Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης 2ο μέρος

1981 – 1985

Το 1981 αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου. Η κυβέρνηση αυτή λαμβάνει τα παρακάτω μεταρρυθμιστικά μέτρα κατά την περίοδο 1981-84. [1] – Καθιερώνεται η δημοτική γλώσσα ως επίσημη του κράτους.
– Καθιερώνεται το μονοτονικό σύστημα (Π.Δ. 297/1982).
– Καταργούνται οι γενικοί διευθυντές και οι επόπτες της διοίκησης της εκπαίδευσης (Ν. 1232/1982).
– Καταργούνται οι επιθεωρητές της α/θμιας και β/θμιας εκπαίδευσης και καθιερώνεται ο θεσμός του σχολικού συμβούλου (Ν. 1304/1982). Έργο του Σχολικού Συμβούλου είναι η επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση των εκπαιδευτικών και η συμμετοχή του στην αξιολόγηση και την επιμόρφωσή τους. Με τον ίδιο νόμο ιδρύονται διευθύνσεις και γραφεία εκπαίδευσης.
– Με το Ν. 1268/1982 (Νόμος – Πλαίσιο) «για τη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων», καταργείται η έδρα, κατοχυρώνεται και διασφαλίζεται το πανεπιστημιακό άσυλο και η ελευθερία διακίνησης των ιδεών, θεμελιώνονται δημοκρατικές διαδικασίες με συμμετοχή όλων των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας στη διδασκαλία, την έρευνα και τη διοίκηση και εξασφαλίζεται ο ακαδημαϊκός και κοινωνικός έλεγχος στα ΑΕΙ μέσω της λειτουργίας της Εθνικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιστημών (ΕΑΓΕ) και του Συμβουλίου Ανωτάτης Παιδείας (ΣΑΠ).
– Ιδρύονται πανεπιστημιακά παιδαγωγικά τμήματα 4ετούς φοίτησης (Ν. 1268/1982).
– Καταργούνται τα ΚΑΤΕΕ και την θέση τους παίρνουν τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ, 1983).
· Ψηφίζεται νέος κανονισμός μαθητικών κοινοτήτων.
· Γράφονται καινούρια βιβλία για μαθητές και δασκάλους και συντάσσονται νέα αναλυτικά προγράμματα.
– Επίσης καταργούνται οι εξετάσεις για την εισαγωγή στα λύκεια και αλλάζει το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ (1983).

Στις 5-2-1985 ο υπουργός Παιδείας Απ. Κακλαμάνης καταθέτει στη Βουλή το σχέδιο νόμου «για τη δομή και λειτουργία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης». Ο νόμος αυτός (1566/1985) ψηφίζεται από τη Βουλή και έχει ως βασικότερες αρχές του τις παρακάτω: [2] 1. «Σκοπός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι να συμβάλλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά» (Άρθρο 1, παρ. 1).
2. «Βασικοί συντελεστές για την επιτυχία των παραπάνω σκοπών είναι: η προσωπικότητα και η κατάρτιση του προσωπικού όλων των κλάδων και των βαθμίδων της εκπαίδευσης, τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα και η σωστή χρήση τους, η εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων και μέσων για την απρόσκοπτη λειτουργία των σχολείων και η δημιουργία του απαραίτητου παιδαγωγικού κλίματος με την ανάπτυξη αρμονικών διαπροσωπικών σχέσεων στο σχολείο και την τάξη και με το σεβασμό προς την προσωπικότητα του κάθε μαθητή» (Άρθρο 1, παρ. 2).
3. «Γλώσσα διδασκαλίας, που αποτελεί και αντικείμενο συστηματικής διδασκαλίας και γλώσσα των διδακτικών βιβλίων των μαθητών και των βιβλίων των εκπαιδευτικών είναι η δημοτική, όπως διαμορφώνεται από το λαό και τη δόκιμη λογοτεχνία, χωρίς την αυτούσια μεταφορά ξένων λέξεων»(Άρθρο 1, παρ. 4).
4. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρέχεται στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρέχεται από τα γυμνάσια και τα λύκεια καθώς και τις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές.
5. Η φοίτηση είναι 9χρονη υποχρεωτική (6ετής στο δημοτικό και 3ετής στο γυμνάσιο).
6. Η φοίτηση στα νηπιαγωγεία είναι 2ετής.
7. Τα λύκεια λειτουργούν ως γενικά, κλασικά, τεχνικά-επαγγελματικά και ενιαία πολυκλαδικά. (Σημ: Τα ενιαία πολυκλαδικά λύκεια είναι μια καινοτομία. Πρόκειται για ένα τύπο λυκείου που ενσωματώνει τη γενική με την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση).
8. Ιδρύονται τεχνικές-επαγγελματικές σχολές οι απόφοιτοι των οποίων εξειδικεύονται σε επιχειρήσεις με την φροντίδα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ).
9. Ιδρύονται σχολικά εργαστηριακά κέντρα (ΣΕΚ), για την παρακτική άσκηση των μαθητών των τεχνικών-επαγγελματικών λυκείων, των ενιαίων πολυκλαδικών και των τεχνικών-επαγγελματικών σχολών.
10. Επανιδρύεται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, που αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια υπηρεσία (υπαγόμενη στο ΥΠΕΠΘ), ενώ καταργείται το ΚΕΜΕ.
11. Οργανώνεται η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που διακρίνεται σε:
– Εισαγωγική επιμόρφωση (για νεοδιόριστους ή προς διορισμό εκπαιδευτικούς).
– Ετήσια επιμόρφωση (για εκπαιδευτικούς με 5χρονη υπηρεσία και άνω).
– Περιοδική επιμόρφωση (για περιπτώσεις αλλαγής βιβλίων, προγραμμάτων κλπ.)
Την ευθύνη για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών έχει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και γίνεται στα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα (ΠΕΚ).
12. Ρυθμίζονται μια σειρά άλλων ζητημάτων όπως:
· Εισάγεται η ξένη γλώσσα στα δημοτικά.
· Η διδασκαλία της φυσικής αγωγής, της μουσικής και των καλλιτεχνικών μαθημάτων ανατίθεται σε εξειδικευμένο προσωπικό.
· Λαμβάνεται μέριμνα για την ειδική αγωγή.
– Καταργούνται τα πρότυπα σχολεία και ιδρύονται πειραματικά.

Άλλη σημαντική καινοτομία του Ν. 1566/1985 είναι η καθιέρωση του δημοκρατικού προγραμματισμού στην εκπαίδευση.
Αυτός κινείται σε τρία επίπεδα (εθνικό, νομαρχιακό, τοπικής αυτοδιοίκησης). Ανώτερο όργανο δημοκρατικού προγραμματισμού είναι το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π), που «εισηγείται στην κυβέρνηση θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, παιδείας, συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και λαϊκής επιμόρφωσης» (Άρθρο 48, παρ. 1). Πρόεδρός του είναι ο υπουργός Παιδείας, ενώ συμμετέχουν σ’ αυτό άλλοι αρμόδιοι υπουργοί και εκπρόσωποι όλων των ενδιαφερόμενων φορέων.

Σε επίπεδο νομού έχουμε τις Νομαρχιακές επιτροπές παιδείας. Πρόεδρος είναι ο νομάρχης, ενώ μέλη είναι οι σχολικοί σύμβουλοι, οι προϊστάμενοι διευθύνσεων εκπαίδευσης καθώς και εκπρόσωποι γονέων και εκπαιδευτικών. Ασχολείται με ζητήματα όπως ίδρυση, κατάργηση σχολείων, κατανομή πιστώσεων στους ΟΤΑ, διοργάνωση σεμιναρίων για γονείς κλπ.

Στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συγκροτούνται οι δημοτικές επιτροπές παιδείας. Πρόεδρος σ’ αυτές είναι ο δήμαρχος και μέλη οι διευθυντές των γραφείων εκπαίδευσης, εκπρόσωποι των γονέων και των εκπαιδευτικών. Οι επιτροπές αυτές εισηγούνται στο δήμαρχο πάνω σε ζητήματα υλικοτεχνικής υποδομής των σχολείων, λειτουργικών δαπανών, κατανομής πιστώσεων κλπ.

Στο επίπεδο σχολείου θεσμοθετούνται δύο όργανα. Το σχολικό συμβούλιο, που έχει αποστολή την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του σχολείου και την καθιέρωση τρόπων επικοινωνίας ανάμεσα σε διδάσκοντες και γονείς των μαθητών και τη σχολική επιτροπή, που έχει ρόλο διαχειριστικό και εισηγητικό στα όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης.
Με τον ίδιο νόμο μεταβιβάζεται όλη η σχολική περιουσία στη δημοτική επιτροπή παιδείας. Έτσι η ευθύνη για την υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων περνά στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Η ομαλή λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη χώρα για παραπάνω από 10 χρόνια είχε σαν συνέπεια η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1981-85 να μην ακολουθήσει τις πρακτικές προηγουμένων περιόδων, όπου κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια γκρεμιζόταν από μια αντιμεταρρύθμιση.

Μέσα από τις αλλαγές που θεσμοθετούνται την περίοδο αυτή και ιδιαίτερα από το Ν. 1566/85 προωθούνται η αποκέντρωση και ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης, ο οποίος περιλαμβάνει τη συμμετοχή, τον κοινωνικό έλεγχο και το δημιουργικό προγραμματισμό. Πέρα όμως απ’ αυτή την καινούρια φιλοσοφία που τον διακρίνει, τα στοιχεία που δίνουν μια ποιοτική αλλαγή σε σχέση με κάθε άλλη προσπάθεια είναι οι καινούριοι προσανατολισμοί της εκπαίδευσης.

Αυτοί φαίνονται από την διατύπωση των στόχων της, στην εισαγωγική έκθεση του νόμου, στα νέα σχολικά βιβλία και αναλυτικά προγράμματα, στην αναβάθμιση του δασκάλου (πανεπιστημιακή μόρφωση, συνεχής επιμόρφωση), την προσπάθεια ενιαιοποίησης δημοτικού-γυμνασίου ( κατάργηση των εξετάσεων) και γενικής- τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης (με τα ΕΠΛ) κλπ.
Υπήρξαν βέβαια και αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν έντονα κυρίως για το Νόμο-Πλαίσιο για τα ΑΕΙ,  για την κατάργηση του επιθεωρητή στην εκπαίδευση και την αντικατάστασή του με το θεσμό του Σχολικού Συμβούλου  και για τα νέα βιβλία και προγράμματα.

Για το Νόμο-Πλαίσιο για τα ΑΕΙ οι αντιδράσεις επικεντρώνονταν στην κατάργηση της έδρας, την ισότιμη συμμετοχή διδασκόντων και φοιτητών στη λειτουργία των ΑΕΙ και τη δημιουργία ενιαίου φορέα όλων των διδασκόντων. Οι αντιδράσεις προήλθαν από ορισμένους συντηρητικούς πανεπιστημιακούς καθηγητές που έβλεπαν να θίγονται κεκτημένα δικαιώματά τους.
Στην κατάργηση του θεσμού του επιθεωρητή οι συγκρούσεις οφείλονταν περισσότερο στη μεθόδευση της απομάκρυνσής τους παρά στην ίδια τη θεσμική αλλαγή, αφού και οι ίδιοι οι επιθεωρητές πίστευαν ότι έπρεπε να αναμορφωθεί ο ρόλος τους.

Τέλος για τα νέα βιβλία και αναλυτικά προγράμματα οι επικριτές περιορίστηκαν σε θέματα όπως, ο λεγόμενος εθνικός αποχρωματισμός των κειμένων, η κατάργηση του παραδοσιακού τρόπου διάρθρωσης των βιβλίων, ότι είχαν λάθη τυπογραφικά και επιστημονικά, ότι αφαιρούσαν την πρωτοβουλία απ’ τους μαθητές κλπ.
Οι αντιδράσεις αυτές οφείλονταν σε έλλειψη ενημέρωσης (γονέων και εκπαιδευτικών), αλλά και στο γεγονός πως πολλοί εκπαιδευτικοί είχαν συνηθίσει τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας και τώρα δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.

Τελικά, η μεταρρύθμιση της περιόδου 1981-85 αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο ολοκληρωμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μετά την απελευθέρωση και καλύπτει όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά της ελληνικής εκπαίδευσης. Υλοποιεί ένα διπλό στόχο: από τη μια ολοκληρώνει την αστικοδημοκρατική μεταρρύθμιση που εκκρεμούσε απ’ τις αρχές του αιώνα (άνοιγμα του σχολείου στη ζωή, εκσυγχρονισμός βιβλίων, προγραμμάτων, σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της χώρας κλπ.) και από την άλλη προχωρεί σε θεσμικές αλλαγές (στα ΑΕΙ, πανεπιστημιακή μόρφωση δασκάλων, Σχολικός Σύμβουλος, όργανα λαϊκής συμμετοχής και δημοκρατικού προγραμματισμού), που είναι συνεπείς με τη σοσιαλιστική ιδεολογία που πρεσβεύει το κίνημα του Α. Παπανδρέου.


[1] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 124-125
[2] Ν. 1566/1985, ΦΕΚ 167, 30-9-1985
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΝΟΨΗ

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός είχε σαν σκοπό του τη μόρφωση και διαπαι-δαγώγηση των Ελλήνων ώστε, αρχικά, να πετύχουν την ανεξαρτησία τους και στη συνέχεια να οικοδομήσουν μια σταθερή κρατική οντότητα στηριγμένη στις αρχές του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους οι αρχές αυτές παραμερίστηκαν. Κύριοι λόγοι που συνέβη αυτό ήταν: α) οι ανάγκες του πολέμου και του νεοσύστατου κράτους επικεντρώθηκαν σε ζητήματα οργανωτικά και διοικητικά, β) τα κύρια κέντρα του ελληνικού διαφωτισμού βρίσκονταν ακόμη έξω από τα όρια της ελληνικής επικράτειας και γ) οι αντιδράσεις ορισμένων κοινωνικών συνόλων, όπως οι προεστοί, η εκκλησία και οι Φαναριώτες, ήταν πολύ έντονες και στρέφονταν εναντίον αυτών των αρχών, γιατί θίγονταν τα ποικίλα συμφέροντά τους.

Έτσι, το καινούριο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε με βάση μια συντηρητική εκπαιδευτική πολιτική, όπου κυρίαρχο ιδεώδες της παιδείας είναι η μίμηση της αρχαίας Ελλάδας. Η τάση αυτή ενισχύθηκε από τον κλασικό ρομαντισμό του Μονάχου, με την επιρροή που άσκησε η βαυαρική αυλή του Όθωνα.
Αποτέλεσμα αυτής της συντηρητικής πολιτικής, που αγνοούσε την νεοελληνική πραγματικότητα, ήταν να αρχίσουν οι προστριβές μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών παιδαγωγών και πολιτικών για τα σχολικά προβλήματα, τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και το γλωσσικό ζήτημα. Μάλιστα, το γλωσσικό ζήτημα θα εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης και θα την ταλαιπωρήσει για περισσότερο από 100 χρόνια.

Στη συνέχεια παρατηρείται μια στασιμότητα στο χώρο της εκπαίδευσης που κρατά μέχρι το 1880 περίπου. Την εποχή αυτή νέα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα οδηγούν σε διαδοχικές προσπάθειες να εφαρμοστεί μια αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Οι νέοι στόχοι είναι: μόρφωση για όλους, στροφή στις θετικές επιστήμες, προσαρμογή στις οικονομικές ανάγκες της κοινωνίας και προετοιμασία των μαθητών για την κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Το σύνολο των προσπαθειών αυτών έπεσαν στο κενό, εξαιτίας των έντονων αντιδράσεων που και πάλι έχουν ως αιχμή το γλωσσικό θέμα. Βέβαια, τα πραγματικά αίτια της μη αποδοχής πρέπει να αναζητηθούν στην βαθιά κρίση στην οποία έχει περιπέσει η ελληνική κοινωνία την εποχή αυτή.

Το 1910 ιδρύεται ο Εκπαιδευτικός Όμιλος από προοδευτικούς παιδαγωγούς με σκοπό τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό και κύριους εκπροσώπους του τους Δ. Γληνό, Α. Δελμούζο και Μ. Τριανταφυλλίδη (ο όμιλος διασπάστηκε το 1927 εξαιτίας της ιδεολογικής σύγκρουσης μεταξύ Δελμούζου-Γληνού).

Τα έτη 1913, 1917 και 1929 γίνονται νέες απόπειρες για την εφαρμογή της αστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Όλες ανεξαιρέτως αποτυγχάνουν. Οι αιτίες για την αποτυχία τους είναι οι αντιδράσεις των ηγετικών στρωμάτων της παραδοσιακής κοινωνικής δομής, η ενδοαστική διχαστική πολιτική αναμέτρηση του Μεσοπολέμου και οι φόβοι που προκαλούνται από τη δράση και το διεθνιστικό πρόγραμμα του ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα είναι να κυριαρχήσουν οι συντηρητικοί παιδαγωγοί, οι οποίοι βοηθούμενοι και από τις πολιτικές καταστάσεις, εφαρμόζουν τις απόψεις τους ανεμπόδιστα μέχρι τη δεκαετία του ’60.

Μόλις το 1964 γίνονται σοβαρές προσπάθειες για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση στην ελληνική εκπαίδευση, που όμως ανακόπτονται από τη δικτατορία του 1967. Μετά τη μεταπολίτευση (1976), γίνεται μια νέα προσπάθεια βασισμένη στην προηγούμενη του 1964. Όμως, η μεταρρύθμιση αυτή, αν και έχει την συναίνεση των κομμάτων, έρχεται με θέσεις ξεπερασμένες από τις εξελίξεις της εποχής και έτσι φυσιολογικά αποτυγχάνει.
Το πιο πρόσφατο εγχείρημα για ριζοσπαστική αλλαγή της νεοελληνικής εκπαίδευσης αρχίζει το 1981 και συμπληρώνεται το 1985 με την ψήφιση του νόμου 1566. Αυτή η μεταρρύθμιση αγγίζει όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης και υλοποιεί την αστική μεταρρύθμιση που εκκρεμούσε απ’ τις αρχές του αιώνα. Αποτελεί σίγουρα την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια που έγινε ποτέ για τον εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό της παιδείας μας.

Όμως, καθώς ήδη έχουν περάσει αρκετά χρόνια και χωρίς να παραγνωρίζουμε όσα θετικά αποτελέσματα έχουν επέλθει από την εφαρμογή του νόμου 1566/85, δεν έχουν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αρκετά εκπαιδευτικά προβλήματα όπως: η άνθιση της παραπαιδείας και της ιδιωτικής παιδείας (σαν αποτέλεσμα της ελλιπούς εκπαίδευσης που παρέχει η δημόσια εκπαίδευση), οι ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή, ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης με τις ποικιλώνυμες εξετάσεις, ο προπαρασκευαστικός χαρακτήρας των γενικών λυκείων για την εισαγωγή στις ανώτερες και ανώτατες σχολές, τα ανεπαρκέστατα κονδύλια που διατίθενται για την εκπαίδευση κλπ.

Είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά με την εκπαίδευσή μας.
Αν τελικά η μεταρρύθμιση αυτή και τα διορθωτικά μέτρα, που πιθανόν να παρθούν τα επόμενα χρόνια, κατορθώσουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης, είναι ένα ζήτημα που θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε αρκετά χρόνια αργότερα.

Πάντως η ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς είναι γεμάτη με παραδείγματα μεταρρυθμίσεων που έχουν αποτύχει ή εκφυλιστεί εξαιτίας πολιτικών αλλαγών, προχειρότητας στον σχεδιασμό, έλλειψης προγραμματισμού, απουσίας συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων και αποσπασματικής επιβολής μέτρων χωρίς τη συμμετοχή και τη συναίνεση των εκπαιδευτικών φορέων.

Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης

10 μέρος