Η βία στα κινούμενα σχέδια

Του Ιωάννη Ξενίδη, Νηπιαγωγού

cartoonsΗ βία είναι πανταχού παρούσα στην ανθρώπινη ιστορία και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την εξέλιξη του πολιτισμού. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, η ιστορία του ανθρώπου αρχίζει στον παράδεισο με την παράβαση του νόμου για τον «απαγορευμένο καρπό» και στη γη μ΄ ένα αδελφοκτόνο έγκλημα. Ο Kάιν υπήρξε ο απόλυτος πρόγονος των ανθρώπων και αυτό το πέτυχε με μια πράξη βίας. Έκτοτε, οι απόγονοί του συνεχίζουν την παράδοση. Μόνο για τον κοντινό μας 20ο αιώνα υπήρξαν εκατομμύρια θύματα μιας παράλογης και τυφλής βίας που τρόμαξε ακόμα και τον ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής, Σίγκμουντ Φρόιντ. Μετά την κτηνωδία των πρώτου παγκόσμιου πολέμου ο Φρόιντ αναγκάστηκε να αποδεχτεί και την ύπαρξη του ενστίκτου του θανάτου μέσα στον ψυχισμό των ανθρώπων. O Mαρξ ονόμασε τη βία «η μαμμή της ιστορίας», ενώ ο Nίτσε τη θεώρησε αναγκαίο συστατικό για την επιβολή του Yπερανθρώπου. Στον περασμένο αιώνα μας το σταλινικό και εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς έγιναν κακοί ερμηνευτές των Μαρξ και Νίτσε και σκόρπισαν τον τρόμο και τον θάνατο σ΄ένα μεγάλο μέρος του κόσμου. Ο Μάριος Πλωρίτης(3/3/2002) αναφέρει: Στη γλώσσα μας οι λέξεις βίος και βία έχουν την ίδια ρίζα. Βία σήμαινε, αρχικά, δύναμη, ρώμη, αλκή και άρα ζωή.

Και μακρινοί πρόγονοι των δύο λέξεων είναι οι σχεδόν όμοιες σανσκριτικές Jivah(ζωντανός) και jiva (υπερβολική βία). Αναπόσπαστη, λοιπόν, και αναπότρεπτη η βία από τον βίο μας – ο «πόλεμος πάντων κατά πάντων» που έλεγε ο Thomas Hoddes στον Λεβιάθαν(1651). Και έναν αιώνα νωρίτερα, ο συμπατριώτης του πολιτειολόγος Joseph Ponet, έλεγε πιο γραφικά: «Ο πλούσιος καταπιέζει τον φτωχό και ο φτωχός πασχίζει να καταστρέψει τον πλούσιο, για να ΄χει αυτά που έχει εκείνος.Ο δυνατός καταστρέφει τον αδύναμο, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, κι ο αδύναμος προσπαθεί να εκδικηθεί τον δυνατό.Κι έτσι, προσπαθώντας να καταστρέψει ο ένας τον άλλον, αφανίζονται και οι δύο». Το σίγουρο είναι πως η βία ήταν νομιμοποιημένη σε όλες τις εποχές και αποτελούσε έναν σημαντικό τρόπο επιβολής της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Όλες οι ανθρώπινες γενιές ανατράφηκαν με ιστορίες βίας ή μέσα σε καταστάσεις βίας. Από νωρίς το παιδί εκφράζεται βίαια. Στην αρχή με ξεφωνητό και κλάμα και αργότερα με πράξεις που ονομάζονται εκρήξεις οργής (πράξεις αυτοκαταστροφής, όπως χτυπιέται κάτω, κρατάει την αναπνοή του, δαγκώνει τα δάχτυλά του). Σύντομα αυτές τις αυτοκαταστροφικές πράξεις τις κατευθύνει ως επιθετικότητα στους άλλους ανθρώπους. Επιθετική είναι μια πράξη που αποσκοπεί στην πρόκληση βλάβης, άγχους και ζημιάς στους άλλους.
Το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την επιθετική πράξη είναι η πρόθεση. Η επιθετικότητα, λοιπόν, είναι μια σκόπιμη εχθρική πράξη που χωρίζεται σε εχθρική και συντελεστική για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας
(Παρασκευόπουλος, Εξελικτική Ψυχολογία. Η εχθρική επιθετικότητα κατευθύνεται σε πρόσωπα και ανιχνεύεται μέσα σ΄ αυτήν μια πρόθεση για πρόκληση βλάβης και ζημιάς στους άλλους. Τέτοια επιθετικότητα έχουν τα μεγάλα παιδιά. Η συντελεστική είναι απρόσωπη. Η έμμεση πρόκληση βλάβης αποσκοπεί στη διατήρηση ενός αντικειμένου, στην κυριαρχία μιας περιοχής ή, τέλος, στην εξασφάλιση ενός δικαιώματος. Τέτοια επιθετικότητα συναντάμε στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας (Παράδειγμα: διεκδίκηση παιχνιδιών).

Η αποδοχή ενός ενιαίου ορισμού είναι δύσκολη. Η έννοια χαρακτηρίζεται από μια σημασιολογική και χωροχρονική πολυμορφία (Βουϊδάσκης, 1992). Η βία διακρίνεται σε πραγματική και φανταστική. Όταν μιλάμε για πραγματική βία εννοούμε όλες εκείνες τις συμπεριφορές μέσα από τις οποίες τα ζωντανά πλάσματα έχουν πρόθεση να προκαλέσουν φυσικές ή ψυχικές βλάβες. Η φανταστική βία αφορά πράξεις που εμφανίζονται να τελούνται χωρίς να τελούνται πραγματικά (Kepplinger & Dahleh,1990). Η βία επίσης διακρίνεται σε προσωπική και δομική. Ως προσωπική βία θεωρείται η σκόπιμη φυσική και ψυχική βλάβη ενός ατόμου, ενός ζωντανού πλάσματος ή πράγματος από ένα ή περισσότερα άτομα, ενώ η δομική βία είναι αυτή που υπάρχει συγκαλυμμένη μέσα σε ένα κοινωνικό σύστημα με οποιαδήποτε μορφή. Στην άσκηση προσωπικής βίας καταφεύγουν τα άτομα παρακινούμενα από μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποδείξουν ότι υπάρχουν, και ότι θέλουν και μπορούν να ξεχωρίζουν. Είναι ένας τρόπος για αυτούς να αναπληρώσουν το κενό της ατομικής ταυτότητας που συνθλίβεται από το κοινωνικό σύστημα που επικρατεί. Σε αυτό το κοινωνικό σύστημα φωλιάζουν μορφές δομικής βίας που προέρχονται από τις άνισες συνθήκες κυριαρχίας, δύναμης και εξουσίας (Werbik,1974). Τα άτομα αισθάνονται αδύναμα να αποδεχτούν συγκεκριμένους ρόλους, να αναλάβουν ατομικές ευθύνες και να αντιμετωπίσουν τη δομική βία στην οποιανδήποτε μορφή της. Μόνη τους αντίδραση είναι να μετατρέπονται σε άμορφες μάζες, όπου η συλλογική συχνά ανώνυμη δράση, εξαφανίζει και την παραμικρή αίσθηση ιδιαιτερότητας και ατομικής ταυτότητας. Η Ελένη Γλυκατζή- Αρβελέρ λέει: «Το 17% των παιδιών των παρισινών προαστίων θεωρούνται αναλφάβητα με την έννοια ότι δεν γνωρίζουν σε μια πρόταση ποιο είναι το ρήμα, το αντικείμενο και το υποκείμενο. Επομένως δεν μπορούν να ενταχθούν στην κοινωνία , στρέφονται στην βία και αυτό είναι το τέλος της αθωώτητας. Η βία είναι η δύναμη των αδυνάτων» (Εφημερίδα Αγγελιοφόρος – 26/3/2007). Η βία σύμφωνα με την Αρβελέρ σχετίζεται με τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σε κάτι τέτοιο φαίνεται να συμφωνεί και ο Γιώργος Κιούσης που λέει ότι «Οι ομάδες κοινωνικού αποκλεισμού περιλαμβάνονται σταθερά στις ομάδες υψηλού κινδύνου που θυματοποιούνται περισσότερο» (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία – 29/3/2008). Στον «Γκάρντιαν» δημοσιεύτηκε έρευνα που αποκαλύπτει πως το 95% των παιδιών έχουν πέσει θύματα βίας. Ο πόλεμος γίνεται με όλα τα μέσα.Τα παιδιά από βρέφη και νήπια ζουν εκτεθειμένα σε όλες τις προκλήσεις της καταναλωτικής κοινωνίας ( Τασούλα Καραϊσκάκη 14/10/2007). Οι άνθρωποι από τη στιγμή της γέννησης τους  διαπαιδαγωγούνται μέσα σε μια κουλτούρα της επιβολής. Ο κοινωνικός χώρος «φαίνεται να καλλιεργεί την libido dominandi, δηλαδή την επιτυχία με κάθε μέσο» ( Γιάννης Πανούσης, 29/3/2008) Μεταξύ, λοπόν, της δομικής βίας και της προσωπικής βίας υπάρχει συνάφεια αφού η πρώτη προϋποθέτει τη δεύτερη.
Η δομική βία δημιουργεί τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες για την εκδήλωση της προσωπικής βίας, όταν αυτή αποστερεί το άτομο από τη δυνατότητα για τη σωματική και πνευματική του αυτοπραγμάτωση (Βουϊδάσκης, 1992). Για την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς απαιτείται ο συνδυασμός των περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων με την προδιάθεση που υπάρχει στο άτομο για τέτοιου είδους συμπεριφορά.

Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες δεσπόζει η τηλεόραση. Κάθε εμφάνιση ενός καινούριου μέσου προκαλεί αρνητικές κριτικές οι οποίες ισχύουν μέχρι την εμφάνιση ενός άλλου μέσου. Σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τον κινηματογράφο στην Αμερική. Οι συζητήσεις για την αρνητική επίδραση που είχε στα μικρά παιδιά σταμάτησαν με την έλευση της τηλεόρασης, που επωμίστηκε όλο το βάρος της αρνητικής κριτικής. Η επιρροή και η τεράστια επιτυχία της τηλεόρασης βασίζεται στην δύναμη που ασκούν οι εικόνες στον εγκέφαλο. Η όραση στους ανθρώπους αποτελεί το κυρίαρχο αντιληπτικό σύστημα και το πιο ανεπτυγμένο σε σχέση με την όσφρηση ή την ακοή. Η ανθρώπινη προσωπικότητα επηρεάζεται. Αυτή σφυρηλατείται μέσα σε ένα συγκεκριμένο οικογενειακό και κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον, ιστορικά καθορισμένο, το οποίο παρέχει στο υποκείμενο τα πρότυπα, τις νόρμες και τις αξίες με βάση τα οποία ερμηνεύει τις καταστάσεις και τα γεγονότα που αντιμετωπίζει και επιλέγει τους τρόπους συμπεριφοράς που του φαίνονται κατάλληλοι (Κωνσταντίνος Βρύζας,1997). Η τηλεόραση προσφέρει αφθονία πληροφοριών μέσα από μια ταχύτατη μετάδοσή τους. Μέσα σε ένα τεχνολογικό και οικονομικό σύμπαν κατέχει δεσπόζουσα θέση. Κατασκευάζει την επικαιρότητα και σκηνοθετεί την ενημέρωση. Ο χρόνος της σκέψης και της ανάλυσης θυσιάζεται στο βωμό της απευθείας μετάδοσης των γεγονότων. Η τηλεόραση προσβλέπει σε έναν άμεσο και εύκολο εντυπωσιασμό δίχως να προσφέρει πολλές δυνατότητες κατανόησης. Υπηρετεί τη σύγχυση και τη λήθη και όχι την κατανόηση και τη μνήμη. Εμείς όλοι εναποθέτουμε την υποχρέωση να θυμόμαστε σε έναν εξωτερικό μηχανισμό όπως αυτόν της τηλεόρασης. Ο Πλάτων συμβούλευε τους νέους φιλοσόφους ότι η γραφή και το βιβλίο υποκαθιστούν μια ζωντανή μνήμη με μια νεκρή, με πρόσχημα την ευκολία. Η τηλεόραση με την ευκολία της πληροφόρησης εξασθενεί τη μνήμη μας. Αποτελεί «μέσο διάδοσης της αμνησίας» (Ρεζίς Ντεμπρέ). Η υπερβολική ποσότητα πληροφοριών είναι για τον θεατή χιονοστοιβάδα που του προκαλεί σύγχυση καθώς συγκαλύπτει και απωσιωπά τα ουσιώδη. Πρόκειται για μια «δημοκρατική λογοκρισία» (Θανάσης Γιαλκέτσης, 28/1/2000). Η τηλεόραση ξεκουράζει και παθητικοποιεί τον τηλεθεατή. Τον αντιμετωπίζει ως καταναλωτή ανούσιων και κενών περιεχομένου συμβολικών μορφών και ελάχιστα ως έλλογο και αυτεξούσιο κριτή (Αντώνης Μανιτάκης, 28/1/2000).

Χαρακτηριστικά ο Κώστας Τσιρόπουλος στο βιβλίο του «Η υπόθεση του ανθρώπου» αναφέρει: «Η τηλεόραση λειτουργώντας με εικόνες, προσφέρει το «άσεμνο» μιας «πραγματικότητας». Η εικόνα ενέχει κάτι το ωμό, το βίαιο, το «απολυταρχικό», το «καταπιεστικό», το «φασιστικό». Και ο σημερινός πολίτης βιαστικός, κουρασμένος, ισοπεδωμένος από την ασθματική καθημερινότητα, δεν μοιάζει να διαθέτει εσωτερικές αντιστάσεις, αρέσκειες αιτιολογημένες, εγρήγορση πνεύματος ώστε να αντιμετωπίσει κριτικά και ν΄αντισταθεί στην τηλεόραση». Ο Λουδοβίκος Φότερμπαχ λέει: «Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας  προτιμά την εικόνα από το αντικείμενο, το αντίγραφο από το πρωτότυπο, την αναπαράσταση από την πραγματικότητα, το φαινόμενο από το είναι». «Το θέαμα» αποφαίνεται ο Ντεμπώρ «είναι το κεφάλαιο σε έναν τέτοιο βαθμό συσσώρευσης ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα». Ζούμε την εποχή της καλπάζουσας οικονομίας και ο Μποντριγιάρ (Διαφάνεια του Κακού) θυμάται: «Ζούσαμε μέσα στο φαντασιακό του καθρέφτη, του διχασμού και της σκηνής, της ετερότητας και της αλλοτρίωσης. Σήμερα ζούμε μέσα στο φαντασιακό της οθόνης, της διασύνδεσης και του αναδιαπλασιασμού, της γειτνίασης και του δικτύου. Όλες οι μηχανές είναι οθόνες. Τίποτα απ΄όσα εγγράφονται στις οθόνες δεν είναι φτιαγμένο για να αποκρυπτογραφηθεί σε βάθος, αλλά για να εξερευνηθεί στιγμιαία, με μια άμεση ψυχοκάθαρση από το νόημα, με ένα βραχυκύκλωμα των πόλων της παράστασης». Ο Ιγνάσιο Ραμονέ στο βιβλίο του «Η τυραννία των ΜΜΕ» θα μας πει πως «βλέπω δεν σημαίνει κατανοώ». Η τηλεόραση βομβαρδίζει αδιάκοπα το παιδί με έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών. Ο κόσμος θρυμματίζεται σε έναν ωκεανό εικόνων, τις οποίες δυσκολεύεται να συνδέσει και να τις ενώσει μέσω του νοήματος.

Η οπτικοακουστική υπερπληροφόρηση είναι στην ουσία μια υποπληροφόρηση. Πληροφορώ δεν σημαίνει “προσφέρω όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες” αλλά παρέχω ταυτόχρονα και τον αναγκαίο χρόνο για σκέψη, ένα χώρο διαλόγου όπου σκέφτομαι την πληροφορία (Κωνσταντίνος Βρύζας,1997). Η κοινωνική σημασία της τηλεόρασης έγκειται κυρίως στο ότι παρέχει τη μεγαλύτερη από ποτέ ταυτόχρονη παραλαβή του ίδιου μηνύματος στην ιστορία της ανθρωπότητας (Στέλιος Παπαθανασόπουλος, εφημερίδα Καθημερινή).

Η τηλεόραση γίνεται ένα κοινό πεδίο αναφοράς. Οι κοινές τηλεοπτικές εμπειρίες μας οδηγούν στη συγκρότηση μιας επιφανειακής και ρηχής αίσθησης του «εμείς». Τα άτομα της ευρύτερης κοινωνίας μεγαλώνουν μέσα σε έναν κόσμο όλο και περισσότερο ομοιόμορφο που ευνοεί την λήθη. Η τηλεόραση είναι το βασικό στοιχείο της υποδομής μιας κοινωνίας, είναι το κεντρικό νευρικό σύστημα του πολιτισμού μας (Άρικ Σίγκμαν-βιβλίο: «Τηλεχειριζόμενοι: πως η τηλεόραση καταστρέφει τη ζωή μας»). Κατά τον Μποντριγιάρ τα ΜΜΕ έχουν ήδη καταργήσει κάθε δυνατότητα διάκρισης μεταξύ της αληθινής και εικονικής πραγματικότητας κι ο κόσμος είναι μια προσομοίωση (Χανς Μαγκνους Έντσενμπεργκερ).

Μέρος της τηλεοπτικής πραγματικότητας αποτελούν τα αγαπητά για τα παιδιά κινούμενα σχέδια. Ο όρος Animation προέρχεται από το λατινικό anima που σημαίνει ψυχή ή πνεύμα. Το 1/24 του δευτερολέπτου είναι χρόνος ικανός για το μάτι να καταγράψει την εικόνα. Χρειάζονται 24 εικόνες το δευτερόλεπτο.Η τεχνική των κινουμένων σχεδίων βασίζεται στη φωτογράφιση εικόνα προς εικόνα των ζωγραφισμένων ζελατινών σε συνδυασμό με το σκηνικό. Ένα πεντάλεπτο καρτούν απαιτεί 7.200 διαφορετικά σχέδια. Χρειάζονται 24 διαφορετικά σχέδια για κάθε δευτερόλεπτο προβολής. Ιστορικά το κινούμενο σχέδιο προηγήθηκε του κινηματογράφου. Στις 28 Οκτώβρη του 1892, στη Γαλλία, ο Σαρλ Εμίλ Ρεϊνό παρουσίασε στο «φανταστικό θάλαμο» του μουσείου Γκρεβέν τις πρώτες προβολές του Οπτικού Θεάτρου (Theatre Optique), που είχε δημιουργήσει το 1889. Ο Ρεϊνό δημιούργησε την οπτική ψευδαίσθηση της κίνησης -δηλαδή την animation- στις σειρές από σκίτσα πάνω σε λωρίδες με την βοήθεια καθρεφτών σε κατάλληλες γωνίες. Στην Αμερική του 1895 κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα καρτούν που προέρχονται από τα comic strips που δημοσίευαν σε συνέχειες οι εφημερίδες με καθαρά γελοιογραφικό χαρακτήρα. Με μια εκτεταμένη φιλμογραφία στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, ο Γάλλος γελοιογράφος και animator Εμίλ Κολ, έθεσε τις βάσεις που πολλοί θα ακολουθούσαν. Το 1907 είναι η χρονιά που εφευρίσκεται το γύρισμα με μανιβέλα και έτσι η κάμερα μπορεί να κάνει λήψη εικόνα προς εικόνα χωριστά. Ο Βρετανοαμερικάνος Τζέμς Στιούαρτ Μπλάκτον ήταν ο πρώτος animator που χρησιμοποίησε την τεχνική του γυρίσματος με μανιβέλα. Ο Κολ είναι αυτός που κατανοεί πρώτος την μαγεία και την αυτόνομη γλώσσα των κινουμένων σχεδίων.Μέσα από τα κινούμενα σχέδια εκφράζεται η απόλυτη φαντασία. Ο ΜακΚέι, ο επονομαζόμενος και πατέρας των κινουμένων σχεδίων, υπήρξε o οδηγός ευφυϊα της νέας αισθητικής επανάστασης του animation. Ο ΜακΚέι κατάφερε να φτιάξει τουλάχιστον εννέα ταινίες με κινούμενα σχέδια μέχρι το 1922, μα πέθανε αγνοημένος το 1934. Ο Τσακ Τζόουνς κάποτε ανέφερε: «Οι δυο πιο σημαντικοί άνθρωποι στο animation είναι οι ΜακΚέι και Ντίσνεϊ, και δεν είμαι σίγουρος ποιος πρέπει να αναφερθεί πρώτος». Η Γερμανίδα Λότε Ράινιγκερ ήταν η κυριότερη εκπρόσωπος του «animation σιλουέτας» (με πάνω από 50 φιλμ). Μεταξύ του 1923 και του 1926, με βοήθεια από τρεις animators και κάμεραμαν τον σύζυγό της, δημιούργησε το The Adventures Of Prince Achmed, ένα από τα πρώτα animation μεγάλου μήκους. Η «Οθόνη με καρφίτσες» (pin screen animation ή pinboard technique) είναι το πρώτο σύστημα μηχανικής δημιουργίας σχεδίων. Ο μεγαλοφυής δημιουργός του, ο Ρώσος Αλεξάντρ Αλεξέγιεφ,γύρισε την (πρώτη του κι υπέροχη) οκτάλεπτη ταινία «Μια Νύχτα Στο Φαλακρό Βουνό» (1933). Ο Γάλλoς σκηνoθέτης, animator, μαριονετίστας, ζωγράφος και σεναριογράφος Ρενέ Λαλoύ γύρισε πολλά καρτούν μικρού μήκους και τρία αριστουργηματικά μεγάλου μήκους. Εργάστηκε επί τέσσερα χρόνια για την πραγματοποίηση του Άγριου Πλανήτη του, μια ταινία που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το ευρωπαϊκό κινούμενο σκίτσο(1973).

Ο Ρώσος Γιούρι Νορστάιν θεωρείται θρυλική μορφή του κινουμένου σχεδίου και το πολυβραβευμένο Skazka Skazok (Το Παραμύθι Των Παραμυθιών) αποτελεί το απόλυτο αριστούργημα του, ένα από τα πιο όμορφα animations που έγιναν ποτέ. Αν και το σύνολο της ολοκληρωμένης εργασίας του στο animation δεν ξεπερνά τα 80 λεπτά (!), η τεράστια επίδραση του έργου του τον αναδεικνύει ως έναν από τους σημαντικότερους animators όλων των εποχών. Κοινά στοιχεία των ιαπωνικών anime αποτελούν η νεανική ηλικία, η αγάπη για τη βία και η μανία της εξέγερσης. Ο βασικός εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος είναι το cyberpunk Akira του 1987 (βασισμένο στο ομώνυμο manga του 1982) του Κατσουχίρο Οτόμο. Εμβλημα μιας σκληρής underground κουλτούρας, το καλύτερο anime όλων των εποχών πέρασε τα σύνορα και έγινε σύμβολο των manga και anime στον Δυτικό κόσμο. Οι σκηνές βίας είναι τόσο επιτυχημένες, ώστε ξεχνάς πως βλέπεις κινούμενα σχέδια. H αμερικανική TV σπάνια υπήρξε τόσο ανατρεπτική στα σίριαλ, όσο στις animated στιγμές που γνώρισε τη δεκαετία του 90, αρχής γενομένης από τους μακροβιότατους «Simpsons». Δέκα χρόνια μετά την πρεμιέρα των «Simpsons», ωστόσο, η οικογενειακή ευτυχία θα κινδυνεύσει ακόμη μια φορά από τον Σεθ ΜακΦάρλαντ και τη δημιουργία του «Family Guy».Στο μεταξύ, το «South Ρark» των Τρέι Πάρκερ και Ματ Στόουν είχε καταφέρει να εξαφανίσει και τα τελευταία υπολείμματα πολιτική ορθότητας με τις περιπέτειες των μαθητών ενός σχολείου στην ομώνυμη μικρή πόλη στο Κολοράντο. Το βίαιο και βρώμικο χιούμορ της σειράς, σε συνδυασμό με την ακατέργαστη αισθητική της, αφήνει εποχή. Όλα τα κινούμενα σχέδια για τα οποία μιλάμε , είναι προϊόντα που απευθύνονται σε παιδιά και έχουν ως χαρακτηριστικό τους την απλότητα στα σχέδια και τις ιστορίες.Τα κινούμενα σχέδια στους τηλεοπτικούς δέκτες δεν είναι και τόσο «αθώα» όσο φαίνονται. Πολλοί πιθανολογούν πως τα κινούμενα σχέδια «περνάνε» στα παιδιά ιδέες αντισυμβατικές ή επικίνδυνες όπως η βία, η αδικία και η εγκληματικότητα.