Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης 1ο μέρος

1828 – 1853

Με τον ερχομό του Ιωάννη Καποδίστρια όλα όσα είχαν οραματισθεί οι Έλληνες στα χρόνια του Αγώνα διαψεύδονται. Ο ίδιος δίνει στην εκπαίδευση αυστηρό χαρακτήρα. Ιδρύει ένα ορφανοτροφείο στην Αίγινα, εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, στρατιωτική στο Ναύπλιο, γεωργική στην Τίρυνθα και Κεντρικό Σχολείο (για την προετοιμασία των δασκάλων) στην Αίγινα.

Η εκπαιδευτική του πολιτική όπως εκφράζεται στο ψήφισμα ΙΑ΄ της εθνοσυνέλευσης του Άργους (Αύγουστος 1829) είναι μεν πρακτική, αλλά έχει και σοβαρές ελλείψεις. Δεν αναφέρεται στη μέση εκπαίδευση, ούτε καθορίζει τον τύπο των σχολών για την ανώτερη εκπαίδευση. Παράλληλα συντάσσονται σχολικοί κανονισμοί, που προβλέπουν αυστηρότητα και σκληραγωγία.
Όπως ήταν αναμενόμενο η διάψευση των προσδοκιών για καλυτέρευση της κατάστασης στην εκπαίδευση δημιούργησε ένα γενικό κλίμα απογοήτευσης, το οποίο οδήγησε στην εκδήλωση αντιδράσεων στο Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας με άσχημα παρατράγουδα.[1]

Μετά το θάνατο του Ι. Καποδίστρια, το «Ηγεμονικό Σύνταγμα» του 1832 ξαναγυρίζει στις εκπαιδευτικές αντιλήψεις των πρώτων χρόνων του Αγώνα.[2] Σημαντικότερη και διαρκέστερη σε αποτελέσματα ήταν η εκπαιδευτική πολιτική της Αντιβασιλείας. Στο διάταγμα της 6ης/18ης Φεβρουαρίου 1834 ρυθμίζονται τα σχετικά με την κατώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης (δημοτικό ή σχολείο του λαού). Προβλεπόταν επτάχρονη πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ίδρυση δημοτικών σχολείων σε όλους τους δήμους, ορίζονταν τα μαθήματα του δημοτικού, ενώ γινόταν λόγος για τα καθήκοντα των δασκάλων, για έδρες επιθεωρητών, για διδασκαλείο, για πρότυπο σχολείο, για γενικό επιθεωρητή όλων των σχολείων κλπ.[3]

Ακολουθεί μια σειρά διαταγμάτων (1836-1837) που καθορίζουν τα σχετικά με τη μέση και ανώτερη παιδεία. Τα διατάγματα αυτά επιτρέπουν τη δημιουργία ιδιωτικών σχολείων, προβλέπουν την ίδρυση διδασκαλείου, ρυθμίζουν τις λεπτομέρειες λειτουργίας των σχολείων μέσης εκπαίδευσης (ελληνικό σχολείο και γυμνάσιο)[4], ιδρύουν το «Σχολείο Αρχιτεκτονικής» και έχουν πρόβλεψη για την ίδρυση πανεπιστημίου. Πάντως τα σχετικά με την ίδρυση του πανεπιστημίου ρυθμίστηκαν με το διάταγμα της 14ης Απριλίου 1837. Το πανεπιστήμιο ονομάστηκε «Οθώνειο» (αργότερα «Εθνικό και Καποδιστριακό») και είχε 4 σχολές αρχικά: Θεολογική, Νομική, Ιατρική και Φιλοσοφική.[5] Αρχιτέκτονας της εκπαιδευτικής πολιτικής της Αντιβασιλείας ήταν ο G. Maurer. Το σύστημα χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό. Εξωτερικά ήταν άρτιο και διατηρήθηκε αμετάβλητο (με ορισμένες προσθήκες το 1857) ως το 1929.

Η λειτουργία του συστήματος τα επόμενα χρόνια δε φαίνεται να ικανοποίησε. Αυτό βεβαιώνεται απ’ την δραστηριότητα των ιδιωτικών φορέων εκπαίδευσης. Το 1836 ιδρύθηκε η «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», το 1843 το Βαρβάκειο, το 1849 το «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον». Τα προγράμματα είχαν κλασική κατεύθυνση (επίσημη γραμματική για τα δημοτικά ήταν η γραμματική της αρχαίας), ενώ οι φοιτητές διαμαρτύρονταν για την κατάσταση στο πανεπιστήμιο.[6]


Η εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια είχε σαν σκοπό: α) την λαϊκή παιδεία, δηλαδή, την καλλιέργεια της ανάγνωσης, της γραφής και της πρακτικής αριθμητικής στις πλατιές μάζες του λαού, β) την επαγγελματική εκπαίδευση, όπως φαίνεται από τις σχολές που ο ίδιος ίδρυσε. Με τη δολοφονία του όλα σταματούν.
Έτσι οδηγείται η ελληνική εκπαίδευση στους Βαυαρούς οι οποίοι την οργανώνουν σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα. Αυτό φαίνεται απ’ τη δομή, την οργάνωση, τους στόχους κλπ. που ορίζουν για την εκπαίδευση. Ταυτόχρονα εδραιώνεται ο κλασικισμός και η αριστοκρατική παιδεία που οδήγησαν στην αρχαιολατρία και την επιβολή της αρχαΐζουσας γλώσσας σε βάρος της δημοτικής.[7]Ένα άλλο σημείο άξιο προσοχής είναι η βαρύτητα που έδωσαν οι Βαυαροί στη μέση εκπαίδευση. Αυτό ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας αφοσιωμένης σ’ αυτούς κοινωνικής τάξης την οποία θα αποτελούσαν απόφοιτοι γυμνασίου (για τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού) και πτυχιούχοι του Οθώνειου πανεπιστημίου (για τις ανώτερες κρατικές θέσεις).

Αν ψάξουμε για τα θετικά της περιόδου αυτής θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη δωρεάν παιδεία (ως ένα βαθμό), την καθιέρωση της υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και τη δημοκρατική δομή του εκπαιδευτικού συστήματος.


[1] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Α΄, κη΄- κθ΄
[2] Όπως παραπάνω, τομ. Β΄, παρ. Α, σελ. 305-306
[3] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 37
[4] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Α΄, κθ΄
[5] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 38-39
[6] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Α΄, σελ. 115-116
[7] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 41. Ο Δ. Γληνός θα ασκήσει έντονη κριτική για την επιβολή αυτή: «Τον δίδαξαν (τον λαό) πως για να ζήσει, να γίνει μεγάλος και δοξασμένος σαν τους μεγάλους και δοξασμένους προγόνους του, πρέπει να ξαναζωντανέψει τις φόρμες της ζωής τους. Ανάσταση του αρχαίου Πολιτισμού! Στη νεότερη Αθήνα θα ξαναπερπατήσουν Σωκράτηδες και Πλάτωνες, Φειδίες… Αρκεί να ξαναγράψουμε και να ξαναμιλήσουμε την αρχαία γλώσσα»…