την οργάνωση και διοίκηση της Γενικής εκπαίδευσης και ο Ν. 576/1977 για την Τεχνική και Επαγγελματική εκπαίδευση.
Οι βασικές αρχές των νόμων αυτών είναι: [2] – Παράταση της υποχρεωτικής φοίτησης από 6 σε 9 χρόνια. Κατάργηση των εξετάσεων για την εισαγωγή στο γυμνάσιο.
– Η γενική δημόσια εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν.
– Επίσημη γλώσσα διδασκαλίας, βιβλίων και αντικειμένου διδασκαλίας σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι η νεοελληνική, χωρίς ιδιωματισμούς και ακρότητες (Άρθρο 2, παρ. 1-2, Ν. 309/1976)
– Στο γυμνάσιο διαβάζονται οι αρχαίοι συγγραφείς από μετάφραση.
– Διαιρείται η δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε 3/χρονο γυμνάσιο και 3/χρονο λύκειο. Το λύκειο έχει πολλαπλές κατευθύνσεις.
– Οι απόφοιτοι του γυμνασίου μπορούν να φοιτήσουν χωρίς εξετάσεις σε μια τεχνική- επαγγελματική σχολή ή να δώσουν εξετάσεις και να συνεχίσουν στο λύκειο (είτε γενικό είτε τεχνικό).
– Το πρόγραμμα των γενικών λυκείων προετοίμαζε τους μαθητές για την ανώτατη εκπαίδευση. Στη Β΄ και Γ΄ τάξη ο μαθητής μπορούσε να διαλέξει θετική κατεύθυνση ή θεωρητική-φιλολογική.
– Τα τεχνικά-επαγγελματικά λύκεια θεωρούνταν ισότιμα των γενικών. Στόχος τους ήταν η προετοιμασία των μαθητών για τα ΑΕΙ ή για την ένταξή τους στην παραγωγή.
– Για την εισαγωγή των μαθητών στις ανώτερες και ανώτατες σχολές γίνονται πανελλήνιες εξετάσεις, ενώ συνεκτιμούνται οι γενικοί βαθμοί της Β΄ και Γ΄ λυκείου, καθώς και οι βαθμοί στα κύρια μαθήματα των δύο αυτών τάξεων.
– Ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την διοίκηση και εποπτεία στην α/θμια και β/θμια εκπαίδευση. Για την διοίκηση ιδρύονται κεντρικά και περιφερειακά συμβούλια με αρμοδιότητες σε υπηρεσιακά θέματα (μεταθέσεις, αποσπάσεις κλπ.), ενώ την εποπτεία έχουν οι αντίστοιχοι γενικού επιθεωρητές και επόπτες.

Την ίδια περίοδο γίνεται και μια προσπάθεια για την καθιέρωση του θεσμού επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Τότε ιδρύονται οι Σχολές Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΣΕΛΜΕ, 1977) και οι ΣΕΛΔΕ από το 1979 (για τους δασκάλους). Σύμφωνα με τους κανονισμούς τους οι σχολές αυτές προβλέπουν διάφορα προγράμματα για νεοδιόριστους, για νέους διευθυντές, ταχύρυθμα για ειδική ενημέρωση κλπ. Το βασικό όμως πρόγραμμα προβλέπει ετήσια επιμόρφωση για τους εκπαιδευτικούς που έχουν συμπληρώσει 5 χρόνια υπηρεσίας. Στα διδασκόμενα μαθήματα περιλαμβάνονται: παιδαγωγική, διδακτική, αξιοποίηση εποπτικών μέσων, νέες τεχνολογίες κ.ά.


Το παράδοξο της μεταρρύθμισης του 1976 είναι ότι θεσμοθετείται από τις συντηρητικές δυνάμεις, αυτές που είχαν πολεμήσει στο παρελθόν κάθε παρόμοια προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Ο Μ. Ηλιού παρατηρεί σχετικά: «φαίνεται σαν ειρωνεία της Ιστορίας το γεγονός ότι η δεξιά παράταξη εμφανίστηκε να προτείνει τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που τόσο λυσσαλέα είχε πολεμήσει μια δεκαετία πριν».[3]Πράγματι, η νομοθετική επίλυση του γλωσσικού ζητήματος, η επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης, η στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση αποτελούν τα κύρια σημεία και της μεταρρύθμισης του 1964.
Μετά από μια προσεκτική παρατήρηση θα διαπιστώσουμε ότι η συντηρητική παράταξη «έκανε την ανάγκη φιλότιμο» και προχώρησε σ’ αυτές τις αλλαγές.

Συγκεκριμένα, η καθιέρωση της δημοτικής, η 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και η διδασκαλία των αρχαίων από μεταφράσεις έρχονται σαν επακόλουθο συγκεκριμένων αναγκών. Την εποχή αυτή (1971) οι αναλφάβητοι φτάνουν στο 14% του πληθυσμού και οι ημιαναλφάβητοι (λειτουργικός αναλφαβητισμός) στο 25%. [4] Σ’ αυτό είχε παίξει μεγάλο ρόλο η μακροχρόνια εκκρεμότητα του γλωσσικού ζητήματος, που είχε επισημοποιήσει την ανειλικρίνεια και μείωνε σταθερά την αντιληπτική ικανότητα των μαθητών.

Η στροφή στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση οφειλόταν σε μια σειρά εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ, η επανένταξή της στο ΝΑΤΟ και η εισροή ξένων κεφαλαίων απαιτούσαν την προσαρμογή της ελληνικής εκπαίδευσης στις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Επίσης, έπρεπε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υπερπαραγωγής αποφοίτων γυμνασίου που συνωστίζονταν για να μπουν στα πανεπιστήμια, αλλά και της μεγάλης παραγωγής πτυχιούχων κλασικών σπουδών. Γι’ αυτό καθιερώθηκε ένα σύστημα εξετάσεων που αποθάρρυνε την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και διευκόλυνε την είσοδο στις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές.

Τελικά, όπως αποδείχθηκε από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης αυτής, οι κύριοι στόχοι (πλην της καθιέρωσης της δημοτικής) δεν επιτεύχθηκαν.
Αυτό συνέβη γιατί περιορίστηκε σε εξωτερικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης (οργάνωση, διοίκηση) και παραμέλησε θέματα όπως, τα βιβλία, τα αναλυτικά προγράμματα, νέες μεθόδους κλπ.
Από την άλλη πλευρά οι μαθητές και οι οικογένειές τους, δεν πείστηκαν – δικαιολογημένα – για τις δυνατότητες που έδινε η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και έτσι προτιμούσαν το γενικό λύκειο που οδηγούσε ασφαλέστερα στο πανεπιστήμιο.

Στον κρίσιμο τομέα της αναβάθμισης των εκπαιδευτικών που ήταν – και είναι- ο σημαντικότερος παράγοντας για την επιτυχία κάθε μεταρρύθμισης, λίγα έγιναν. Οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες λειτουργούσαν με προγράμματα του 1933, ενώ οι ΣΕΛΔΕ και ΣΕΛΜΕ είχαν ρυθμούς απορρόφησης που προϋπόθεταν υπεραιωνόβιους εκπαιδευτικούς!

Συνεπώς η μεταρρύθμιση του 1976 δεν πέτυχε, γιατί προδόθηκε από την διστακτικότητα, την έλλειψη προγραμματισμού, την προχειρότητα, την έλλειψη μέσων και υποδομών, αλλά κυρίως γιατί ήρθε καθυστερημένα.
Τώρα πια χρειαζόταν μια ριζοσπαστική αλλαγή στην εκπαίδευση με επανακαθορισμό των στόχων και της φιλοσοφίας της.


[1] Σπ. Ευαγγελόπουλου, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, ΔΑΝΙΑ, Αθήνα 1987, τομ. Β΄, σελ. 31
[2] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 113-116
[3] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 116
[4] Όπως παραπάνω, σελ. 116-117