ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ: 89-99. Οι Άνθρωποι Luluwa & Mbole (Λαϊκή Δημοκρατία Κονγκό, Ανγκόλα)

του Δρ. Δημητρίου Κουτάντου, εκπαιδευτικού στην Αφρική

«Η ηθική της ομορφιάς. Η έννοια της ομορφιάς ως ένας ιδανικός συνδυασμός φυσικών και ηθικών ιδιοτήτων εκφράζονται ευρύτερα στα γλυπτά των Luluwa, αλλά και σε συγκεκριμένα γυναικεία ειδώλια που έχουν σκαλισθεί με ένα πιο φυσιολογικό στυλ, το οποίο μιμείται τις διακοσμήσεις του σώματος συμπεριλαμβανομένων των κομμώσεων, των εγχαράξεων και των κοσμημάτων. Ο όρος «bwimpe» είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι Luluwa εξέφρασαν αυτή την ένωση της αισθητικής και της ηθικής. Οι ιδέες τους για την ηθική της ομορφιάς σχετίζονται με τις γυναικείες κοινωνίες «bwanga bwa Cibola» και «bwanga bwa bwimpe» οι οποίες δοξάζουν και γιορτάζουν τη γονιμότητα και τη μητρότητα. Η έννοια της φυσικής ομορφιάς ως ένδειξη ηθικής ακεραιότητας δεν είναι μοναδική στην τέχνη των Luluwa αλλά είναι ευρέως διαδεδομένη σε ολόκληρη την υπο-σαχάρια Αφρική. Βέβαια αυτό που αναφέρουν ως «φυσική» ομορφιά, είναι μια ειδικά διαμορφωμένη «πολιτιστική»/«ανθρώπινη» ομορφιά που δημιουργήθηκε από ανθρώπινα χέρια, είτε μέσω μόνιμων είτε προσωρινών μεταβολών του δέρματος και των μαλλιών. Ο χρόνος και η προσοχή των Luluwa και πολλών άλλων Αφρικανικών πολιτισμών που αφιερώνονται στην περιποίηση των μαλλιών και την εγχάραξη του δέρματος, αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση του ιδανικού συνδυασμού ηθικής/εσωτερικής ομορφιάς και αισθητικής/εξωτερικής ομορφιάς. Οι εγχαράξεις/scarifications Nsalu, είτε με σχέδια είτε με χρωματιστά μοτίβα, είναι «σημάδια του πολιτισμού» που τελειοποιούν το ανθρώπινο δέρμα και το βοηθούν να εκτιμηθεί πλήρως τόσο οπτικά όσο και απτικά. Οι εγχαράξεις του σώματος ποικίλουν και υπόκεινται σε μεταβολή με την πάροδο του χρόνου και με τις διαφορετικές γεωγραφικές προτιμήσεις. Ακόμη, η αισθητική και ηθική Bwimpe θεωρείται η καλύτερη προστασία από τη μαγεία και τον υπερφυσικό κακό, μεσολαβεί μεταξύ του ανθρώπινου και του πνευματικού κόσμου για να διαφυλάξει την ομορφιά και την υγεία των γυναικών και των παιδιών από ατυχήματα και αντιξοότητες που θεωρούνται ότι προκαλούνται από μάγους και κακοποιούς» (Petridis, 2018, σελ. 135).

Οι Άνθρωποι Luluwa – Bashilange, Bena Lulua, Bena Lulua, Bena Moyo, Luluwa, Sshilange – απαρτίζονται από ετερογενείς λαούς που ζουν στην περιοχή του ποταμού Lulua, μεταξύ των ποταμών Κασάι και Sankuru. Οι Luluwa μετανάστευσαν από τη Δυτική Αφρική κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και εγκαταστάθηκαν στο νότιο τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο πολιτισμός τους υπέστη ριζικές αλλαγές, όταν το 1875 ο βασιλιάς «Kalambam» εισήγαγε νέους κοινωνικούς και θρησκευτικούς κανονισμούς, κατάργησε τη χρήση του αλκοολούχου οίνου, το κάπνισμα της κάνναβης και έκαψε όλα τα λατρευτικά ειδώλια. Η κοινωνική τους δομή είναι παρόμοια με των γειτόνων Luba, βασιζόμενη σε ένα σύστημα καστών που περιλαμβάνει ευγενείς, πολεμιστές, ελεύθερους, ξένους και σκλάβους. Όμως η εδαφική διεκδίκηση οδήγησε στην κορύφωση της βίας το 1962 με τον γνωστό πόλεμο των Luluwa-Luba με 3.000-7.000 θύματα.

Η «λαϊκή» και η «αυλική» τέχνη των Luluwa είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη διεθνή αγορά συλλεκτών και μουσείων (Petridis, C., 2018, Luluwa: Central African Art between Heaven and Earth, Mercatorfonds). Τα ειδώλια «Bwanga» διακρίνονται από την ξεχωριστή και εκτενή εγχάραξη/απεικόνιση μοτίβων, παρά το γεγονός ότι πολλά απ’ αυτά τα μοτίβα χάθηκαν με τις απαγορεύσεις του 19ου αιώνα. Οι εκλεπτυσμένες λαξευμένες μορφές εξυπηρετούν υπερφυσικούς, πνευματικούς και διακοσμητικούς ρόλους, ενώ οι μάσκες περιορίζονται στις τελετουργίες της κοινωνίας  «Leopard». Οι εντυπωσιακές εγχαράξεις/scarifications στα ειδώλια Lulua είναι μια εκδήλωση της επιθυμίας τους να διαφοροποιούνται κοινωνικά. Τα ειδώλια «Mukalenga Wa Nkashaama» αντιπροσωπεύουν ιδανικούς αρχηγούς-πολεμιστές με γενειάδες και διακριτικά που συχνά κρατούν ένα σπαθί, μια ασπίδα ή ένα κύπελο. Όταν ο αρχηγός απουσιάζει αυτά τα ομοιώματα θάβονται μέσα στο έδαφος για προστασία. Άλλα γνωστά αγαλματίδια είναι τα γυναικεία ειδώλια γοητείας «Mbulenga». Τα ειδώλια μητρότητας «Cibola» φοριούνται στη ζώνη από τα μέλη της γυναικείας κοινωνίας «Bwa Cibola» και βοηθούν τη γυναίκα πριν και μετά από τον τοκετό, όπως και το νεογέννητο. Επιπλέον της μητρότητας, η προεξέχουσα κοιλιά της γυναίκας τονίζει τη συνέχεια της γενεαλογίας της ομάδας (LaGamma, A., 2011, Heroic Africans, The Metropolitan Museum). «Σας ζητάμε πρόγονοι μας και πνεύματα καλή υγεία και γονιμότητα. Από εσάς, Kibikelo και Kalume, Mbivu και Kabenja, και Kivilile, ζητάμε από εσάς σήμερα να μας δώσετε πολλά παιδιά ώστε να έχουμε πολλή γενναιοδωρία, επιβεβαιώνοντας ότι τα μάτια μας θα συνεχίζουν να βλέπουν καθαρά. Ζητάμε τα παιδιά μας να προοδευόσουν στον κόσμο, αυτή είναι η προσευχή μας σήμερα» (LaGamma, 2011, σσ. 225). Τα ειδώλια-δοχεία στα κεφάλια χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια του τελετουργικού του κυνηγιού, τότε το ειδώλιο «τρέφεται» και τοποθετείται σε ένα ύψωμα για να επιτηρεί το κυνήγι. Το μεγάλο κεφάλι που είναι το ένα τέταρτο του ειδώλιου δίνει έμφαση στη σημασία της κεφαλής ενώ το κέρατο στην κορυφή του συμβολίζει τη δύναμη. Ο λαιμός είναι μακρύς, οι ώμοι έχουν τατουάζ και τα στήθη μυτερά. Η κάθετη θέση των βραχιόνων εκφράζει την αρρενωπή δύναμη. Ο ομφαλός είναι τονισμένος και περιβάλλεται από ομόκεντρους κύκλους που συμβολίζουν τους κύκλους της ζωής, βλ. το παρακάτω βίντεο οι Άνθρωποι Luluwa.

Οι Άνθρωποι Luluwa, βίντεο διάρκειας 11’ λεπτών: θηλυκά ειδώλια bwanga bwa cibola, αρσενικά ειδώλια Bwanga bwa bukalenga & Mukalenga Wa Nkashaama με εκτενή εγχάραξη σχεδίων, ειδώλια μητρότητας, μάσκες και τελετές Luluwa, φετίχ και άλλα αντικείμενα luluwa, οι Άνθρωποι Salampasu, Mbagani & Ding, Lwalwa, Luntu

Οι Άνθρωποι Salambasu – Asalambasu, Basalampasu, Mpasu – ζουν στα ανατολικά του ποταμού Kasai, στα σύνορα μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό με την Ανγκόλα. Το όνομά τους σημαίνει «κυνηγοί των ακρίδων», και αντιμετωπίζονται με τρόμο από τις γειτονικές εθνοτικές ομάδες. Είναι άνθρωποι με τη φήμη ατρόμητων πολεμιστών με τραχιά και πρωτόγονη ζωή. Γι’ αυτούς, ο πόλεμος και το κυνήγι αποτελούν προνομιούχες δραστηριότητες. Διατηρούν ισχυρές εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τους νότιους γείτονες Chokwé και Lunda στους οποίους αποδίδουν τιμές. Οι Salampasu είναι ομοιογενείς και κυβερνιούνται από τους τοπικούς και περιφερειακούς αρχηγούς. Η ιεραρχική δομή της εξουσίας αντισταθμίζεται από την κοινωνία των πολεμιστών. Οι ξύλινες μάσκες Salampasu καλυμμένες με φύλλα χαλκού, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας των πολεμιστών, των οποίων το κύριο καθήκον είναι να προστατεύσουν το θύλακά τους από τους εισβολείς των εξωτερικών βασιλείων. Τα αγόρια μυούνται στην κοινωνία των πολεμιστών σε ένα στρατόπεδο. Αργότερα αποκτούν πρόσβαση στην ιεραρχία των μασκών, κάτι που σημαίνει πως έχουν το δικαίωμα να φορούν μια μάσκα που τους αποφέρει μεγάλες απολαβές ζωικού κεφαλαίου, ποτού και άλλα υλικά αγαθά. Όταν ένας νέος «αποκτήσει» τη μάσκα, οι άλλοι «ιδιοκτήτες μασκών» τον διδάσκουν την εσωτερική της γνώση. Οι διάσημες στον κόσμο μάσκες Salampasu χαρακτηρίζονται από το διογκωμένο μέτωπο, σχιστά μάτια, τριγωνική μύτη και ορθογώνιο στόμα με ένα εκφοβιστικό σύνολο δοντιών. Ορισμένες μάσκες προκαλούν τόσο τρόμο που οι γυναίκες και τα παιδιά φεύγουν από το χωριό όταν ακούν το όνομά τους, φοβούμενοι πώς θα πεθάνουν επί τόπου. Οι πολεμικές μάσκες ανήκουν στα μέλη της πολεμικής οργάνωσης «Ibuku», μέλη της οποίας σκοτώθηκαν σε μάχες. Οι μάσκες κατασκευασμένες από πλεκτές φυτικές ίνες χρησιμοποιούνται πλέον από την ένωση «Idangani». Σε όλη τη νότια σαβάνα ο χαλκός αποτελεί προνόμιο της ηγεσίας, η οποία τον χρησιμοποιεί για την νομιμοποίησή της και τον έλεγχο της ομάδας. Η κατοχή πολλών μασκών σημαίνει πλούτο και γνώση. Τα άγρια δόντια των ξύλινων μασκών βοηθούν στη μύηση των αγοριών και των κοριτσιών ώστε να μάθουν τη δύναμη και την πειθαρχία. Οι μεταμφιέσεις του σώματος είναι εξίσου σημαντικές με τις μάσκες

Οι Άνθρωποι Mbagani και Ding κατάγονται από την εξαφανισμένη εθνοτική ομάδα Mpasu. Μετανάστευσαν στη σημερινή τους θέση στα σύνορα του Κονγκό και της Ανγκόλας, από τα ανατολικά κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Επηρεάστηκαν από τους νότιους γείτονές Lunda, και σχεδόν αποικίστηκαν από τους Chokwé στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι χαράκτες «Mbagani» φημίζονται για τα όμορφα σκαλιστά αγάλματα και τις μάσκες με τους μεγάλους κενούς χώρους για μάτια ζωγραφισμένες με λευκό χρώμα, θολωτό μέτωπο, μυτερό πηγούνι, προεξέχον στόμα και τριγωνική μύτη. Οι Ding φτιάχνουν τις χάλκινες μάσκες «Ngongo Munene» και συμβολίζουν το πνεύμα της Γης. Οι Άνθρωποι Lwalwa – Balualua, Balwalwa, Lwalu – κατάγονται από τους Kete, κατοικούν ανάμεσα στο Κονγκό και στην Αγκόλα, και σχετίζονται με τους Lunda από το 17ο αιώνα. Κάθε χωριό διοικείται από ένα άνδρα ή τη γυναίκα αρχηγό «Dina Dia Bukalenga», των οποίων οι αποφάσεις είναι υπό τον έλεγχο της ισχυρής κοινωνίας «Bangongo». Πιστεύουν σε ένα υπέρτατο ον, αλλά λατρεύουν μόνο τα πνεύματα του κυνηγιού και της φύσης. Ο γλύπτης Lwalwa απολαμβάνει ένα προνομιακό καθεστώς και πληρώνεται αδρά. Το επάγγελμά του είναι κληρονομικό, και συχνά, λόγω του πλούτου του, γίνεται ο αρχηγός του χωριού και επικεφαλής των μασκοφόρων στους τελετουργικούς χορούς. Οι χαράκτες Lwalwa είναι διάσημοι για τις μάσκες τους, οι όποιες έχουν μια ισορροπημένη σύνθεση με μια διευρυμένη γωνιακή μύτη και προεξέχον στόμα, χαρακτηριστικά που συνθέτουν σχεδόν μια γεωμετρική μορφή. Οι μάσκες μπορούν να διαιρεθούν σε τέσσερις τύπους. Η «Nkaki»/μάσκα του ανθρώπου έχει ευρεία μύτη που φτάνει μέχρι το μέτωπο. Η «Shifoola» έχει μια μικρή και γαμψή μύτη. Η «Mvondo», η μύτη της οποίας θυμίζει τη Nkaki αλλά είναι μικρότερη. Η «Mushika» ή «Kashika» αντιπροσωπεύει μια γυναίκα με ένα λοφίο και τα σχήματα της μύτης είναι εμπνευσμένα από τα πουλιά. Οι μάσκες τελούν μια σημαντική λειτουργία στον ιερό χορό του κυνηγιού «bangongo». Ακόμη και όταν οι κυνηγοί επιστρέφουν με άδεια χέρια για να κατευνάσουν τους προγόνους διοργανώνουν ένα χορό. Οι μάσκες εξακολουθούν να παίζουν δυναμικό ρόλο στις σημερινές γιορτές που εκτελούνται με πληρωμή. Η μαγεία έχει μεταναστεύσει στην ψυχαγωγία. Οι Άνθρωποι Luntu κατάγονται από τις περιοχές των Luda. Διοικούνται από τον περιφερειακό αρχηγό «Mfumu» που ορίζεται από τον βασιλιά ο οποίος τον περισσότερο χρόνο βρίσκεται σε απομόνωση με τα μυστικά του τελετουργικά. Η δύναμη του εξισορροπείται από τη μυστική κοινωνία «Leopard». Η γλυπτική τους διακρίνεται από τα προεξέχοντα μάτια και έντονα χαρακτηριστικά. Μικρές φιγούρες φετίχ χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση του κυνηγιού και την προστασία των γυναικών στον τοκετό.

Οι Άνθρωποι Mbole ή Bambole έχουν πάρει το όνομά τους από την εγκατάστασή τους στον ποταμό «Mbole» που σημαίνει «οι άνθρωποι στο κάτω στο ρεύμα». Μετανάστευσαν σε αυτό το δάσος από το βόρειο τμήμα του ποταμού Lualaba το 18ο αιώνα. Πολιτικά κάθε χωριό Mbole είναι αυτόνομο, με έναν αρχηγό που επιλέγεται από τους πρεσβύτερους. Η κοινωνική συνοχή διατηρείται σε τρεις μυστικές κοινωνίες, την «Ekanga»/των θεραπευτών, την «Okuku»/των γυναικών των κυβερνόντων, και την «Lilwa»/ υπεύθυνη για τις θρησκευτικές και κοινωνικές τελετουργίες. Ο επικεφαλής «Isoya» είναι τόσο ισχυρός που όταν πεθαίνει θάβεται σε ένα δέντρο και η καλύβα του παραμένει κενή να υπενθυμίζει την ύπαρξή του. Αντίθετα ένα άτομο που παραβιάζει το νόμο υπόκειται σε δημόσια επίπληξη, σε σοβαρότερες περιπτώσεις ο κακοποιός κρεμιέται και θάβεται σε τάφο χωρίς σήμανση. Οι Mbole είναι γνωστοί για τα ειδώλιά «Ofika» μήκους 100 εκατοστών, με παρατεταμένα επιμήκη λεπτά άκρα, γεωμετρικά μοτίβα, διευρυμένη κεφαλή με σχήμα προσώπου-καρδιάς και προεξέχουσες κομμώσεις. Αντιπροσωπεύουν άνδρες ή γυναίκες που απαγχονίστηκαν για τα αμαρτήματά τους ενάντια στις ηθικές και κοινωνικές οδηγίες της οργάνωσης «Lilwa», ή κάποιους που θυσιάστηκαν ώστε κάποιος να λάβει το ανώτερο αξίωμα «Isoya». Η φιγούρα ανήκει στην οικογένεια του νεκρού και σ’ αυτή κατοικεί η ψυχή του. Κατά τη μύηση οι φιγούρες επιδεικνύονται στους νέους ώστε να τους μιλήσουν για τις συνέπειες της ανήθικης συμπεριφοράς και για να αποτυπώσουν μέσα τους το σεβασμό στην εξουσία των υπερήλικων της κοινωνίας «Lilwa».

Οι Άνθρωποι Mbole βίντεο διάρκειας 5’ λεπτών: ειδώλια Ofika, Χαλκός-χρήματα Mbole, οι Άνθρωποι Yela, Lengola, Metoko, Jonga, Mongo, βραχιόλια ποδιού των Mongo-konga για τις γυναίκες της ανώτερης τάξης αλλά συμβολίζει και την ικανότητα εκμετάλλευσης των μετάλλων

Οι Άνθρωποι Yela ζουν στα νότια των Mbole. Φτιάχνουν μικρά ειδώλια έντονα επηρεασμένα από αυτά των Mbole αλλά με πιο στρογγυλά κεφάλια. Επίσης φτιάχνουν πανομοιότυπες μάσκες με εγχαράξεις στο πρόσωπο που χρησιμοποιούν οι ιερείς της κοινωνίας «Ekanga». Οι Άνθρωποι Lengola ή Blengola ζουν στην αριστερή όχθη του ποταμού Κόνγκο ή Ζαΐρ, κοντά στους Mbole, Yela και Metoko, τόσο που κάποιες φορές είναι δύσκολο να γίνει ακριβής διάκριση μεταξύ τους, αφού η κοινωνική τους δομή είναι παρόμοια. Ζουν από την καλλιέργεια της μπανάνας και το κυνήγι ελεφάντων. Η κοινωνία «Butoka» ρυθμίζει τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητες. Φτιάχνουν τα μεγάλα ειδώλια «Butoka», κατασκευασμένα από έξι κομμάτια ξύλου με αποτροπαϊκές λειτουργίες ώστε να διασφαλίζουν την κοινωνική σταθερότητα ή να αναπαραστήσουν τα πνεύματα στις ιεροτελεστίες. Οι Άνθρωποι Metoko ζουν στην αριστερή όχθη του ποταμού Κόνγκο, έχουν επηρεαστεί από τους γείτονές τους, Lega και Lengola, και είναι διαιρεμένοι σε έξι φατρίες. Κατοικούν μέσα σε πυκνά δάση που τους παρέχουν τροφή. Τα ειδώλια τους είναι μεγάλα, με εξαιρετικά αφηρημένες και γωνιώδεις μορφές, συχνά διακοσμημένες με κουκκίδες από χρωστικές ουσίες. Οι φιγούρες χρησιμεύουν στις μυήσεις, στις κηδείες, στην ειρήνευση και κατά τη διάρκεια της περιτομής των νέων. Οι Άνθρωποι Jonga, στα νότια των Mbola, καλλιεργούν και κυνηγούν. Φτιάχνουν γλυπτά από λευκό ξύλο καλυμμένα με κόκκινες και μαύρες χρωστικές ουσίες που αντιπροσωπεύουν προγονικά πνεύματα και βοηθούν σε θεραπευτικές ιεροτελεστίες.

Τέλος, οι Άνθρωποι Mongo, μέλος της ευρύτερης εθνοτικής οικογένειας των Μπαντού, αριθμούν περίπου 12 εκατομμύρια, και ζουν στις επαρχίες του Ισημερινού/Equateur και Kasai του Κονγκό. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό μετά από τους Ανθρώπους Kongo. Παρά την ποικιλομορφία τους, μοιράζονται ένα κοινό μύθο και πιστεύουν ότι είναι οι απόγονοι του μεγάλου προγόνου «Mongo». Οι Mongo υπέστησαν τις αρνητικές συνέπειες του δουλεμπόριου, της βέλγικης αποικιοκρατίας, τις νεοφερμένες ασθένειες και τις αλλαγές στην κοινωνική και οικολογική ζωή, αλλά και των συγκρούσεων των χριστιανών με τους μουσουλμάνους στα βόρεια. Η κοινωνία τους είναι πατρογονική και παραδοσιακά βασίζεται στην κοινή οικογένεια των νοικοκυριών «Etuka», με 20-40 μέλη με τον πρόγονο Tata/πατέρα. Ένα σύμπλεγμα Etuka σχηματίζει ένα χωριό Mongo. Οι σιδηρουργοί Mongo, χρησιμοποιούν πολλά μέταλλα, όπως το χαλκό, τον κασσίτερο και το σίδερο αλλά και κράματα. Φτιάχνουν τα περίφημα βραχιόλια «konga» που σήμερα δημοπρατούνται στις διεθνείς αγορές. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούν ένα επίπεδο ξύλινο καλούπι που θάβεται μέσα στην άμμο. Στη συνέχεια χύνουν τα υγρά μέταλλα και τα κράματα μέσα στο καλούπι. Μόλις κρυώσει τα σφυρηλατούν στην επιθυμητή κυλινδρική μορφή με τη χρήση ενός ξύλινου κορμού, και τέλος, το προσαρμόζουν στο πόδι μιας γυναίκας. Μόνο οι πλούσιες γυναίκες της ανώτερης τάξης μπορούν να φορούν αυτά τα βραχιόλια στα πόδια τους. Προκειμένου να αποφευχθούν οι τραυματισμοί τυλίγουν τα πόδια με υφάσματα. Τα βραχιόλια konga χρησιμοποιήθηκαν ως τιμαλφή και ως «πρωτόγονο χρήμα».

 

Αφρική: ταξίδι σε μια άγνωστη-προϊστορική γη στις απαρχές του χρόνου

Πλησιάζοντας προς το τέλος του πρώτου μέρους για την αφρικανική τέχνη σε χώρες της Κεντρικής Αφρικής, στην οποία δεσπόζει η τέχνη των εθνοτικών ομάδων της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, αξίζει να παραθέσουμε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Joseph Conrad «Στην Καρδιά του Σκότους» (1899), το οποίο μας μεταφέρει στις ‘απαρχές του χρόνου’, ίσως τη φράση κλειδί για το πλησίασμα της Αφρικής ακόμη και σήμερα, έτσι την έζησα για μερικά χρόνια. Η Αφρική μεταφέρει την ανθρώπινη εξέλιξη, μια τεράστια πολιτισμική, γλωσσική και καλλιτεχνική ποικιλομορφία. Στο βιβλίο του ο Κόνραντ περιγράφει στο τέλος του 19ου αιώνα το ταξίδι του μέχρι το έσχατο πλωτό σημείο του ποταμού Κόνγκο ως κυβερνήτης του ατμόπλοιου κάποιας αποικιακής εμπορικής εταιρείας, εδώ παρακολουθεί τον αδηφάγο και απάνθρωπο παραλογισμό που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα του εκπολιτισμού των «αγρίων». Παράλληλα, το ταξίδι αυτό είναι και μια όχι λιγότερο εφιαλτική περιήγηση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στο άλυτο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ακόμη, στο πρόσωπο του Κουρτς, ο Κόνραντ προδιαγράφει με μοναδική οξυδέρκεια ως φυσιολογική απόρροια του δυτικού πολιτισμού τον τύπο των χαρισματικών ηγετών που αιματοκύλισαν την Ευρώπη λίγα χρόνια αργότερα. Η Καρδιά του Σκότους, γραμμένη το 1900, στην εποχή της συνέβαλε σημαντικά στο διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας για τις καταχρήσεις των Βέλγων στο Κογκό, αργότερα έγινε κεντρικό σημείο αναφοράς στους «Κούφιους ανθρώπους» του Τ.Σ. Έλιοτ και χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία για την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα».

«Το ανέβασμα σ’ αυτό τον ποταμό έμοιαζε με ταξίδι στις απαρχές του κόσμου, τότε που η βλάστηση οργίαζε στη γη και τα μεγάλα δέντρα ήταν κυρίαρχοι. Ένα έρημο ποτάμι, απόλυτη σιγή, δάσος αδιαπέραστο. Ο αέρας ζεστός, πυκνός, βαρύς, αργοκίνητος. Δεν υπήρχε χαρά στη λαμπρότητα του ήλιου. Οι ατέλειωτες εκτάσεις του νερού τραβούσαν πέρα μακριά παντέρημες, και χάνονταν στη σκοτεινιά κάποιου σκιερού βάθους. Πάνω σε αργυρόχρωμες σύρτες ιπποπόταμοι και αλιγάτορες λιάζονταν πλάι πλάι. Στα ανοίγματα της κοίτης το ρεύμα περνούσε μέσα από ένα πλήθος δασωμένων νησιών- χανόσουνα σ’ αυτό τον ποταμό σαν να ‘σουνα στην έρημο και σκόνταφτες συνέχεια πάνω σε ξέρες πασχίζοντας να ανακαλύψεις το κανάλι, μέχρι που πίστευες πως σου είχαν κάνει μάγια κι είχες αποκοπεί από όλα όσα ήξερες κάποτε κάπου – πολύ μακριά – σε κάποια άλλη ίσως ζωή. Υπήρχαν στιγμές που σου ερχόταν στο μυαλό η περασμένη σου ζωή, όπως σου έρχεται καμιά φορά όταν δεν έχεις ούτε μια στιγμή δική σου. Αλλά έμοιαζε με ταραγμένο και πολύβουο όνειρο, που το θυμόσουν με απορία και κατάπληξη μέσα στην καθηλωτική πραγματικότητα εκείνου του παράξενου κόσμου από βλάστηση, νερό και σιωπή. Κι αυτή η ασάλευτη ζωή δεν έμοιαζε καθόλου με γαλήνη. Ήταν η ακινησία μιας ακατάσχετης δύναμης που εξύφαινε κάποιον ανεξιχνίαστο σκοπό. Σε κοίταζε με ένα ύφος χαιρέκακο. Αλλά κάποια στιγμή το συνήθισα, δεν το έβλεπα πια, δεν προλάβαινα. Έπρεπε συνεχώς να μαντεύω πού ήταν το κανάλι. Έπρεπε να ανιχνεύω, κυρίως με τη διαίσθηση, σημάδια από κρυμμένους μπάγκους, να έχω το νου μου για ξέρες, μάθαινα να σφίγγω τα δόντια πριν προλάβει να μου φύγει η ψυχή κάθε φορά που πέρναγα ξυστά από κάποιον ύπουλο βουλιαγμένο κορμό που ήταν ικανός να ξεκοιλιάσει το ντενεκεδένιο βαπόρι και να πνίξει όλους τους περιηγητές. Έπρεπε να είμαι στην τσίλια για ξεραμένα ξύλα που θα μπορούσαμε να κόψουμε τη νύχτα για να έχουμε ατμό την άλλη μέρα. Όταν έχεις να προσέχεις τέτοια πράγματα, τέτοια απλά επιφανειακά μικροπράγματα, η πραγματικότητα – η αληθινή πραγματικότητα ξεχνιέται. Η βαθύτερη αλήθεια κρύβεται — ευτυχώς. Παρ’ όλα αυτά την ένιωθα. Ένιωθα συχνά τη μυστηριώδη ακινησία της να με κοιτάζει να χορεύω σαν μαϊμού, όπως σας κοιτάζει και εσάς, μη νομίζετε, να κάνετε τα δικά σας ακροβατικά για – πόσο; μισή κορόνα η τούμπα».

«[…] Κατάφερα να μη βουλιάξω εκείνη την ατμόβαρκα στο πρώτο μου ταξίδι. Σαν θαύμα μού φαίνεται όμως. Φανταστείτε κάποιον που ξεκινάει να οδηγήσει καμιόνι σε παλιόδρομο έχοντας δεμένα τα μάτια. Έφτυσα αίμα μ’ αυτή την ιστορία, δεν το βάζει ο νους σας. Στο κάτω κάτω, για ένα ναυτικό, το να γδάρει τον πάτο του σκάφους που υποτίθεται πως πλέει χάρη σ’ αυτόν είναι το ασυγχώρητο αμάρτημα. Μπορεί να μην το μάθει κανείς, αλλά εσύ δεν τον ξεχνάς εκείνον το γδούπο, ε; Μαχαίρι στην καρδιά. Τον θυμάσαι, τον βλέπεις στον ύπνο σου, ξυπνάς μέσα στη νύχτα και τον σκέφτεσαι χρόνια αργότερα – και σε περιλούζει κρύος ιδρώτας. Δε θέλω να πω βέβαια ότι εκείνο το βαπόρι έπλεε συνέχεια. Χρειάστηκε κάμποσες φορές να το πάμε και λίγο περπατώντας, με είκοσι κανίβαλους γύρω του να σπρώχνουν πλατσουρίζοντας. Είχαμε στρατολογήσει μερικούς στο δρόμο για πλήρωμα. Μια χαρά παιδιά – οι κανίβαλοι – στη δουλειά τους. Μπορούσες να δουλέψεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους, και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό. Κι έπειτα, δεν έφαγαν ο ένας τον άλλο μπροστά μου. Είχαν φέρει μαζί τους ιπποποταμίσιο κρέας που σάπισε και έκανε το μυστήριο της ζούγκλας να βρομάει σαν τι! Πφφφ! Ακόμα μου μυρίζει. Είχα μαζί το διευθυντή και τρεις τέσσερις περιηγητές με τα ραβδιά τους — σέ πλήρη εξάρτυση. Καμιά φορά συναντούσαμε κάποιο σταθμό πολύ κοντά στην όχθη, πάνω στη μεθόριο με το άγνωστο, και η εικόνα των λευκών που έβγαιναν τρέχοντας από μια ετοιμόρροπη παράγκα, με ενθουσιώδεις χειρονομίες χαράς, έκπληξης και καλωσορισμάτων, είχε κάτι αλλόκοτο – έμοιαζαν να είναι αιχμάλωτοι εκεί, δεμένοι με κάποια μάγια. Η λέξη φίλντισι αντηχούσε για λίγο στον αέρα – και συνεχίζαμε ξανά το δρόμο μας μες στην απόλυτη σιγή, διασχίζοντας τις έρημες ευθείες, στρίβοντας στις ασάλευτες καμπές, κλεισμένοι στους πανύψηλους τοίχους του ελικοειδούς δρόμου μας, που αντανακλούσαν με ένα κούφιο κροτάλισμα το αγκομαχητό του πρυμναίου τροχού. Δέντρα, δέντρα, εκατομμύρια δέντρα, πελώρια, ογκώδη, θεόρατα, και κάτω στα ριζά τους, κολλητά στην όχθη και κόντρα στο ρεύμα, σιγανοπερπατούσε το μικρό μουντζουρωμένο ατμόπλοιο, σαν αργοκίνητο μαμούνι που πάει σούρνοντας στο δάπεδο μιας μεγαλοπρεπούς κιονοστοιχίας. Σε έκανε να νιώθεις πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ χαμένος, πάντως δεν ήταν ακριβώς καταθλιπτικό αυτό το συναίσθημα. Στο κάτω κάτω, μπορεί να ‘σουνα μικρός, αλλά το μουντζούρικο μαμούνι κούτσου-κούτσου προχώραγε – κι αυτό ήταν το μόνο που ήθελες να κάνει. Πού πίστευαν οι περιηγητές πως οδηγούσε αυτό το κούτσου-κούτσου δεν ξέρω. Σε κάποιο μέρος όπου περίμεναν κάτι να βγάλουν, βάζω στοίχημα! Για μένα οδηγούσε στον Κουρτς – αποκλειστικά. Αλλά όταν οι ατμοσωλήνες άρχισαν να στάζουν, το κούτσου-κούτσου έγινε πάρα πολύ αργό. Οι απέραντες ευθείες της κοίτης άνοιγαν μπροστά μας και έκλειναν πίσω μας, λες και το δάσος γλίστραγε νωχελικά μες στα νερά για να μας φράξει το δρόμο της επιστροφής. Εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του σκότους. Ήταν πολύ ήσυχα εκεί. Και τη νύχτα, καμιά φορά, ο ήχος των τυμπάνων πίσω από το παραπέτασμα των δέντρων κατέβαινε ως τον ποταμό, κι έμενε εκεί, αχνός και συνεχής, σαν να αιωρείτο ψηλά στον αέρα, μέχρι το πρώτο χάραμα. Αν σήμαινε πόλεμο, ειρήνη, ή προσευχή, δεν το ξέραμε. Ο προάγγελος της αυγής ήταν πάντα η έλευση μιας ασάλευτης παγωνιάς, οι ξυλοκόποι είχαν κοιμηθεί, οι φωτιές τους κόντευαν να σβήσουν, ένα σπάσιμο κλαδιού σε έκανε να τιναχτείς τρομαγμένος. Είμαστε ταξιδιώτες σε μια γη προϊστορική, μια γη που είχε την όψη άγνωστου πλανήτη. Δε θέλαμε πολύ για να πιστέψουμε πως είμαστε οι πρώτοι πρώτοι άνθρωποι, οι κληροδόχοι μιας καταραμένης κληρονομιάς που έπρεπε να τη δαμάσουμε πληρώνοντας με αβάσταχτο πόνο και υπέρμετρο μόχθο. Αλλά ξάφνου, εκεί που αγωνιζόμαστε να στρίψουμε σε μια καμπή, εμφανίζονταν ψάθινοι τοίχοι, μυτερές χορταρένιες στέγες, άγρια ξεφωνητά, ένα πανδαιμόνιο αεικίνητων μαύρων μελών, πόδια που χοροπηδούσαν, χέρια που χειροκροτούσαν, κορμιά που στροβιλίζονταν, μάτια που στριφογύριζαν, κάτω από το αποκάρωμα των ασάλευτων, πυκνών φυλλωμάτων. Το ατμόπλοιο σερνόταν αργά πλάι σε έναν μαύρο και ακατανόητο παροξυσμό. Ο προϊστορικός άνθρωπος μας καταριόταν, μας παρακαλούσε, μας καλωσόριζε – ποιος μπορούσε να ξέρει; Είμαστε αποκομμένοι από την κατανόηση του γύρω μας κόσμου. Γλιστρούσαμε δίπλα τους σαν αερικά, κατάπληκτοι, και έντρομοι στο βάθος, όπως ακριβώς θα ένιωθαν άνθρωποι λογικοί μπροστά σε ένα ξέσπασμα ενθουσιασμού σε φρενοκομείο. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, γιατί ήμαστε πολύ μακριά και δεν μπορούσαμε να θυμηθούμε, γιατί ταξιδεύαμε μέσα στη νύχτα των πρώτων αιώνων, των αιώνων που πέρασαν αφήνοντας πίσω τους ελάχιστα ίχνη – και καμιά ανάμνηση.

»Ο κόσμος φαινόταν απόκοσμος. Είμαστε μαθημένοι να βλέπουμε την αλυσοδεμένη, την υποταγμένη μορφή του θεριού, αλλά εκεί – εκεί μπορούσες να δεις ένα πράγμα θηριώδες και ελεύθερο. Ήταν απόκοσμο, και οι άνθρωποι ήταν – όχι, δεν ήταν απάνθρωποι. Για να πω την αλήθεια, αυτό ήταν το χειρότερο – αυτή η υποψία πως ήταν απλώς άνθρωποι. Σου γεννιόταν σιγά σιγά. Ούρλιαζαν και πηδούσαν και γύριζαν γύρω γύρω και έκαναν απαίσιες γκριμάτσες, αλλά αυτό που με συγκλόνιζε ήταν η επίγνωση πως ήταν άνθρωποι – όπως εσύ – η επίγνωση της μακρινής σου συγγένειας μ’ αυτή την ξέφρενη και παθιασμένη οχλοβοή. Άσχημο; Ναι, ήταν και παραήταν. Αν όμως ήσουν άντρας, το παραδεχόσουν ότι υπήρχε μέσα σου κάποιο, έστω ελάχιστο, ίχνος απόκρισης στην τρομερή ειλικρίνεια αυτής της φασαρίας, η αμυδρή υποψία πως είχε νόημα και πως εσύ – εσύ που ήσουν τόσο μακριά από τη νύχτα των πρώτων αιώνων – το καταλάβαινες. Και γιατί όχι; Το ανθρώπινο μυαλό είναι ικανό για όλα – αφού όλα βρίσκονται μέσα του, όλο το παρελθόν και όλο το μέλλον. Και τι ήταν άλλωστε αυτό το φοβερό; Χαρά, φόβος, λύπη, ευσέβεια, οργή, παλικαριά – ποιος ξέρει; – υπήρχε όμως αλήθεια – γυμνή αλήθεια – χωρίς τα πέπλα που συσσώρευσε πάνω της ο χρόνος. Άσε τους αφελείς να μένουν με το στόμα ανοιχτό και να φρίττουν – όποιος είναι άντρας αληθινός ξέρει, και μπορεί να κοιτάζει ατάραχος. Πρέπει όμως να είναι άντρας όσο τουλάχιστον ήταν κι αυτοί εκεί στην όχθη. Πρέπει να αντικρίσει αυτή την αλήθεια με τη δική του αληθινή ουσία – με τη δική του έμφυτη δύναμη. Οι αρχές δε φτουράνε. Επίκτητα πράγματα, φορεματάκια, όμορφα κουρέλια που διαλύονται στο πρώτο ταρακούνημα. Όχι, χρειάζεσαι μια αυθεντική πεποίθηση. Κάτι που με καλεί στον δαιμονισμένο αυτό σαματά – υπάρχει; Ωραία λοιπόν, το ακούω, το παραδέχομαι, αλλά έχω κι εγώ ένα λόγο να πω, και ό,τι και να γίνει, τη δική μου τη φωνή κανείς δε θα την κάνει να σωπάσει. Ο αφελής βέβαια, τι με την τρομάρα του, τι με τα λεπτά του αισθήματα, είναι πάντα ασφαλής. Ποιος κάγχασε; Αναρωτιέστε γιατί τάχα δεν κατέβηκα στην όχθη να χορέψω κι εγώ και να τσιρίξω; Ε, ναι – δεν κατέβηκα. Λεπτά αισθήματα, νομίζετε; Σιγά τα λεπτά αισθήματα! Δεν προλάβαινα. Έπρεπε να τρέχω πέρα δώθε με λουρίδες από μάλλινη κουβέρτα και στουπέτσι για να φασκιώνω τους τρύπιους ατμοσωλήνες – καταλαβαίνετε; Έπρεπε να έχω το νου μου στο τιμόνι και να παρακάμπτω εκείνους τους βουλιαγμένους κορμούς, και να έχω αυτό τον τενεκέ να τσουλάει ήθελε δεν ήθελε. Υπήρχε άφθονη επιφανειακή αλήθεια σε όλα αυτά, αρκετή για να σώσει και σοφότερους από εμένα. Και κάθε τόσο έπρεπε να προσέχω τον άγριο που ήταν ο θερμαστής μας. Ήταν προοδευμένο είδος αυτός, μπορούσε να κρατάει ένα αναμμένο έναν κάθετο λέβητα. Τον είχα εκεί, από κάτω μου, και μα την πίστη μου ήταν πολύ διδακτικό να τον κοιτάζεις – σαν να έβλεπες σκυλί με γελοίο παντελόνι και καπέλο με φτερά να περπατάει στα πισινά του πόδια. Λίγοι μήνες εκπαίδευσης τον είχαν ξεκάνει, κι ήταν μια χαρά παιδί πραγματικά. Στραβοκοίταζε το μανόμετρο και τον υδροδείκτη με γνήσιο ύφος τρομερής παλικαριάς- και είχε λιμαρισμένα δόντια ο κακομοίρης, και κάτι περίεργα σχέδια ξυρισμένα στο μαλλιαρό του κεφάλι, και τρεις διακοσμητικές χαρακιές σε κάθε του μάγουλο. Τι γύρευε εκεί μέσα; Έπρεπε να χοροπηδάει και να χτυπάει τα χέρια του στην όχθη, κι αυτός καθότανε και δούλευε σαν είλωτας, δέσμιος μιας περίεργης μαγείας γεμάτης προοδευτική γνώση. Ήταν χρήσιμος επειδή τον είχαν διδάξει. Κι αυτό που του είχαν μάθει ήταν το εξής: πως αν το νερό μέσα σ’ αυτό το διαφανές πράγμα εξαφανιζόταν, το κακό πνεύμα που βρισκόταν μέσα στο καζάνι θα θύμωνε από τη μεγάλη του δίψα και η εκδίκησή του θα ήταν τρομερή. Κι έτσι ξεπατωνόταν στη δουλειά, και συντηρούσε τη φωτιά, και παρακολουθούσε το γυαλί ανήσυχα (με ένα αυτοσχέδιο φυλαχτό από κουρέλια τυλιγμένο στο μπράτσο του και ένα γυαλισμένο κόκαλο μεγάλο σαν ρολόι χεριού κρεμασμένο επίπεδα στο κάτω του χείλος), ενώ οι δασωμένες όχθες γλιστρούσαν αργά δίπλα μας, ο πρόσκαιρος θόρυβος έμενε πίσω, χανόταν μέσα στα ατέρμονα μίλια σιωπής – κι εμείς συνεχίζαμε το δρόμο μας προς τον Κουρτς. Αλλά οι βυθισμένοι κορμοί ήταν πυκνοί, τα νερά ήταν ρηχά και ύπουλα, το καζάνι έμοιαζε να έχει στ’ αλήθεια κάποιον κακιασμένο δαίμονα μέσα του, κι έτσι δεν είχαμε καιρό, ούτε ο θερμαστής μου ούτε εγώ, για να εμβαθύνουμε στις επίφοβες σκέψεις μας» (σσ. 59-65).

Επόμενη δημοσίευση: 100-107. Οι Άνθρωποι Chokwe & οι Πυγμαίοι (Ανγκόλα, Κονγκό, Ναμίμπια, Ρουάντα, Μπουρούντι)