ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ: 100-107. Οι Άνθρωποι Chokwe & οι Πυγμαίοι (Ανγκόλα, Κονγκό, Ναμίμπια, Ρουάντα, Μπουρούντι)

του Δρ. Δημητρίου Κουτάντου, εκπαιδευτικού στην Αφρική

Μετά από την κατακραυγή δεκαετιών, το Δεκέμβριο του 2013, έκλεισε στο Βέλγιο το «Βασιλικό Μουσείο για την Κεντρική Αφρική» (Royal Museum for Central Africa – Tervuren) στο προάστιο Τέρβουρεν των Βρυξελλών, το αποκαλούμενο και «τελευταίο ρατσιστικό αποικιακό μουσείο στο κόσμο». Ο στόχος του ήταν να ανακαινιστεί και να εκσυγχρονιστεί αυτό το ίδρυμα του βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδου Β’ (1865 – 1909) που εκθείαζε προκλητικά την ηγεμονία του στο άλλοτε Βελγικό Κονγκό. Μια ηγεμονία που στιγματίστηκε από αιματηρή ξένη δεσποτεία (1908 – 1960) και ανηλεή εκμετάλλευση του πλούτου της αφρικανικής χώρας που σήμερα ονομάζεται Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. «Η τελευταία φορά που το μουσείο άλλαξε εκ βάθρων ήταν το 1957, λίγο πριν από την ανεξαρτησία του Κονγκό το 1960». Μπαίνοντας στο μουσείο, οι επισκέπτες συναντούσαν αγάλματα Ευρωπαίων με χρυσοποίκιλτες ρόμπες να κρατάνε γυμνά μαύρα παιδιά από την Αφρική, κάτω από μεγάλες επιγραφές που υμνούσαν το Βέλγιο επειδή «εκπολίτισε το Κονγκό κι έφερε ασφάλεια και ευημερία» στην αφρικάνικη χώρα. Παραδίπλα ένας τοίχος αφιερωμένος «στους χιλιάδες Βέλγους που έχασαν τη ζωή τους στο Κονγκό», αλλά ούτε λόγος για τα εκατομμύρια των Κονγκολέζων θυμάτων. Οι Αφρικανοί παρουσιάζονταν ως άγριοι και βάρβαροι, ντυμένοι με παλιόρουχα και κρατώντας δόρατα. Η κρίσιμη καμπή για το μουσείο ήταν το 2005 όταν το ίδρυμα φιλοξένησε μια έκθεση που μιλούσε ξεκάθαρα για τις καταχρήσεις της Βελγικής αποικιοκρατίας. «Μέχρι εκείνη τη στιγμή στο Βέλγιο, σχεδόν όλοι πίστευαν πως η χώρα εκπολίτισε την Αφρική», παραδέχεται ο διευθυντής του Γκίντο Γκρίσεελς. Λίγες μέρες πριν, στις 9 Δεκεμβρίου 2018 το Μουσείο ξανανοίγει τις πύλες του στο κοινό το οποίο έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την ποικιλομορφία της Αφρικάνικης ηπείρου για τον «Άνθρωπο και την Κοινωνία» το «Περιβάλλον και τη Βιοποικιλότητα», και να δει από κοντά 600.000 εκθέματα – τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από το Κονγκό όταν στο Εθνικό Μουσείο του Κονγκό που επισκέφτηκα υπάρχουν μόλις 45.000 εκθέματα. «Το μουσείο θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ένας τόπος μνήμης του αποικιοκρατικού παρελθόντος μας. Αλλά ταυτόχρονα θα αποτελεί κι ως ένα παράθυρο γνώσης για την σύγχρονη Αφρική», αναφέρει ο Γκίντο Γκρίσεελς.

Στο «Βασιλικό Μουσείο για την Κεντρική Αφρική» (Royal Museum for Central Africa – Tervuren), στο «Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέας Υόρκη και σε όλα τα μεγάλα μουσεία του κόσμου, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά την τέχνη πολλών εθνοτικών ομάδων που παρουσιάζουμε στην ενότητα «Αφρικανική Τέχνη». Η επιλογή των εθνοτικών ομάδων έγινε με βάση αυτό το κριτήριο, την παρουσία της τέχνης τους στον κόσμο και την ιστορία της τέχνης. Στην ιστοσελίδα του Μουσείου της Αφρικής στο Βέλγιο αναφέρεται για παράδειγμα για τις Μάσκες: «Πολλοί λαοί της Υποσαχάριας Αφρικής χρησιμοποίησαν, και μερικές φορές εξακολουθούν να χρησιμοποιούν, μάσκες για τελετουργικούς, πολιτικούς ή εορταστικούς σκοπούς – το ένα δεν αποκλείει απαραιτήτως το άλλο. Η μάσκα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα σύνολο που περιλαμβάνει το αντικείμενο – την ίδια τη μάσκα – αλλά και τον χορευτή, τη φορεσιά και την πλήρη οπτική εκδήλωση. Οι μάσκες έχουν σχεδιαστεί για να κρύβουν το πρόσωπο και την ταυτότητα των χρηστών. Ωστόσο, αποκαλύπτουν επίσης, με τα στιλιστικά χαρακτηριστικά τους, πληροφορίες για την ταυτότητα των ανθρώπων που τους φορούσαν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων τελετών. Μέσα στις κοινωνίες που τις δημιούργησαν και τις χρησιμοποίησαν, οι μάσκες θεωρούνταν πολύπλοκες και ζωντανές προσωπικότητες. Οι πολλαπλές έννοιες του όρου «persona» – που ήταν ο τίτλος μιας έκθεσης στο RMCA το 2009 – περιγράφει αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά των μασκών. Αυτή η αρχαία λατινική λέξη αναφέρεται στον ηθοποιό στο θέατρο, στον ρόλο που παίζει, καθώς και στη μάσκα που φοράει. Τα πλαίσια στα οποία χρησιμοποιήθηκαν αυτά τα αντικείμενα ήταν πολλαπλά. Σε αρκετές χώρες της Δυτικής Αφρικής [όπως θα δούμε σε επόμενες δημοσιεύσεις] εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για να δημιουργούν υπερφυσικά όντα: θεότητες, πνεύματα της φύσης ή προγόνους. Ωστόσο, αναλαμβάνουν όλο και περισσότερο τον ρόλο της ψυχαγωγίας. Αυτό συμβαίνει επίσης στο Κονγκό, όπου ορισμένες ομάδες τις χρησιμοποιούν κατά τη διάρκεια χορευτικών παραστάσεων. Η επιλογή του Μουσείου μας περιλαμβάνει χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας σειράς λειτουργιών που συνήθως έχουν οι μάσκες: κυνηγοί μαγισσών, προστάτες της σοδειάς και των χωριών, δάσκαλοι στις ιεροτελεστίες, φύλακες της πολιτικής εξουσίας, υποστηρικτές της γονιμότητας, εκπρόσωποι του υπερφυσικού, οδηγοί για τις αποθανόντες ψυχές, εκδικητές, κωμικοί κ.λπ.», ότι δηλαδή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απασχολεί πάντα την ανθρώπινη ψυχή και ύπαρξη, πόσο θα μας ακουμπήσουν; εξαρτάται από εμάς τους ίδιους.

«Εν τω μεταξύ, ο Ilunga, ο γιος του Mutombo, ισχυρός των Luba, το συντομότερο που ο τελευταίος είχε πεθάνει και οι τελετουργίες είχαν ολοκληρωθεί, καθώς ήταν ένα μεγάλος κυνηγός (chibinda [sic]), συγκέντρωσε όλους τους φίλους του και ετοιμάστηκε να εξερευνήσει το δάσος προς τα νότια… Η Lueji, περιτριγυρισμένη από τις γυναίκες που συμμετείχαν άκουσε την ιστορία του Ilunga και ανησύχησε. Πώς σκόπευε να εγκαταλείψει τη γη του για πάντα; και τότε τους έδειξε το chimbuia/τσεκούρι, σύμβολο της θέσης του, το οποίο έδωσε να δουν γύρω γύρω και πολύ το θαύμασαν» (Έπος Lunda, LaGamma, 2011, σελ. 183). Το Έπος Lunda αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ίδρυσης της δυναστείας των Lunda, και χαρακτηρίζει τη διάδοση ενός συστήματος διακυβέρνησης και ενός πολιτιστικού ιδεώδους της ηγεσίας μεταξύ των λαών της σημερινής Αγκόλας, του Κονγκό και της Ζάμπια. Κατά ένα ειρωνικό τρόπο, ο άνδρας πρωταγωνιστής Lunda, αποτέλεσε έμπνευση για τον σούπερ-ήρωα αρχέτυπο για τους εισβολείς Chokwe. Οι εντυπωσιακές καλλιτεχνικές δημιουργίες που προέκυψαν προήλθαν από την ανάπτυξη μιας σειράς παράλληλων παραδόσεων μεταξύ τους, και με μακρινές επαφές με πολιτιστικά διακριτά κέντρα στο εσωτερικό των Luluwa. Όταν η διαθεσιμότητα του ελεφαντόδοντου στην περιοχή μειώθηκε, οι Chokwe παρείχαν στους Lunda ρούχα και όπλα, με αντάλλαγμα σκλάβους για το διατλαντικό δουλεμπόριο (LaGamma, A., 2011, Heroic Africans, The Metropolitan Museum). Η ανάδειξη των Chokwe ως μια περιφερειακή δύναμη κατά την προ-αποικιακή εποχή αποτυπώθηκε από τους καλλιτέχνες που δημιούργησαν ιδανικά ξύλινα γλυπτά των ηγετών τους με τη μορφή ηρωικών, σωματικά επιτελικών φιγούρων που όμως στερούνται οποιονδήποτε ευδιάκριτων προσωπικών χαρακτηριστικών. Οι αφηγήσεις τους χρησιμοποιούν το ίδιο ηρωικό προγονικό όνομα, «Chibinda Ilunga», ακριβώς για να δείξουν την ηγετική διαδοχή των πολλαπλών γενεών.

Οι Άνθρωποι Chokwé ή Tchokwe έχουν τουλάχιστον τριάντα διαφορετικές ονομασίες και αριθμούν περίπου ένα εκατομμύριο. Όπως είδαμε στο παραπάνω απόσπασμα του Έπους Lunda, η ιστορία τους χρονολογείται από τον 15ο αιώνα, όταν η βασίλισσα Lunda παντρεύτηκε τον Luba πρίγκιπα «Chibinda Ilunga». Όμως ένα σημαντικό μέρος της αριστοκρατίας των Lunda αποδοκίμασε το γάμο και μετανάστευσε προς τα νότια στην σημερινή Αγκόλα. Oι Chokwé ίδρυσαν διάφορα βασίλεια – Luena, Songo, Imbagala, Ovimbudu – το καθένα με επικεφαλής ένα θεό-βασιλιά. Γύρω στα 1860, μετά από ένα μεγάλο λιμό, μετανάστευσαν νότια πίσω στις πηγές των ποταμών Kwangi, Kasai και Lungwe. Τιμούν το βασιλιά «Mwana Ngana» που μοιράζει τις περιοχές του κυνηγιού και της καλλιέργειας, ενώ οι ανδρικές κοινωνίες «Mugonge» και οι γυναικείες κοινωνίες «Ukule» εξισορροπούν την κοινωνική ζωή. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, οι Chokwe δεν υπέφεραν από τις συνέπειες της σύλληψης και εξαγωγής σκλάβων, αντίθετα οι ίδιοι αγόραζαν και τροφοδοτούσαν με σκλάβους το διατλαντικό δουλεμπόριο. Στην κορυφή του ποταμού Ζαμβέζη και του Kasai, πολλοί Αφρικανοί υπήρξαν θύματα καλά οπλισμένων πορτογαλικών ή βελγικών επιδρομών από τη Δύση και αραβο-σουαχιλικών επιδρομών από την ανατολή, αλλά και οι Chokwe εντάχθηκαν στη βία αιχμαλωτίζοντας, αγοράζοντας ανθρώπους από άλλες εθνοτικές ομάδες, και πουλώντας ένα σημαντικό αριθμό σκλάβων για οικονομικά και γεωγραφικά κέρδη.

Το ισχυρό πνεύμα των Chokwé αντικατοπτρίζεται στην τέχνη τους, ανεπτυγμένη στο παλάτι και περιφερειακά, με πολλά γεωμετρικά μοτίβα και επιρροές από τους Ευρωπαίους με τους οποίους ήρθαν σε επαφή από το 18ο αιώνα. Τα περισσότερα γλυπτά είναι πορτρέτα, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη βασιλική γενεαλογία και τους προγόνους, ύμνοι δύναμης και αξιοπρέπειας, που περιστρέφονται γύρω από την κεντρική φιγούρα του περιπλανώμενου προγονικού ήρωα Tshibinda Ilunga. Ο Tshibinda Ilunga δεν δημιούργησε μόνο την αρχή της ιερής δυναστείας Mwata Yamvo, αλλά έγινε το μοντέλο ενός εκπολιτισμένου ήρωα. Συχνά αναπαριστάνεται καθισμένος στο θρόνο, ενώ άλλοτε στέκεται γυμνός ή ντυμένος κυνηγός. Μετά από την εισαγωγή των πυροβόλων όπλων, η όρθια φιγούρα του κρατά ένα όπλο στο αριστερό χέρι και τη ράβδο «cisokolu» στο δεξί χέρι. Το σώμα του είναι κοντόχοντρο, τα πόδια είναι λυγισμένα, έχει δυνατές ωμοπλάτες, δυνατό λαιμό και προεξέχον ομφαλό. Έχει μια τεράστια κόμμωση, σύμβολο της αρχοντικής του τάξης. Η κοινωνική οργάνωση που ιδρύθηκε από τις μητρογραμμικές καταγωγές, ενέπνευσε ένα εξίσου μεγάλο αριθμό γυναικείων ειδώλιων «Cisola» που απεικονίζουν τη μητέρα-βασίλισσα ή τη σύζυγο του αρχηγού και χρησιμοποιούνται σε τελετές για τη γονιμότητα. Οι Chokwé ανέπτυξαν πολλά περιφερειακά στυλ ειδώλιων: το «Ucokwe»/με πολλές λεπτομέρειες, μαλλιά και δυο διαδεδομένα υποστύλ τα «Moxico» και «Muzamba», τα στυλ «Shaba» και «Kwilu-Kasai»/με τους μονόξυλους, βασιλικούς, διακοσμημένους θρόνους, μια επιρροή από τα καθίσματα των Πορτογάλων γραφειοκρατών, και το στυλ «Mucomba»/με αντικείμενα που παρήχθησαν για τους αποικιοκράτες. Ενώ τα ειδώλια «Mwana po» απεικονίζουν τους φύλακες της γονιμότητας και της αναπαραγωγής, τα ειδώλια «Ngomboτα» αποτελούν μέρος πνευμάτων που ανακινούνται για να εντοπίσουν τα αίτια της ασθένειας ή της ατυχίας. «Από όλα τα γλυπτά στην Κεντρική Αφρική, τα αρχαία, παραδοσιακά έργα Chokwé είναι μεταξύ αυτών που θαυμάζονται περισσότερο: τα αγάλματα του μυθικού προγόνου Chibinda Ilunga, λατρευτικά αγάλματα, τελετουργικές μάσκες και αντικείμενα γοήτρου, όπως οι θρόνοι και κουτιά καπνού σκαλίζονται από ξύλο ή ελεφαντόδοντο. Η σύγχρονη έρευνα στοχεύει να τοποθετήσει αυτά τα έργα σε ένα ευρύ εθνογραφικό και ιστορικό πλαίσιο. Φυσικά, η τέχνη Chokwe δεν περιορίζεται σε μια γλυπτική ξύλου και ελεφαντόδοντου! Όπως άλλοι λαοί στην περιοχή, έχουν μια περίπλοκη αντίληψη, τη μύηση και τις φαρμακευτικές τέχνες, που διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη λατρεία των προγόνων και την κατοχή θεοτήτων. Υπάρχουν, για παράδειγμα, γλυπτά από πηλό και εφήμερα φυτά, φτιαγμένα από φθαρτό φυτικό υλικό (γρασίδι ή φύλλωμα). Οι Chokwe έχουν επίσης αναπτύξει μια πλούσια παράδοση χορού και μουσικής για να συνοδεύει τις μάσκες και την κατοχή των θεοτήτων, καθώς και μια προφορική λογοτεχνία. Η ανθρωπολογία και η ιστορία της τέχνης αυτών των πεδίων εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη…» (Wastiau, B., 2006, Chokwe, 5 Continents, σελ. 7).

Οι Άνθρωποι Chokwe, βίντεο διάρκειας 10’ λεπτών: ειδώλια του μυθικού ήρωα, αρχηγού και μεγάλου κυνηγού Ilunga στην Ανγκόλα και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ειδώλια Chokwe, Μάσκες Chokwe Mwana po, Cikungu, Cihongo, κ.ά., μάσκα Mwana  po για την εξιδανικευμένη γυναικεία ομορφιά, η μάσκα Cikungu προσωποποιεί τη συλλογική δύναμη των προγόνων, μάσκα Chihongo απεικονίζει έναν εξιδανικευμένο προγονικό αρχηγό, οι Άνθρωποι Lwena, Songo, Ovimbudu, Imbangala, Cuando, Pinda

Η μάσκα «Cikungu» προσωποποιεί τη συλλογική δύναμη των προγόνων. Η ισχυρή «Cιkungu» κάνει την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια μύησης-ενηλικίωσης των μελών της κοινωνίας «Mukanga». Είναι φτιαγμένη από ξύλο και ίνες φοίνικα για μαλλιά, καλυμμένη με μαύρη ρητίνη και βαμμένη με κόκκινα και λευκά σχέδια. Σήμερα πολλές μάσκες Chokwé χρησιμοποιούνται στην ψυχαγωγία. Πλανόδιοι ηθοποιοί φορώντας μάσκες, ταξιδεύουν από χωριό σε χωριό, και ζουν από τα δώρα που λαμβάνουν από τις παραστάσεις. Οι γνωστές μάσκες ψυχαγωγίας «Cihongo» συμβολίζουν το πνεύμα του πλούτου. Οι μάσκες cihongo φέρνουν ευημερία και δικαιοσύνη, και ως αρχέτυπα της γυναικείας φύσης απεικονίζουν αρχέγονα θηλυκά πρόσωπα ενθαρρύνοντας τη γονιμότητα. Ο πρόγονος εικονίζεται ως μια ηλικιωμένη γυναίκα. Τα μάτια είναι κλειστά, με μικρές σχισμές που θυμίζουν τον θανών. Επίσης η θηλυκή μάσκα «Pwo» συμβολίζει την ιδανική μητέρα και γυναίκα, φέρει μαλλιά και εγχαράξεις στο πρόσωπο. Η τέχνη εμπνέεται και από το υλικό. «Κατά τόπο η δημιουργικότητα, το στυλ αντανακλούν την ποιότητα των υλικών και των τεχνικών που χρησιμοποιούνται. Εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των πόρων, τη χρήση και τη διανομή τους. Η τεχνολογία συνδέεται στενότερα με την οικονομία της περιοχής και το στυλ επηρεάζεται από αυτό: αυτές οι δυο όψεις πρέπει να μελετιούνται μαζί. Αλλά το κύριο φαινόμενο που εξηγεί τη συγγένεια και τη σχετική ομοιογένεια των μασκών είναι το γεγονός ότι ο θεσμός mukanda, με τα τελετουργικά, την πνευματικότητα και την τεχνολογία, διαπέρασε δημοκρατικά όλα τα εθνικά και πολιτικά εμπόδια ανάμεσα στις πολιτισμικά συνδεδεμένες ομάδες ανθρώπων. Σε κάθε περίπτωση, ένας υποψήφιος δικαιούται να μεταβεί στο στρατόπεδο mukanda και να συμμετάσχει στις δραστηριότητές του, ανεξάρτητα από την εθνική του προέλευση ή γλώσσα. Πολλές εθνοτικές ομάδες είναι μικτές από αυτή την άποψη, που εμφανίζονται στα στρατόπεδα, όπου οι αρχάριοι και μυούμενοι διαφορετικής καταγωγής ακουμπούν τους ώμους – είναι όλα τα παιδιά της «διασποράς Lunda» και οι κληρονόμοι του Chibinda Ilunga» (Wastiau, 2006, σελ. 49).

Οι Άνθρωποι Lwena – Aluena, Kaluena, Lovale, Luena, Lurale, Wena – ζουν στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στην Αγκόλα και στη Ζάμπια με επικεφαλής τον βασιλιά «Mwana Yamvo». Οι Lwena στηρίζονται στην αλιεία στις υγρές πεδιάδες κοντά στις πηγές του ποταμού Ζαμβέζη. Η τέχνη Lwena βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην τέχνη Chokwé. Οι Άνθρωποι Songo είναι γείτονες με τους Chokwé πάνω σε μια εμπορική γραμμή. Οι καλλιτέχνες επηρεασμένοι από τους εμπόρους που περνούσαν με τις άμαξες, έφτιαξαν τις φιγούρες τους σε σκαμνιά από σκούρο κόκκινο ξύλο. Οι Άνθρωποι Ovimbudu είναι δυο εκατομμύρια και αποτελούν την μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα της Ανγκόλας. Ζουν από τη γεωργία και την εκτροφή αγελάδων. Η γλυπτική τους απεικονίζει θηλυκές μορφές με ένα μεγάλο κορμό σώματος πάνω σε καθημερινά αντικείμενα. Οι φιγούρες Cisola χρησιμοποιούνται σε ιεροτελεστίες μύησης γυναικών. Στα δυτικά και νότια της Ανγκόλας ζουν πολλές εθνοτικές ομάδες, όπως οι Άνθρωποι Imbangala, οι Άνθρωποι Cuando και οι Άνθρωποι Pinda που σκαλίζουν σπάνια αντικείμενα. Οι πρώτοι φτιάχνουν σκαμνιά με τη μορφή πουλιών, οι δεύτεροι τύμπανα με κωνικά στήθη και οι τελευταίοι μικρές φιγούρες από ελεφαντόδοντο για θεραπευτικούς σκοπούς, βλ. το βίντεο οι Άνθρωποι Chokwe.

Οι λαοί Πυγμαίοι – Bambenga, Bayaka – ζουν διασκορπισμένοι σε πολλές εθνοτικές υπο-ομάδες σε πολλές χώρες της Αφρικής: Ρουάντα, Μπουρούντι, Ουγκάντα, ΛΔΚ, ΔΚ, Κεντρική Αφρική, Καμερούν, Ισημερινή Γουιάνα, Γκαμπόν, Αγκόλα, Μποτσουάνα και Ζάμπια. Στα τροπικά δάση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό εκτιμάται ότι ζουν μεταξύ 300.000-600.000. Οι περισσότερες κοινότητες των Πυγμαίων είναι μερικώς κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, και εν μέρει έχουν συναλλαγές με τους γείτονες αγρότες για να αποκτήσουν κάποια τρόφιμα. Έχουν επιβιώσει χιλιάδες χρόνια μέσα στη φύση και τα δάση αναπτύσσοντας και μεταδίδοντας σε άλλους πληθυσμούς, όπως στους Μπαντού που μετανάστευσαν από τη Νιγηρία 3.000-1000 π.Χ. στην Κεντρική Αφρική, τη σπάνια και πολύτιμη γνώση της επιβίωσης μέσα στο ισημερινό δάσος (Neyt, F. & Dubois, 2013, African fetishes and ancestral objects, 5 Continents). Η λέξη «πυγμαίος» προέρχεται από την ελληνική λέξη «πυγμή». Στην ελληνική μυθολογία η λέξη περιγράφει μια φυλή νάνων η οποία συναντάται για πρώτη φορά στον Όμηρο, και η οποία ακουγόταν ότι ζούσε στην Ινδία ή την Αιθιοπία. Μια ευρέως διαδεδομένη υπόθεση είναι πώς οι πυγμαίοι κατάγονται απευθείας από τους απογόνους της Ύστερης Εποχής του Λίθου, τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες. Η μετάβαση από το κυνήγι και τη συλλογή στη γεωργία ήταν μια σημαντική αλλαγή που συνέβη 10.000 χρόνια πριν. Σήμερα ελάχιστοι πληθυσμοί εξακολουθούν να βασίζουν τη διαβίωσής τους στο κυνήγι και στη συλλογή.

Σε πρόσφατες έρευνες καταγράφεται ότι το μικρό σώμα τους, ύψους περίπου ενάμιση μέτρου, τούς επιτρέπει να μετακινούνται με μεγαλύτερη ευκολία στα δάση, ενώ απαιτεί λιγότερη τροφή και έχει μικρότερη απώλεια θερμότητας. Τα τροπικά δάση είναι ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον για να ζει ο άνθρωπος. Κάνει πολλή ζέστη, έχει πολλή υγρασία και περιορισμένη ποσότητα τροφής, ειδικά όταν τα φρούτα είναι εκτός εποχής. Το μικρό ανάστημα τους, σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν προκαλείται από μια ενιαία γενετική μετάλλαξη, όπως συμβαίνει σε πολλές μορφές νανισμού, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας ποικιλίας γενετικών αλλαγών σε όλο το γονιδίωμα που επηρεάζουν το ύψος. Στη ΛΔΚ αποτελούν το 2% του πληθυσμού. Πολλοί Πυγμαίοι έζησαν ως σκλάβοι των Μπαντού καθώς ανήκαν σ΄ αυτούς από τη γέννηση τους και ήταν υπεύθυνοι για ένα μεγάλο μέρος του κυνηγιού, της αλιείας και της χειρωνακτικής εργασίας στη ζούγκλα. Ως αποτέλεσμα της πίεσης από τη UNICEF και τους ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αναμένεται ένας νόμος από το Κοινοβούλιο που θα χορηγεί ειδική προστασία στους Πυγμαίους. Το 2003, ο Sinafasi Makelo, εκπρόσωπος των Πυγμαίων Mbuti του Κονγκό, κατάγγειλε στο «Φόρουμ των Αυτοχθόνων Λαών του ΟΗΕ» ότι κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου στο Κονγκό, κυνηγήθηκαν σαν να ήταν ζώα και υπήρξαν θύματα μαζικών φόνων. Πρωταρχικά η τέχνη των Πυγμαίων περιλαμβάνει την πολυφωνική μουσική των Aka-Μπάκα και των Mbuti. Αυτή η μουσική χαρακτηρίζεται από ένα πυκνό αντιστικτικό κοινόχρηστο αυτοσχεδιασμό. Το επίπεδο αυτής της πολύπλοκης πολυφωνικότητας επιτεύχθηκε στην Ευρώπη μόλις τον 14ο αιώνα, ενώ οι Πυγμαίοι το είχαν κατακτήσει αιώνες πριν. Η μουσική διαποτίζει την καθημερινή τους ζωή και υπάρχουν τραγούδια για την ψυχαγωγία και την τέλεση. Αξίζει να αναφερθούμε σε μια άλλη πτυχή που σχετίζει την τέχνη των Πυγμαίων με τις αφρικάνικες βραχογραφίες 3.000 ετών. Το 90% των βραχογραφιών απεικονίζουν σχηματικά σύμβολα, βαμμένα δάχτυλα και γεωμετρικά σχέδια. Το άλλο 10% απεικονίζει μορφές ζώων. Οι Πυγμαίοι είναι οι μόνοι σωζόμενοι άνθρωποι του δάσους στην Κεντρική Αφρική. Στις παραδόσεις τους καταγράφονται οι μεγάλες τελετές «Molimo» και «Elima», των οποίων οι συμβολισμοί ταιριάζουν με τις στυλιζαρισμένες απεικονίσεις των ζώων στις βραχογραφίες. Τα ζωγραφισμένα ζώα και τα γεωμετρικά σχέδια στις βραχογραφίες, έχουν κοινά στοιχεία με τις τελετές των Πυγμαίων που εξίσου τιμούν τα πνεύματα των ζώων. Άλλα έργα των Πυγμαίων περιλαμβάνουν μάσκες και χαλιά.

Οι Άνθρωποι Pygm/Πυγμαίοι, βίντεο διάρκειας 5’ λεπτών: φωτογραφίες αρχείου με Πυγμαίους από τις αρχές του 20ου αιώνα, καθημερινά αντικείμενα, οι Άνθρωποι Twa και Mbuti, χαλιά Πυγμαίων με αφηρημένα σχέδια και μοτίβα σε φλοιό δέντρων, η ιστορία του Πυγμαίου ο Ότα Μπένγκα

Οι Άνθρωποι Twa ή Batwa είναι μια από τις πυγμοειδής εθνοτικές ομάδες της Κεντρικής Αφρικής. Είναι οι αρχαιότεροι κάτοικοι της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών (Great Lakes), οι οποίοι δίδαξαν άλλους μετανάστες λαούς πως να επιβιώνουν μέσα στα δάση (Neyt & Dubois, 2013). Οι Twa κατοικούν σε μικρούς πληθυσμούς στη Ρουάντα, το Μπουρούντι και το Κονγκό. Το 2000 ο πληθυσμός τους ήταν 80.000 άτομα, κάτι που τους κάνει σημαντική μειονότητα της περιοχής. Υπάρχουν επίσης πληθυσμοί στην Ανγκόλα, τη Ναμίμπια, τη Ζάμπια και τη Μποτσουάνα που ζουν σε βάλτους και ερήμους, μακριά από τα δάση. Λίγα όμως είναι γνωστά για αυτούς τους πληθυσμούς. Όταν οι Hutu/Χούτου ήρθαν στην περιοχή υποδούλωσαν τους Twa. Γύρω στο 15ο αιώνα έφτασαν οι Tutsi/Τούτσι που κυριάρχησαν πάνω στις δυο εθνοτικές ομάδες. Οι Τούα μιλούν την ίδια γλώσσα, την Κινιαρουάντα, με τους Χούτου και τους Τούτσι. Όμως περίπου το 30% του πληθυσμού των Twa στη Ρουάντα εξοντώθηκε κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι. Οι Τούα παραδοσιακά ήταν νομάδες-τροφοσυλλέκτες των ορεινών δασών. Καθώς τα δάση χάνονται λόγω της αποψίλωσης, οι Τούα αναγκάστηκαν να φύγουν από αυτές τις περιοχές και να ζήσουν αλλού. Αν και αναζητούν νέους τρόπους να αυτοσυντηρηθούν όπως τη γεωργία και την κτηνοτροφία, οι περισσότεροι είναι προς το παρόν ακτήμονες και ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Τα δικαιώματά τους πάνω στη γη στην οποία ζούσαν για αιώνες δεν έχουν αναγνωριστεί από καμία κυβέρνηση, και δεν τους έχει δοθεί καμία αποζημίωση για την απώλειά τους. Τα παιδιά των Τούα έχουν μικρή πρόσβαση στην εκπαίδευση και οι κοινότητές τους υπο-αντιπροσωπεύονται στην τοπική και εθνική κυβέρνηση. Λόγω του ότι είναι πυγμαίοι εξακολουθούν είναι στόχος εθνοτικής προκατάληψης, διακρίσεων, βίας και γενικότερου κοινωνικού αποκλεισμού.

Μια άλλη ομάδα Πυγμαίων αποτελούν οι Άνθρωποι Mbuti που ζουν στο τροπικό δάσος Ituri της βορειοανατολικής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, ένας από τους λίγους πολιτισμούς κυνηγών-συλλεκτών στον κόσμο. Είναι οι επιζώντες μιας αρχαίας φυλής που ήταν κάποτε διασκορπισμένη πάνω από την αφρικανική ήπειρο. Όλη η ζωή των Mbuti επικεντρώνεται στο δάσος, εξού και ο τίτλος σχετικού ντοκιμαντέρ, «Οι Άνθρωποι του Δάσους». Θεωρούν ότι το δάσος είναι ο μεγάλος προστάτης και πάροχος τους και πιστεύουν ότι είναι ένα ιερό μέρος. Μερικές φορές αποκαλούν το δάσος «μητέρα» ή «πατέρα». Το δάσος είναι παρόν στις τελετουργίες τους όπως στη «molimo», μετά από γεγονότα όπως ο θάνατος ενός σημαντικού ατόμου, με τη θορυβώδη τελετή molimo προσπαθούν να ξυπνήσουν το δάσος, με την πεποίθηση ότι εάν κακά πράγματα συμβαίνουν στα παιδιά του, το δάσος πρέπει να ξυπνήσει. «Molimo» είναι το όνομα μιας τρομπέτας που παίζουν οι άνδρες κατά τη διάρκεια του τελετουργικού. Οι γυναίκες Mbuti φημίζονται για τα σχέδια στα χαλιά, τα ρούχα και τους πίνακες ζωγραφικής που φτιάχνουν από το φλοιό δέντρων. Πάνω σε φλοιό δέντρου τοποθετούνται και τα νεογέννητα παιδιά τους, δεδομένου ότι τα δέντρα θεωρούνταν ιερά και πιστεύουν ότι ο φλοιός τους έχει προστατευτική ικανότητα (Meurant, G., 1996, Mbuti Design: Paintings by Pygmy Women of the Ituri Forest, Thames & Hudson). Τα σχέδια τους περιλαμβάνουν περίπλοκες αφηρημένες συνθέσεις που ενσωματώνουν τις ιδιότητες του αυτοσχεδιασμού και της σύνοψης που σχετίζονται με την αφρικανική οπτική και μουσική ευαισθησία, βλ. το βίντεο, Οι Άνθρωποι Πυγμαίοι.

Ο διασημότερος με την τραγική έννοια Πυγμαίος Mbuti, ήταν ο Ότα Μπένγκα (1883 – 1916), ο οποίος έγινε γνωστός για την χρησιμοποίηση του ως ανθρώπινο έκθεμα στην Έκθεση της Λουιζιάνα (Louisiana Purchase Exposition) στο Σαιντ Λούις του Μισσούρι το 1904, και μετέπειτα ως ανθρώπινο δείγμα στον ζωολογικό κήπο του Μπρονξ στη Νέα Υόρκη. Ο ανθρωπολόγος Ουίλιαμ Τζον Μαγκί (William John McGee) σκόπευε στα πλαίσια της έκθεσης να έχει «αντιπροσωπευτικά δείγματα όλων των λαών του κόσμου, από τους μικρότερους πυγμαίους έως τους ψηλότερους γίγαντες, από τους σκοτεινότερους των μαύρων έως τους κυρίαρχους λευκούς» για να αναπαραστήσει την ιδέα της πολιτισμικής εξέλιξης βάσει του επιστημονικού ρατσισμού, κατά την επικρατούσα ιδεολογία της εποχής. Η παρουσίαση μη καυκάσιων ανθρώπων ως αντιπροσωπευτικά δείγματα παλαιότερων σταδίων της ανθρώπινης εξέλιξης ήταν κοινή πρακτική στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου οι ρατσιστικές θεωρίες συχνά συσχετίζονταν με τις θεωρίες της εξελικτικής βιολογίας. Η αφροαμερικανική κοινότητα στις ΗΠΑ καταδίκασε έντονα την μεταχείριση του Μπένγκα και ο σύλλογος των μαύρων εκκλησιών της Νέας Υόρκης έκανε έκκληση στον δήμαρχο να απελευθερωθεί ο Μπένγκα από τον ζωολογικό κήπο. Ο δήμαρχος εν τέλει αποφάσισε την απελευθέρωση του Μπένγκα που όμως δεν μπόρεσε να ταξιδέψει πίσω στην Αφρική και έπαθε κατάθλιψη. Αυτοκτόνησε το 1916 στην ηλικία των 32 ετών. Ως μέλος της φυλής των Μπούτι, ο Ότα Μπένγκα ζούσε στη δασική περιοχή κοντά στον ποταμό Κασάι του Βελγικού Κονγκό. Τα μέλη της φυλής του δολοφονήθηκαν από την Force Publique (Φορς Πουμπλίκ, Βελγική χωροφυλακή) η οποία είχε τοποθετηθεί από τον βασιλιά Λεοπόλδο Β´ του Βελγίου για τον έλεγχο των ιθαγενών κατά την περισυλλογή του καουτσούκ, το οποίο συλλέγονταν και προωθούνταν σε μεγάλες ποσότητες στο Βέλγιο. Στην ταινία του Μπάτον «Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν» ο χαρακτήρας του Νγκούντα Ότι βασίζεται στον Ότα Μπένγκα.

Επόμενη δημοσίευση: 108-119. Οι Άνθρωποι Baga & Sapi-Grebo (Σιέρρα Λεόνε, Γουινέα-Μπισσάου, Λιβερία, Γουινέα)