Οι Έλληνες της Μοζαμβίκης

Το βιβλίο «Η ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης: Συγκρότηση, Οργάνωση, Επιχειρηματικότητα» (2015) Η ελληνική παροικία της Μοζαμβίκηςείναι το τρίτο βιβλίο του ιστορικού Αντώνη Χαλδαίου. Ο συγγραφέας είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Johannesburg, ενώ το επιστημονικό του πεδίο αφορά τη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής διασποράς στην Αφρική. Έχει πραγματοποιήσει έρευνες σε χώρες της Βόρειας και Ανατολικής Αφρικής και στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, συμμετοχές σε διεθνή συνέδρια καθώς και οι ακόλουθες μονογραφίες: α) O Ελληνισμός του Μαρόκου. Η ελληνική παροικία (1904-2012), Αθήνα 2012 (ελληνικά, γαλλικά) β) Η ελληνική παροικία της Τυνησίας (16ος-21ος αι.), Αθήνα 2013, γ) Η ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης: Συγκρότηση, Οργάνωση, Επιχειρηματικότητα, Αθήνα 2015 (ελληνικά, αγγλικά) δ) Οι Έλληνες στο Burundi και τη Rwanda/Les Grecs au Burundi et au Rwanda, Αθήνα 2016 (ελληνικά, γαλλικά).
Το 2016 τιμήθηκε με το παράσημο του Αγ. Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας για τη συμβολή του στην ανάδειξη του ελληνισμού της Αφρικής.

Δομή βιβλίου

Στο πρώτο μέρος, αφού επιχειρείται μια σύντομη περιοδολόγηση της ιστορίας της Μοζαμβίκης στην οποία δίνεται ιδιαίτερη βάση στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν την περίοδο της αποικιοκρατίας, διερευνούνται αρχικά οι συνθήκες συγκρότησης της ελληνικής παροικίας. Στη συνέχεια μελετάται η ανθρωπογεωγραφία της παροικίας, η οργάνωση και η λειτουργία της σε εσωτερικό επίπεδο. Κατόπιν αναλύεται η λειτουργία θεσμών όπως τα προξενεία και η εκκλησία. Το πρώτο μέρος καταλήγει στην διερεύνηση των σχέσεων της παροικίας, αφενός με την Ελλάδα και αφετέρου με τις αρχές και το λαό της Μοζαμβίκης.

Μέλη της ελληνικής παροικίας της Βeira τη δεκαετία του ’30
Μέλη της ελληνικής παροικίας της Βeira τη δεκαετία του ’30

Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στην εξέταση της επαγγελματικής δράσης των Ελλήνων, πολλοί εκ των οποίων ήταν πρωτοπόροι σε διάφορους τομείς της οικονομικής ζωής της Μοζαμβίκης. Στις σελίδες του δεύτερου μέρους καταγράφεται η πορεία των ελληνικών επιχειρήσεων με σημαντική παρουσία στα οικονομικά δρώμενα της χώρας. Στο τέλος του βιβλίου ακολουθεί ένα Παράρτημα, στο οποίο καταγράφονται με αλφαβητική σειρά οι Έλληνες της Μοζαμβίκης, ταξινομημένοι σε δύο επί μέρους ομάδες ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασής τους.

H ελληνική παροικία του Lourenço Marques τη δεκαετία του ’20
H ελληνική παροικία του Lourenço Marques τη δεκαετία του ’20

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου για τον ελληνισμό της Μοζαμβίκης, προϊόν μακρόχρονης έρευνας σε πορτογαλικά, ελληνικά και μοζαμβικάνικα αρχεία. Περιλαμβάνει επίσης πρωτότυπες φωτογραφίες και ιστορικά έγγραφα της εποχής.

Η συγκρότηση της παροικίας 1880-1910. Η κοινότητα της Beira και του Lourenco Marques

Η μετανάστευση των Ελλήνων στη Mοζαμβίκη το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, πέρα από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν στον ευρύτερο χώρο όπου υπήρχαν εστίες του μητροπολιτικού ελληνισμού, καθορίστηκε και από τις συνέπειες της στρατηγικής των ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων στην Ανατολική Αφρική. Καταρχήν, η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ έκανε επιτακτική την ανάγκη να δημιουργηθούν ενδιάμεσοι κόμβοι-λιμάνια στην Ανατολική Αφρική, τα οποία θα έπρεπε να ανεφοδιάζουν τα διερχόμενα πλοία στο δρόμο για τις Ινδίες. Οι Έλληνες, ως ναυτικός λαός, βρέθηκαν από πολύ νωρίς στα νέα αυτά λιμάνια. Επιπρόσθετα, η σύγκρουση των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο πεδίο της διεύρυνσης της σφαίρας επιρροής τους στην Αφρική, με σκοπό την εκμετάλλευση του μέγιστου δυνατού φυσικού χώρου, ενέτεινε την αναγκαιότητα να δημιουργηθούν υποδομές, αφενός για να κινηθούν οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις σε μια ήπειρο όπου το φυσικό τοπίο καλυπτόταν από ζούγκλα και τεράστιους υδάτινους όγκους και αφετέρου για να διανοιχθούν εμπορικοί δρόμοι. Ως εκ τούτου, το πρώτο χρονικά, αλλά και το σημαντικότερο έργο που έπρεπε να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στον αγώνα για την επικράτηση στην Αφρική, ήταν η δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου, για στρατιωτικούς λόγους αλλά και για την εκμετάλλευση των ορυκτών κοιτασμάτων, τις εξαγωγές των γεωργικών προϊόντων και την εισαγωγή των μεταποιημένων αγαθών.

Τα κυριότερα σημεία εγκατάστασης των Ελλήνων στη Μοζαμβίκη ήταν η Beira, το Lourenco Marques, η Vila Pery και το Inhambane. Η εγκατάσταση των Ελλήνων στη Beira χρονολογείται από το 1890 και περιλαμβάνει στη συντριπτική τους πλειοψηφία Λημνιούς που κατέφθασαν είτε απευθείας από το νησί του Β.Α. Αιγαίου, είτε προήλθαν από την ακμαία και πολυπληθή Λημνιακή παροικία της Αιγύπτου. Στην αρχή του 20ου αιώνα άρχισαν να καταφθάνουν στο λιμάνι της Beira και οι πρώτοι Κασιώτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Dez και κατοικούσαν σε προκατασκευασμένα σπίτια από τσίγκο. Ήταν μέλη της Κασιώτικης παροικίας της Αιγύπτου και συγκεκριμένα του Port-Said και της Ισμαηλίας, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί εξαιτίας της κατασκευής της διώρυγας του Suez την περίοδο 1859-1869. Την εποχή που κατέφθασαν οι πρώτοι Έλληνες στη Beira, η πόλη ήταν ένα άθλιο και ανθυγιεινό μέρος. Οι τροπικές ασθένειες, με προεξέχουσες την ελονοσία και την ασθένεια του ύπνου μάστιζαν την περιοχή με αποτέλεσμα την αυξημένη θνησιμότητα.

Η οικία του Νίκου Χαλαμανδάρη, ενός από τους πρωτοπόρους Λημνιούς της Beira
Η οικία του Νίκου Χαλαμανδάρη, ενός από τους πρωτοπόρους Λημνιούς της Beira

Πέρα από εκείνους που εγκαταστάθηκαν στην Beira, υπήρχαν και Έλληνες που στράφηκαν προς την γεωργία και την κτηνοτροφία, αγοράζοντας τεράστιες εκτάσεις σε ακτίνα δεκάδων μιλίων μακριά από το λιμάνι, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής με κατεύθυνση τα σύνορα με τη Rhodesia. Έτσι εντοπίζονται Έλληνες από τα τέλη του 19ου αιώνα να διαμένουν στις περιοχές Dondo, Myda, Vila-Machado, Gondola, Cafumpe, Vila Pery και Macequece.

Η οικία του Ευγένιου Κούτση στη Vila Pery το 1925
Η οικία του Ευγένιου Κούτση στη Vila Pery το 1925
Η οικία του Παύλου Μπαμπιολάκη στο Cafumpe το 1925
Η οικία του Παύλου Μπαμπιολάκη στο Cafumpe το 1925

Ο δεύτερος προορισμός της ελληνικής μετανάστευσης στην Πορτογαλική Ανατολική Αφρική, αν και χρονικά προγενέστερος από εκείνον με κατεύθυνση τη Beira, ήταν το λιμάνι του Lourenço Marques. Η παρουσία των Ελλήνων στο Lourenço Marques τοποθετείται χρονικά για πρώτη φορά γύρω στο 1878 και ήταν σε άμεση συνάρτηση με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη γειτονική Νότια Αφρική και συγκεκριμένα στην περιοχή του Transvaal. Συνδέθηκε καταρχήν με την μαζική μεταναστευτική ροή εργατών, μεταξύ των οποίων και Ελλήνων, προς τη Νότια Αφρική με κύριο σκοπό την εργασία, αρχικά στα ορυχεία διαμαντιών στην περιοχή του Kimberley κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1860 και αργότερα στα ορυχεία χρυσού του Witwatersrand.

Η μετακίνηση Ελλήνων από την Νότια Αφρική προς το Lourenço Marques εντάθηκε με την έναρξη των εργασιών στη σιδηροδρομική γραμμή, η οποία με αφετηρία το λιμάνι της Πορτογαλικής Ανατολικής Αφρικής κατέληγε στην καρδιά του Transvaal, στην Pretoria. Στα πλαίσια λοιπόν των παραπάνω έργων, αρκετοί Έλληνες απασχολήθηκαν ως εργάτες, πολλοί εκ των οποίων επέλεξαν να παραμείνουν στο Lourenço Marques. Η μεταναστατευτική ροή προκλήθηκε επειδή ένας σημαντικός αριθμός των ορυχείων διέκοψε τις δραστηριότητές του και εξαιτίας των διώξεων των Βρετανών σε βάρος των Boers και των συμμάχων τους, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και Έλληνες μαχητές. Προκειμένου λοιπόν να αποφύγουν είτε το θάνατο, είτε την εξορία και τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, διέφυγαν σε γειτονικές πόλεις μεταξύ των οποίων και το Lourenço Marques.

Βέβαια καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας των ορυχείων στο Transvaal υπήρχε κινητικότητα εργατών προς τη Μοζαμβίκη. Εξαιτίας των δύσκολων και ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας στα αδαμαντωρυχεία του Kimberley και τα χρυσωρυχεία του Johannesburg, αρκετοί εργάτες άλλαξαν επάγγελμα, είτε παραμένοντας στη Νότια Αφρική είτε κινούμενοι προς το κοντινό Lourenço Marques. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Δημήτρη Σπανού, νεαρού μεταλλωρύχου από την Αράχωβα ο οποίος προσπάθησε το 1902, μαζί και με άλλους Έλληνες, να συσπειρώσει τους εργάτες στο Johannesburg προς την κατεύθυνση της δημιουργίας σωματείου προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγχρόνων του, ο Σπανός αποτέλεσε πρωτεργάτη του σοσιαλιστικού κινήματος στη Νότια Αφρική. Για άγνωστους όμως λόγους έφυγε από το Johannesburg και εγκαταστάθηκε το 1903 στο Lourenço Marques. Εκεί άνοιξε ένα πρακτορείο περιοδικών και εφημερίδων με πλήθος ξένων εκδόσεων, μοναδικό στο είδος του στην Πορτογαλική Ανατολική Αφρική. Πέρα από εκείνους που εργάζονταν στην κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου, στο Lourenço Marques υπήρχαν και Έλληνες που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της αλιείας. Πρωτοστατούν μάλιστα στις απεργίες της περιόδου 1917-1921 διεκδικώντας καλύτερες αμοιβές από τοπικό μεγαλέμπορο.  Εκτός από τους πρώτους Έλληνες που έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στο Lourenço Marques στα τέλη του 19ου, υπήρχαν και άλλοι που συνέχισαν με κατεύθυνση την επαρχία του Inhambane. Αρχικά επιβιβάζονταν στο καράβι που ξεκινούσε από το λιμάνι του Lourenço Marques και έφτανε μετά από σχεδόν 40 ώρες στο λιμάνι του Inhambane.

Η επαγγελματική δραστηριότητα των Ελλήνων και ο ρόλος τους στην οικονομία της Μοζαμβίκης

Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Μοζαμβίκη, στα τέλη του 19ου αλλά και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, απασχολήθηκαν κυρίως στον τομέα των σιδηροδρόμων, του εμπορίου, της εστίασης και της γεωργικής παραγωγής. Εκείνοι που κατέφθασαν στην πόλη της Beira εργάστηκαν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, υπό τον έλεγχο της εταιρείας Rhodesian Railways. Οι συνθήκες που αντιμετώπισαν οι Έλληνες, οι Ινδοί, οι Κινέζοι και οι υπόλοιποι που εργάστηκαν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής με αφετηρία τη Beira, ήταν ιδιαίτερα δύσκολες όχι μόνο λόγω της φύσης του έργου αλλά κυρίως λόγω των ασθενειών που μάστιζαν την περιοχή και τις επιθέσεις των άγριων ζώων. Το 60% των Ευρωπαίων που κατασκεύασαν τη σιδηροδρομική γραμμή Beira-Salisbury πέθαναν από ελονοσία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η παρουσία των Ελλήνων ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ολοκλήρωση της σιδηροδρομικής ζεύξης Beira-Salisbury λόγω της τεχνογνωσίας τους και της προϋπάρχουσας εμπειρίας σε παρόμοια έργα τόσο στην Μ. Ασία όσο και στην Αίγυπτο, αλλά επίσης και λόγω της ανθεκτικότητας τους στις εξαιρετικά δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες και στους κινδύνους της ζούγκλας. Μετά την ολοκλήρωση της σιδηροδρομικής ζεύξης με τη Rhodesia, πολλοί Έλληνες παρέμειναν στην υπηρεσία των εταιρειών και σταδιοδρόμησαν ως θερμαστές, ελεγκτές, εφαρμοστές και υπάλληλοι, ενώ πολλοί άλλοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο, στο οποίο μάλιστα από πολύ νωρίς υποσκέλισαν τους Πορτογάλους.

       Ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων, ιδιαίτερα στο Vila Pery, τo Cafumbe και το Ιnhambane, ασχολήθηκε με τον απαιτητικό και λιγότερο επικερδή τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Εντατικοποίησαν τις υπάρχουσες καλλιέργειες και εισήγαγαν νέες, όπως τα καπνά. Στο Lourenço Marques, αρκετοί δημιούργησαν από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα πρωτοποριακές μονάδες βιομηχανικής παραγωγής και έθεσαν τα θεμέλια της εκβιομηχάνισης της χώρας.

Το κτίριο του Γ. Κοκορόζη στη Beira τη δεκαετία του ’20
Το κτίριο του Γ. Κοκορόζη στη Beira τη δεκαετία του ’20
Το καπνεργοστάσιο των Ευγενίδη και Μιχαλέτου το 1900
Το καπνεργοστάσιο των Ευγενίδη και Μιχαλέτου το 1900
Το εργοστάσιο «Vitória» του Μιχ. Περαντωνάκη, το 1916
Το εργοστάσιο «Vitória» του Μιχ. Περαντωνάκη, το 1916

Δημήτρης Τσαφέντας. Ο Ελληνο-Μοζαμβικανός που χτύπησε το apartheid

Στο βιβλίο έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη ζωή του Ελληνο-Μοζαμβικανού Δημήτρη Τσαφέντα, ο οποίος σημάδεψε ευρύτερα τον ελληνισμό της Αφρικής καθώς έδωσε το πρώτο σημαντικό ράπισμα στο καθεστώς του apartheid στην Ν. Αφρική, σκοτώνοντας το 1966, μέσα στην βουλή της Ν. Αφρικής τον εμπνευστή του φυλετικού διαχωρισμού και πρωθυπουργό της χώρας Verwoerd. Μια μυθιστορηματική ιστορία ενός ανθρώπου που κατηγορήθηκε ως τρελός, καταδικάστηκε σε θάνατο, βασανίστηκε και παρέμεινε έγκλειστος στη φυλακή ακόμη και μετά το τέλος του apartheid, ενώ αποσιωπήθηκε η συνεισφορά του ακόμη και από τον Mandela.

Το βιβλίο διατίθεται από το συγγραφέα Αντώνη Α. Χαλδαίο, κατόπιν επικοινωνίας στο anchald1997@hotmail.com.