Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης 1ο μέρος

1854 – 1894

Το 1854 συντάσσεται ο Εσωτερικός κανονισμός των Γυμνασίων και Ελληνικών σχολείων, που συμπληρώνει το διάταγμα της 31ης Δεκεμβρίου 1836 για τη μέση εκπαίδευση. Οι τάσεις της εποχής είναι: φροντίδα για την εξασφάλιση ομοιομορφίας στις γνώσεις που δίνει το σχολείο, το θέμα της γλωσσικής διδασκαλίας (εξακολουθεί να στηρίζεται στη γραμματική της αρχαίας ελληνικής) και η επαγγελματική κατάρτιση. [1] Τα πολιτικά θέματα απασχολούν όλους και περισσότερους.

Έτσι το 1859 ξεσπούν τα «Σκιαδικά», στα οποία μαθητές και φοιτητές θέλοντας να δείξουν την αντίθεση και περιφρόνησή τους στην προκλητική σπατάλη των αρχόντων αποφασίζουν να φορούν φτηνά ψάθινα καπέλα (σκιάδια). Μια σειρά αδέξιων χειρισμών και τυχαίων συμβάντων οδηγούν σε εκτεταμένα επεισόδια με συμμετοχή της αστυνομίας, ξυλοδαρμούς καθηγητών, διακοπή μαθημάτων κλπ. [2]

Ακολουθεί η έξωση του Όθωνα (1862) που γέννησε ελπίδες για αλλαγές. Μέσα σ’ ένα κλίμα ευφορίας και ενθουσιασμού η κυβέρνηση αναγνωρίζει τη συμβολή του πανεπιστημίου στην επανάσταση («Το πανεπιστήμιον παρήγαγε την επανάστασιν») και αποφασίζει τη στρατιωτική οργάνωση των φοιτητών, το δικαίωμα να εκλέγουν οι φοιτητές δικό τους βουλευτή και την εισαγωγή της γυμναστικής στα γυμνάσια. [3] Ανατίθεται σε ειδική επιτροπή να μελετήσει το εκπαιδευτικό πρόβλημα και παράλληλα γίνεται η διαπίστωση ότι η λειτουργία των δημοτικών σχολείων είναι προβληματική. Υπεύθυνο γι’ αυτήν την κατάσταση θεωρείται το Διδασκαλείο και οι απόφοιτοί του που κατηγορήθηκαν για ανεπάρκεια. Τελικά αποφασίζεται στη Βουλή η απάλειψη του κονδυλίου για τη λειτουργία του Διδασκαλείου, που οδηγεί φυσικά στο κλείσιμό του. Έτσι, τα δημοτικά σχολεία επανδρώνονται με αποφοίτους του γυμνασίου- προφανώς αυτοί ήταν πιο καταρτισμένοι- και επαναλειτουργεί το 1878. [4]

Για όλα τα παραπάνω θέματα γίνονται πολλές συζητήσεις, αλλά τελικά στο σύνταγμα του 1864, υιοθετήθηκαν οι ίδιες διατάξεις του 1844. Την ίδια χρονιά έχουμε την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ο υπουργός Παιδείας με εγκύκλιό του προς τους νομάρχες και έπαρχους της Επτανήσου ξεκαθαρίζει πως το «ευρωπαϊκότερο» εκπαιδευτικό τους σύστημα πρέπει να ακολουθήσει τις αρχές του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Δηλαδή, ομοιομορφία, υποτίμηση της τεχνικής και εμπειρικής εκπαίδευσης, αδιαφορία για τις ξένες γλώσσες και προσήλωση στις κλασικές σπουδές. [5]

Το 1866 συντάσσονται νέα αναλυτικά προγράμματα που δε διορθώνουν καθόλου την κατάσταση. Είναι φανερό πως τα δημόσια σχολεία βρίσκονται σε διάλυση. Οι καλοί μαθητές φεύγουν στα ιδιωτικά, η πειθαρχία είναι ανύπαρκτη.

Το 1872 κυκλοφορεί η έκθεση της επιτροπής του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, [6] και στην Παγκόσμια έκθεση της Βιέννης, στο εκπαιδευτικό τμήμα, η Ελλάδα «πατώνει». [7] Προτείνονται διάφορα μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης, μεταξύ των οποίων και το εξής: να αναλάβει ο κλήρος την ευθύνη των δημοτικών σχολείων (11/4/1874). Αντιδρά εντονότατα ο Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος που στρέφεται κυρίως εναντίον του τότε υπουργού Παιδείας Ι. Βαλασόπουλου και η ιδέα εγκαταλείφθηκε. Μάλιστα, στις συνεδριάσεις που έγιναν με αφορμή το παραπάνω ζήτημα, ο γενικός γραμματέας του συλλόγου Μιλτιάδης Βρατσάνος διατύπωσε σημαντικές σκέψεις για τα εκπαιδευτικά, ίδιες με τις ιδέες που ακούγονταν τα χρόνια του Αγώνα. [8]

Μέσα σ’ όλο αυτό το χαμό το Υπουργικό Συμβούλιο παίρνει δυο … «σημαντικές» αποφάσεις για τον καθορισμό της στολής των μαθητών των γυμνασίων και των Ελληνικών σχολείων. Όμως διατυπώνονται και συγκεκριμένες προτάσεις για την βελτίωση της εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικά αναφέρω: κατάργηση των Ελληνικών σχολείων και επέκταση του γυμνασίου σε έξι χρόνια, καθιέρωση μαθήματος νέων ελληνικών και ίδρυση διδασκαλείου. Τίποτα δε θα εφαρμοστεί από τα παραπάνω, παρά μόνο ύστερα από πολλά χρόνια. Στο μεταξύ καταργείται η «αλληλοδιδακτική» μέθοδος και εφαρμόζεται η «συνδιδακτική» [9] , η οποία διδάσκεται στο νέο διδασκαλείο (1878).

Το 1883 μια ομάδα Ειδικών Επιθεωρητών του Υπουργείου Παιδείας, αφού επισκέφθηκε πολλά σχολεία σ’ όλη τη χώρα, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι χειρότερα δημοτικά σχολεία δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν [10] (επιθεωρητές ήταν ο Χαρίσιος Παπαμάρκος και ο Νικόλαος Πολίτης). Τα συμπεράσματά τους δεν φαίνεται να έγιναν αντιληπτά από κανέναν, γιατί κανένα μέτρο βελτίωσης δεν πάρθηκε.

Το 1885 καταργούνται τα δίδακτρα στα δημοτικά σχολεία. Σκοπός είναι η ενίσχυση και η εφαρμογή των διατάξεων για την υποχρεωτική φοίτηση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα δημοτικά σχολεία να περιέλθουν στην οικονομική προστασία του κράτους. Τέλος, με το διάταγμα της 12ης Μαρτίου 1894, καθορίζεται για πρώτη φορά λεπτομερές πρόγραμμα και ύλη διδασκαλίας για τα δημοτικά σχολεία. [11]


Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από σπουδαίες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές αλλαγές. Τα νέα οικονομικά δεδομένα οδηγούν στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας που τείνει στη βιομηχανική ανάπτυξη και που πρέπει να διοικείται με τις αρχές του φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού. Το κράτος πρέπει να είναι ισχυρό.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο πρώτος μεγάλος εκπρόσωπος της αστικής τάξης, βάζει τις αρχές του κράτους δικαίου, ενώ προχωρά σε μεγάλα έργα που βοηθούν την οικονομική ανάπτυξη.Οι διανοούμενοι θεωρούν ότι η εξουσία πρέπει να βρίσκεται σε χέρια ηγετών προοδευτικών. Αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνουν τέτοιες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές είναι η ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού. Η εκπαίδευση είναι αυτή που θα στηρίξει το δημοκρατικό πολίτευμα, θα προετοιμάσει την εργατική επανάσταση και θα θεραπεύσει την κακοδιοίκηση.

Αντί όμως για μια τέτοια δυναμική, επαναστατική, προοδευτική, προσαρ-μοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών εκπαίδευση, τι έχουμε;
Έχουμε μια εκπαίδευση με συγκεντρωτικό χαρακτήρα κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κράτους, προσήλωση στην ομοιομορφία, υπερφορτωμένο πρόγραμμα, κλασικιστικό προσανατολισμό, υπερτίμηση της σημασίας των εξωτερικών χαρακτηριστικών, αμόρφωτους και άκαμπτους δασκάλους, κτήρια και μέσα άθλια και μηδαμινά. Όλα αυτά διανθίζονται από άτολμους νομοθέτες και υπουργούς που παίζουν τα πολιτικά τους παιχνίδια ή συσκέπτονται με όλους τους τύπους για να καθορίσουν τον ακριβή αριθμό των «κομβίων» του «ιματίου» και της «χλαμύδος». Όλοι προσδοκούν βελτίωση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής απ’ την εκπαίδευση, αλλά και όλοι συμφωνούν ότι η εκπαίδευση χρειάζεται ριζική αλλαγή και ανανέωση. Είναι φανερό ότι χρειάζεται να γίνει μια μεγάλη μεταρρύθμιση.


[1] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Α΄, σελ. 149-157
[2] Όπως παραπάνω, σελ. 160-167
[3] Όπως παραπάνω, σελ. 168-176
>[4] Όπως παραπάνω, σελ. 177-201
[5] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, σελ. λη΄, 201-203
[6] Όπως παραπάνω, σελ. 209, 212-214
[7] Όπως παραπάνω, σελ. 216-217
[8] Όπως παραπάνω, σελ. 222-224
[9] Όπως παραπάνω, σελ. 242-243
[10] Όπως παραπάνω, σελ 246-250 και Αν. Φραγκουδάκη, Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και Φιλελεύθεροι Διανοούμενοι, Κέδρος, Αθήνα 1991, σελ. 20-22
[11] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Α΄, σελ. 297-299