Παιδιά κοινωνικά και παιδιά μοναχά

Της Γιάννας Κουμή, Ψυχολόγου

lonelyΟι κοινωνικές σχέσεις των παιδιών έχουν υπάρξει αντικείμενο συστηματικής μελέτης εδώ και αρκετές δεκαετίες, σε διάφορες χώρες του κόσμου. Ο βασικός διαχωρισμός είναι ανάμεσα σε παιδιά εσωστρεφή (που δεν επιζητούν φανερά την συντροφιά άλλων παιδιών, ντροπαλά) και παιδιά εξωστρεφή (αυτά που αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία των κοινωνικών συναναστροφών και εξωτερικεύουν τις προτιμήσεις τους εύκολα).

Ο βαθμός εσωστρέφειας ή εξωστρέφειας ενός παιδιού εξαρτάται:
α) από την ιδιοσυγκρασία με την οποία έχει γεννηθεί, δηλαδή τις βιολογικές καταβολές του αναφορικά με το επίπεδο δραστηριοποίησης, κοινωνικότητας, δεκτικότητας στα κοινωνικά ερεθίσματα και θετικού συναισθήματος στην παρουσία και δράση άλλων ανθρώπων, και
β) από τις εμπειρίες κοινωνικοποίησης που έχει βιώσει αρχικά στην οικογένεια και έπειτα στο σχολείο ή στη γειτονιά του (όπου αυτή υπάρχει!).

Το κατά πόσο ένα παιδί είναι δημοφιλές ή όχι ανάμεσα στα συνομήλικά του παιδιά έχει φανεί ότι σχετίζεται με την εσωστρέφεια-εξωστρέφειά του, την αυτοεκτίμησή του, ακόμη και τις επιδόσεις του στο σχολείο και τη γενικότερη ικανότητά του για προσαρμογή και αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων. Τα παιδιά που είναι δημοφιλή συνήθως είναι και οι αρχηγοί της τάξης, ενώ «θυματοποιούνται» σε πολύ μικρότερο ποσοστό από τους συνομηλίκους τους, σε σχέση με τα παιδιά που απορρίπτονται ή περιθωριοποιούνται από την παρέα. Επιπλέον, τα παιδιά που απορρίπτονται ή περιθωριοποιούνται, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εκφοβίσουν με τη σειρά τους άλλα παιδιά στο μέλλον και γενικά να αναπτύξουν επιθετική συμπεριφορά.

Εδώ είναι βασικό να διακρίνουμε τα παιδιά που απορρίπτονται ή περιθωριοποιούνται φανερά, από τα παιδιά που απλά δεν είναι δημοφιλή. Τα πρώτα, τα παιδιά που απορρίπτονται ή περιθωριοποιούνται, συνήθως επιδιώκουν τη συναναστροφή με τα άλλα παιδιά, αλλά δεν γίνονται δεκτά, λόγω κάποιας ιδιαιτερότητας που τα χαρακτηρίζει, ή, συχνά, δικής τους ανάρμοστης συμπεριφοράς.

Τα δεύτερα, τα παιδιά που δεν τα προτιμούν οι άλλοι, φαίνονται σα να μην επιδιώκουν, εμφανώς τουλάχιστον, τη συντροφιά των άλλων και προτιμούν να παραμένουν μοναχικά. Θα λέγαμε ότι τα πρώτα είναι εξωστρεφή, ενώ τα δεύτερα εσωστρεφή. Τα μοναχικά παιδιά έχουν καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο από ότι τα παιδιά που απορρίπτονται φανερά, ενώ συνήθως, εφόσον είναι περισσότερο εσωστρεφή, παρουσιάζουν αυξημένη τάση για κατάθλιψη, ιδιαίτερα αν κανείς ποτέ δεν φρόντισε να τα «βγάλει» από τη μοναξιά τους.

Τι συνιστά, ωστόσο, την εξωστρέφεια, σαν χαρακτηριστικό της προσωπικότητας;

Τα παιδιά με εξωστρεφή χαρακτήρα είναι περισσότερο δραστήρια από αυτά που είναι εσωστρεφή, εκφράζουν τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απόψεις τους πιο εύκολα, είναι περισσότερο ομιλητικά και ενθουσιάζονται περισσότερο με καινούριες γνωριμίες ή δραστηριότητες. Επιπλέον, φαίνονται περισσότερο σίγουρα για τον εαυτό τους και είναι πιο διεκδικητικά και δυναμικά στη συμπεριφορά τους. Αντίθετα, τα εσωστρεφή παιδιά είναι κλειστά στον εαυτό τους, συντηρητικά στις όποιες αλλαγές στο περιβάλλον τους και φαίνονται να έχουν κάποιες ανασφάλειες και φόβους.

Ασφαλώς, χρειάζεται μεγάλη προσοχή εδώ, ώστε να μην χαρακτηρίζουμε με ευκολία ένα παιδί εξωστρεφές ή εσωστρεφές, γιατί σε ένα δεδομένο περιβάλλον ένα παιδί μπορεί να εξωτερικεύει πιο εύκολα τις σκέψεις του, να νιώθει άνετα και να επιζητά τις κοινωνικές συναναστροφές, ενώ το ίδιο παιδί, σε ένα άλλο, πιο αφιλόξενο για το ίδιο, περιβάλλον, να δείχνει περισσότερο εσωστρεφές. Επιπλέον, όπως συμβαίνει και με τους ενήλικες, ένα παιδί μπορεί να είναι εξωστρεφές, χωρίς να επιθυμεί ή να είναι ουσιαστικά ικανό να δημιουργήσει ισχυρούς φιλικούς δεσμούς, απλά να έχει πολλές, αλλά επιφανειακές «φιλίες». Αντίθετα, ένα παιδί μπορεί μεν να είναι εσωστρεφές, αλλά να μπορεί και να θέλει να δημιουργήσει λίγες και ουσιαστικές φιλικές σχέσεις.

Επομένως, αυτό που πρέπει να μας απασχολεί ιδιαίτερα, και όταν συζητάμε την κοινωνικότητα των παιδιών, είναι η ικανότητα και η διάθεσή τους να δημιουργήσουν ισχυρούς δεσμούς ή όχι, γιατί η τάση αυτή θα τα χαρακτηρίζει, εν μέρει, και στην ενήλικη ζωή τους. ‘Ενας παράγοντας σημαντικός εδώ είναι οι πρώτες εμπειρίες. Έτσι, τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση στο γονεϊκό πρότυπο (κυρίως της μητέρας τους), δηλαδή αυτά που έχουν ξεπεράσει με ασφάλεια το άγχος αποχωρισμού, θα μπορέσουν και θα επιδιώξουν να δημιουργήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης με φίλους ή με συντρόφους, αργότερα. Αντίθετα, τα παιδιά εκείνα που δεν κατάφεραν, για διάφορους λόγους, να αναπτύξουν μια ασφαλή προσκόλληση στο γονεϊκό πρότυπο, θα δυσκολευτούν περισσότερο στην ανάπτυξη τέτοιων σχέσεων στην παιδική και στην ενήλικη ζωή τους.

Οι γονείς και στη συνέχεια οι εκπαιδευτικοί μπορούν, αν εντοπίσουν κάποιο παιδί με υπερβολική συστολή ή με αδυναμία ή απροθυμία να δημιουργήσει έστω και μια φιλική σχέση μέσα στην οποία θα δίνει και θα παίρνει, θα εμπιστεύεται και θα μοιράζεται, να το βοηθήσουν σταδιακά συζητώντας και ενθαρρύνοντάς το στην αντίθετη κατεύθυνση στα πλαίσια της ομάδας. Για να είμαστε, βέβαια, ειλικρινείς, η τάση αυτή πολλών παιδιών σήμερα να δημιουργούν πολλές, αλλά όχι ουσιαστικές, «φιλίες», αντικατοπτρίζει τον μοντέρνο τρόπο ζωής μας, αυτόν του πολλά και γρήγορα…

Γιάννα Κουμή

Σημ: το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο 109ό φύλλο της εφημεριδούλας “ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ” του Ομίλου Επιμόρφωσης Γονέων (έδρα Βροντάδος Χίου)