ΛΙΚΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ – ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑ: Προ-Σουμέριοι (8500-6500), Σουμέριοι (5500-4000), Ακκάδιοι (4334-4154), Ασσύριοι (4000-2612), Βαβυλώνιοι (3894-2539), Χετταίοι (3600-3200), Ταξίδι στο Ιράκ

του Δρ. Δημητρίου Κουτάντου, εκπαιδευτικού

«Οι γεωγράφοι και οι ιστορικοί κάποτε πίστευαν ότι τα φυτά και τα ζώα πρώτα εξημερώθηκαν σε λίγες «πυρηνικές» ζώνες – στις ίδιες περιοχές όπου αργότερα εμφανίστηκαν κοινωνίες μεγάλης κλίμακας, πολιτικά συγκεντρωτικές. Στη Μέση Ανατολή υπήρχαν σιτάρι και κριθάρι, όπως επίσης πρόβατα, κατσίκια, χοίροι και βόδια στην Κίνα υπήρχαν ρύζι (ποικιλίας japonica), σόγια και μια διαφορετική ράτσα χοίρων στις Άνδεις του Περού εξημερώθηκαν οι πατάτες, η κινόα και τα λάμα στη Μεσοαμερική, το καλαμπόκι, το αβοκάντο, οι πιπεριές τσίλι. Αυτές οι ξεκάθαρες γεωγραφικές ευθυγραμμίσεις ανάμεσα στα πρώιμα κέντρα εξημέρωσης των σπαρτών και στην άνοδο των συγκεντρωτικών κρατών προκάλεσαν εικασίες ότι το πρώτο οδήγησε στο δεύτερο: ότι η παραγωγή τροφής ήταν υπεύθυνη για την εμφάνιση των πόλεων, της γραφής και της συγκεντρωτικής πολιτικής οργάνωσης, προσφέροντας πλεόνασμα θερμίδων για την υποστήριξη μεγάλων πληθυσμών και ελίτ τάξεων από γραφειοκράτες, πολεμιστές και πολιτικούς. Η επινόηση της γεωργίας -τουλάχιστον έτσι έλεγε κάποτε το παραμύθι- οδήγησε σε έναν δρόμο που κατέληξε σε Ασσύριους αρματηλάτες, κομφουκιανούς γραφειοκράτες, βασιλιάδες-ήλιους στους Ίνκα και Αζτέκους ιερείς που έπαιρναν μεγάλο μέρος της σοδειάς. Η κυριαρχία -πολύ συχνά, κυριαρχία απαίσια και βίαιη- σίγουρα θα ακολουθούσε ήταν απλώς θέμα χρόνου.

Η αρχαιολογική επιστήμη τα άλλαξε όλα. Τώρα οι ειδικοί έχουν εντοπίσει περίπου δεκαπέντε με είκοσι ανεξάρτητα κέντρα εξημέρωσης, πολλά εκ των οποίων ακολούθησαν πολύ διαφορετική πορεία ανάπτυξης απ’ ό,τι η Κίνα, το Περού, η Μεσοαμερική ή η Μεσοποταμία (που κι αυτές ακολούθησαν διαφορετικές διαδρομές, όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια). Σε αυτά τα κέντρα της πρώιμης γεωργοκτηνοτροφίας πρέπει τώρα να προστεθούν, μεταξύ άλλων, η ινδική υποήπειρος (όπου εξημερώθηκαν το καφέ κεχρί, η ροβίτσα, τα όσπρια, του είδους Macrotyloma uniflorum, το ρύζι της ποικιλίας indica και τα βόδια ζεμπού) τα λιβάδια της Δυτικής Αφρικής (όπου εξημερώθηκε το μαργαριταρένιο κεχρί ή πεννίζετο το γλαυκό)· τα κεντρικά υψίπεδα της Νέας Γουινέας (όπου εξημερώθηκαν οι μπανάνες, η κολοκασία και οι γλυκοπατάτες)· τα τροπικά δάση της Νότιας Αμερικής (όπου εξημερώθηκαν η μανιόκα και τα φιστίκια)· και τα Ανατολικά Δάση της Βόρειας Αμερικής, όπου καλλιεργούνταν μια χαρακτηριστική οικογένεια ντόπιων σπόρων (η κλουβίδα, ο ηλίανθος και η ίβα η ετήσια) πολύ πριν εισαχθεί το καλαμπόκι από τη Μεσοαμερική.» (David Graeber και David Wengrow, 2023, Η Αυγή των πάντων, Mια καινούρια ιστορία της ανθρωπότητας, σσ. 323-325).

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΠΑΝΩ: Ανεξάρτητα κέντρα εξημέρωσης φυτών και ζώων (David Graeber και David Wengrow, 2023, Η Αυγή των πάντων, μια καινούρια ιστορία της ανθρωπότητας, σελ. 324).
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΤΩ: Κέντρα προέλευσης της γεωργίας και Λίκνα του Πολιτισμού στην προϊστορία: Μεσοποταμία Εύφορη Ημισέληνος (11.000 χρόνια πριν), Κοιλάδα του Ινδού (10.500 χρόνια πριν), Λεκάνες των ποταμών Γιανγκτσέ και Κίτρινου στην Κίνα (9.000 χρόνια πριν), Ορεινά της Παπούα Νέας Γουινέας (9.000 χρόνια πριν), υπο-Σαχάρια Αφρική (5.000 χρόνια πριν), Κεντρικό Μεξικό (5.000 χρόνια πριν), Βόρεια Νότια Αμερική (5.000 χρόνια πριν) (Diamond, J. (2003). «Farmers and Their Languages: The First Expansions, Science 300: 597–603).

Από τις Απαρχές στα Λίκνα του πολιτισμού

Συνεχίζοντας από τις δύο προηγούμενες αναρτήσεις, όπου εστιάσαμε στις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού μέσα από τις νεολιθικές εξελίξεις στην Άνω Μεσοποταμία με το τέλος της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων, επισκεφθήκαμε τους πρώτους γνωστούς αρχιτεκτονικούς λατρευτικούς χώρους της ανθρωπότητας, το Göbekli Tepe (12.000 ετών) και το Karahan Tepe (11.800 ετών), καθώς και έναν από τους σημαντικότερους νεολιθικούς (ημι)αγροτικούς οικισμούς μόνιμης εγκατάστασης, το Çatalhöyük (9.500 ετών). Στη δεύτερη δημοσίευση για τις απαρχές παρουσιάσαμε την εξάπλωση της νεολιθικοποίησης προς την Ελλάδα και την Ευρώπη, καταγράφοντας τη μετάβαση των ανθρώπινων κοινοτήτων από τον κυνηγετικό-συλλεκτικό τρόπο ζωής σε πιο σταθερές μορφές αγροτικής εγκατάστασης και κοινωνικής οργάνωσης, με επισκέψεις στη Συλλογή Νεολιθικών Αρχαιοτήτων (8.500 ετών) στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα και στο μεγαλιθικό νεολιθικό μνημείο Stonehenge (5.100-3.600 χρόνια πριν) στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Στην παρούσα δημοσίευση, έπειτα από ένα ταξίδι στο Ιράκ πριν από λίγες ημέρες, παρουσιάζουμε ένα από τα πρώτα λίκνα του Πολιτισμού (Cradle of Civilization): τη Μεσοποταμία. Με τα κείμενα και τα τέσσερα βίντεο που ακολουθούν, από τον νότο προς τον βορρά, χρονολογικά, περιηγούμαστε στους Μεσοποτάμιους Βάλτους (Basra Marshes), οι οποίοι έχουν ενταχθεί στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και αποτελούν μια ζωντανή και διαρκή κοιτίδα πολιτισμού από τη νεολιθική εποχή έως σήμερα. Η αφήγηση συνεχίζεται με τους προ-σουμεριακούς πολιτισμούς, τις επισκέψεις σε εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως η θρυλική πόλη Ουρ, η ανασκαμμένη-συλημένη Βαβυλώνα των 200.000 κατοίκων και η Νινευή, καθώς και στα μουσεία της Βαγδάτης και της Βασόρας. Ακόμη, παρουσιάζουμε τα ευρήματα από τις ανασκαφές αυτών των αρχαιολογικών χώρων όπως αυτά εκτίθενται σήμερα στα ευρωπαϊκά μουσεία, στο Βρετανικό Μουσείο, στο Λούβρο και στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο. Η ενότητα για τα λίκνα δεν αφορά μόνο την παρουσίαση των πολιτισμών, αλλά και τις σχέσεις μεταξύ τους, όπως διαδραματίστηκαν τότε και όπως θα πρέπει να τους βλέπουμε σήμερα. Στο τέλος, επισυνάπτεται ένα επίμετρο με τις μεσοποτάμιες πολιτισμικές επιρροές στην Αρχαία Ελλάδα — για παράδειγμα, στο μουσείο της Βαγδάτης είδαμε την πινακίδα της σφηνοειδούς γραφής με το Πυθαγόρειο θεώρημα χίλια χρόνια πριν από τον Πυθαγόρα —και στη Βιβλική παράδοση, καθώς και η συνέχειά τους στην έννοια του Θεού κατά Σπινόζα και Αϊνστάιν.

 Απαρχές και νέες επιστήμες: Ένα ή Πολλαπλά Λίκνα του Πολιτισμού;

Για περισσότερα από 175.000 χρόνια οι σύγχρονοι άνθρωποι Homo sapiens sapiens («οι πλέον ευφυείς άνθρωποι») δεν παρήγαν τροφή. Εμφανίστηκαν στην Αφρική μεταξύ 200.000 και 100.000 ετών πριν, και σταδιακά άρχισαν να εξαπλώνονται σε άλλες ηπείρους. Οι επιστήμονες ονομάζουν αυτή την ιστορική περίοδο Παλαιολιθική Εποχή ή Εποχή του Παλαιού Λίθου, επειδή κατασκεύαζαν εργαλεία σπάζοντας πέτρες και χρησιμοποιούσαν τις αιχμηρές άκρες τους για να κόβουν και να τεμαχίζουν. Οι πρώτοι αυτοί άνθρωποι επιβίωναν συλλέγοντας άγρια τροφή και ακολουθώντας μεταναστευτικές αγέλες ζώων. Παράλληλα, δημιουργούσαν εντυπωσιακά έργα τέχνης, σκαλίζοντας κόκαλα και ζωγραφίζοντας στους τοίχους σπηλαίων/σπηλαιογραφία. Μέχρι πριν από περίπου 45.000 χρόνια, είχαν ήδη φτάσει στις περισσότερες κατοικήσιμες περιοχές του πλανήτη, βλ. τις δυο προηγούμενες δημοσίευσεις με τις απαρχές του πολιτισμού.

Όμως το τέλος της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων, περίπου πριν από 15.000 χρόνια, σηματοδότησε την απαρχή μιας εποχής ριζικών κλιματικών και πολιτισμικών αλλαγών και την επανάσταση της παραγωγής τροφίμων. Καθώς το κλίμα της Γης ζεσταινόταν, τα άγρια δημητριακά άρχισαν να εξαπλώνονται σε μεγάλες εκτάσεις. Πρώτα οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες έμαθαν να συλλέγουν αυτά τα σιτηρά να τα αλέθουν και να τα χρησιμοποιουν ως τροφή. Η ανακάλυψη ότι οι σπόροι των άγριων χόρτων μπορούσαν να καλλιεργηθούν σε νέες περιοχές αποτέλεσε την αρχή της γεωργίας. Παράλληλα, οι άνθρωποι ξεκίνησαν να εξημερώνουν ζώα όπως τα γουρούνια, τα πρόβατα, οι κατσίκες και τα βοοειδή, τα οποία σταδιακά αντικατέστησαν τα άγρια ζώα ως κύριες πηγές κρέατος. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν σε νέες «τελεστικές αλυσίδες» (βλ. τη δημοσίευση για την Άνω Μεσοποταμία και την ανάλυση του αρχαιολόγου Ian Hodder), ή «φαντασιακές τάξεις» κατά τον ιστορικό Γιουβάλ Νώε Χαράρι, Sapiens Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου (2024, σσ. 11-117): εργαλεία, τεχνικές, άρδευση, μεθόδους καλλιέργειας, αποθήκευση, ανάγκη για διατήρηση και μεταφορά των αγαθών, κοινωνική διαστρωμάτωση, πρώιμη γραφή και θεότητες που συνδέονταν με τα ουράνια σώματα και την καρποφορία, χαρακτηριστικά των πρώτων μεγάλων αγροτικών οικισμών και των πρώτων πόλεων.

Μέχρι πρόσφατα, οι ερευνητές πίστευαν ότι ο πολιτισμός θεμελιώθηκε στην Εύφορη Ημισέληνο στη Μεσοποταμία και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, βλ. τη δημοσίευση για την Πολιτιστική διάχυση/cultural diffusion. Ωστόσο, οι νεότερες αρχαιολογικές, ιστορικές, γενετικές, ανθρωπολογικές και γεωλογικές ανακαλύψεις και αναλύσεις οδήγησαν σε νέα συμπεράσματα. Σήμερα, η επιστήμη αναγνωρίζει περισσότερες περιοχές στη γη, «Λίκνα του Πολιτισμού» (Cradle of civilization), όπου αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, με πολύπλοκες κοινωνίες, πόλεις, συστήματα γραφής και οργανωμένες μορφές εξουσίας σηματοδοτώντας την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτά τα λίκνα είναι:

  1. Η Μεσοποταμία (Mesopotamia), που βρίσκεται στη σύγχρονη Μέση Ανατολή, ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη (Tigris) και Ευφράτη (Euphrates), θεωρείται συχνά το αρχαιότερο λίκνο. Εκεί άνθισαν οι πολιτισμοί των Σουμερίων (Sumerians), των Ακκαδίων (Akkadians), των Βαβυλωνίων (Babylonians) και των Ασσυρίων (Assyrians), με σπουδαία επιτεύγματα όπως η σφηνοειδής γραφή (cuneiform), ο τροχός και ο Κώδικας του Χαμουραμπί (Code of Hammurabi), στην παρούσα δημοσίευση.
  2. Η Αρχαία Αίγυπτος (Ancient Egypt), αναπτυγμένη κατά μήκος του ποταμού Νείλου (Nile), χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακά έργα όπως οι πυραμίδες, η ιερογλυφική γραφή (hieroglyphics), καθώς και η πρώιμη χρήση μαθηματικών και ιατρικής.
  3. Ο Πολιτισμός της Κοιλάδας του Ινδού (Indus Valley Civilization), με κύριες πόλεις τις Χαράπα (Harappa) και Μοχέντζο-Ντάρο (Mohenjo-daro), άνθισε στην περιοχή του σημερινού Πακιστάν και της βορειοδυτικής Ινδίας, κατά μήκος του ποταμού Ινδού (Indus). Ξεχώρισε για τον προηγμένο αστικό σχεδιασμό, το αποχετευτικό σύστημα, τη χρήση σταθμισμένων μέτρων και τη γραφή του Ινδού (Indus script).
  4. Η Αρχαία Κίνα (Ancient China), γύρω από τον ποταμό Κίτρινο (Yellow River), φιλοξένησε τους πολιτισμούς των δυναστειών Σια (Xia), Σανγκ (Shang) και Ζου (Zhou). Σημαντικές καινοτομίες ήταν τα οστά μαντείας με την πρώιμη κινέζικη γραφή (oracle bones), η μπρούντζινη μεταλλουργία και η πρώιμη γραφειοκρατική διοίκηση.
  5. Στη Μεσοαμερική (Mesoamerica), οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί, όπως οι Ολμέκοι (Olmecs), έθεσαν τις βάσεις για τους μεταγενέστερους Μάγια (Maya) και τους Αζτέκους (Aztecs). Ανέπτυξαν πολύπλοκα ημερολόγια, συστήματα γραφής και εντυπωσιακή ναοδομία. Στη Νότια Αμερική, ο πολιτισμός Νόρτε Τσίκο (Norte Chico) στο σημερινό Περού, είναι από τους αρχαιότερους. Ανέπτυξε συστήματα άρδευσης και χρησιμοποιούσε το Κίπου (quipu), ένα σύστημα από κορδόνια και κόμπους για την καταγραφή των πληροφοριών.
  6. Ορισμένοι μελετητές περιλαμβάνουν και άλλες περιοχές όπως την Υποσαχάρια Αφρική (Sub-Saharan Africa), με τον πολιτισμό Νόκ (Nok) και τα πρώιμα κράτη της Σαχέλης, αλλά και επιπλέον τμήματα της Νοτιοανατολικής Ασίας (Southeast Asia), το αρχαίο Βιετνάμ και τη Ταϊλάνδη. Ο όρος «λίκνο του πολιτισμού» χρησιμοποιείται λιγότερο αυστηρά για να περιγράψει και άλλους αρχαίους πολιτισμούς, όπως η Ελλάδα/Ρώμη ως λίκνο του δυτικού πολιτισμού, με την Κνωσσό να θεωρείται η «πρώτη ευρωπαϊκή πόλη», βλ. την επόμενη δημοσίευση.

Ένα «λίκνο του πολιτισμού» είναι λοιπόν μια τοποθεσία όπου αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός ανεξάρτητα από τους άλλους, με βασικά χαρακτηριστικά ενός οργανωμένου και σύνθετου κοινωνικού συστήματος: την ύπαρξη πόλεων, την οργανωμένη κυβέρνηση, ενός συστήματος γραφής, την κοινωνική ιεραρχία, την εξειδίκευση της εργασίας, το γεωργικό πλεόνασμα, την ανεπτυγμένη θρησκεία και αρχιτεκτονική, τις τεχνολογικές καινοτομίες, το εμπόριο και την πολιτιστική έκφραση. Με βάση αυτές τις ταξινομήσεις είναι οργανωμένα και τα ευρήματα στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Με την πρόσφατη επίσκεψη στο Ιράκ, ολοκληρώνεται η μελέτη μου για το πρώτο λίκνο του ανθρώπινου πολιτισμού, τη Μεσοποταμία.

Από το Γκιομπεκλί Τεπέ (περ. 12.000 πριν) και το Τσαταλχουγιούκ (περ. 9.600 πριν) στους προ-Σουμεριακούς πολιτισμούς (8.500-6.000 πριν): Samarra (8.000 – 7.500 χρόνια πριν), Hassuna (8.500 – 8.000 χρόνια πριν), Halaf (8.000 – 7.400 χρόνια πριν), Ubaid (7.900 – 6.400 χρόνια πριν)

Είδαμε σε προηγούμενη επίσκεψη και δημοσίευση την εμφάνιση των πρώτων αρχιτεκτονικών λατρευτικών χώρων της ανθρωπότητας στην Άνω Μεσοποταμία/στο «Χρυσό Τρίγωνο της Εύφορης Ημισέληνου» το Γκιομπεκλί Τεπέ (Göbekli Tepe, περ. 11600 χρόνια πριν), το οποίο θεωρείται το αρχαιότερο γνωστό αρχιτεκτονικό λατρευτικό κέντρο, με μνημειώδεις λίθινες στήλες σε κυκλική διάταξη που μαρτυρούν σύνθετες τελετουργικές πρακτικές και κοινωνική συνεργασία σε μια προ-αγροτική κοινωνία (Schmidt, K. (2010), Göbekli Tepe – the Stone Age Sanctuaries. Documenta Praehistorica). Στη συνέχεια, επισκεφτήκαμε ένα από τους σημαντικότερους νεολιθικούς οικισμούς το Τσατάλχογιουκ (Çatalhöyük, περίπου 9400–7200 χρόνια πριν) στην κεντρική Ανατολία, μία από τις πρώτες μεγάλες μόνιμες (ημι)αγροτικές εγκαταστάσεις, με πληθυσμό έως και 10.000 κατοίκους, όπου το κυνήγι, η εποχιακή καλλιέργεια και η εξημέρωση ζώων συνδυάζονταν με μια αναπτυγμένη κοινωνική οργάνωση και τη λατρεία των προγόνων (Hodder, I. (2006). The Leopard’s Tale: Revealing the Mysteries of Çatalhöyük. Thames & Hudson).

Ωστόσο οι μεγάλοι νεολιθικοί οικισμοί όπως το Τσατάλχογιουκ δεν συνιστούν μετάβαση σε μια μόνιμη εγκατάσταση με τα χαρακτηριστικά ενός «αστικού» πολιτισμού. Ο Βρετανός προϊστορικός αρχαιολόγος Gordon Childe και ο Αμερικανός αρχαιολόγος Charles Redman προτείνουν δέκα πρωτογενή και δευτερογενή χαρακτηριστικά για το χαρακτηρισμό ενός λίκνου του πολιτισμού. Πρωτογενή χαρακτηριστικά: α. εγκατάσταση σε πόλεις, β. πλήρης εξειδίκευση της εργασίας, γ. συγκέντρωση πλεονάζουσας παραγωγής, δ. κοινωνική διαστρωμάτωση (τάξεις), ε. οργάνωση κράτους (κυβέρνηση). Δευτερογενή χαρακτηριστικά: στ. μνημειακά δημόσια έργα, ζ. εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, η. τυποποιημένη μνημειακή τέχνη, θ. γραφή, ι. αριθμητική, γεωμετρία και αστρονομία (Childe, V. G., & Redman, C. L. (1950/1978). Characteristics of civilization. Adapted from Childe’s The Urban Revolution (1950) and Redman’s The Rise of Civilization).

Στην εξέλιξη και διαδοχή των πολιτισμών αξίζει να αναφερθούμε στους προ-Σουμεριακούς πολιτισμούς (8.500-6.300 χρόνια πριν) στην περιοχή της Μεσοποταμίας, ευρήματα των οποίων είδαμε σε πολλές γκαλερί των ευρωπαϊκών μουσείων και στο Μουσείο της Βαγδάτης, βλ. παρακάτω τα σχετικά βίντεο, με διακριτά είδη κεραμικής τέχνης, τεχνολογιών, πολιτισμοί οι οποίοι με τις ανακαλύψεις τους βοήθησαν στη μετάβαση για τη δημιουργίας των πρώτων αστικών κέντρων. Περίπου 8.500 χρόνια πριν εμφανίζονται αυτοί οι μετα-νεολιθικοί αγροτικοί πολιτισμοί στη Μεσοποταμία, ξεκινώντας με τον Πολιτισμό Χασούνα (Hassuna culture, 8500–8000 χρόνια πριν) που επικεντρωνόταν στη βόρεια περιοχή με βάση την ξηρική γεωργία και την πρώτη χρήση ζωγραφισμένης κεραμικής (Akkermans, P. M. M. G., & Schwartz, G. M. (2003). The Archaeology of Syria. Cambridge University Press). Ακολουθούν ο Πολιτισμός Χαλάφ (Halaf culture, 8000–7400), με πολυτελή κεραμική και πιθανή κοινωνική ιεραρχία, και ο Πολιτισμός Σαμάρα (Samarra culture, 8000–7500), που εισάγει πρώιμα αρδευτικά έργα και αποθήκες, στοιχεία που υποδεικνύουν αυξανόμενη κοινωνική οργάνωση, επισκεφτήκαμε αυτή την περιοχή (Cruells, W., & Nieuwenhuyse, O. (2004), The Proto-Hassuna and Hassuna Periods in Northern Iraq: A reassessment. Paleorient). Τέλος, ο Πολιτισμός Ουμπαΐντ (Ubaid culture, 7.900–6.400 χρόνια πριν) σηματοδοτεί την εξάπλωση των πρώτων γεωργικών κοινοτήτων στις νότιες πεδιάδες της Μεσοποταμίας, με τη χρήση του αρότρου, του τροχού και την ίδρυση των πρώτων πόλεων, όπως η Ερίδου (Eridu), η οποία σύμφωνα με τον Σουμεριακό Κατάλογο των Βασιλέων (Sumerian King List) ήταν η πρώτη πόλη όπου «κατήλθε η βασιλεία από τον ουρανό» (Jacobsen, T. (1939). The Sumerian King List. University of Chicago Press). Αυτή η εξελικτική πολιτισμική αλυσίδα, τελεστική και φαντασιακή, κορυφώνεται με την εμφάνιση του Πολιτισμού των Σουμερίων (Sumerians), ο οποίος είναι ο πρώτος πλήρως ανεπτυγμένος αστικός πολιτισμός της περιοχής, βλ. παρακάτω το βίντεο στο Μουσείο της Βαγδάτης.

«Η εξάπλωση της γεωργίας σε όλη τη Μεσοποταμία συνοδεύτηκε από μια διαδοχή πολιτισμών, καθένας από τους οποίους οριζόταν από το ξεχωριστό του ύφος στη διακοσμημένη κεραμική. Αυτοί οι πολιτισμοί έθεσαν τις τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές βάσεις των μετέπειτα μεσοποταμιακών πολιτισμών. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο πολιτισμός της Hassuna/Χασούνα (6500–6000 π.Χ.), που περιοριζόταν κυρίως στη βόρεια Μεσοποταμία, όπου οι βροχοπτώσεις επέτρεπαν την ξηρική γεωργία. Οι άνθρωποι της Χασούνα ήταν οι πρώτοι που παρήγαγαν ζωγραφισμένη κεραμική, την οποία έψηναν σε ειδικά φούρνους (οι περισσότεροι πρώιμοι αγγειοπλάστες έψηναν τα αγγεία τους σε φωτιές). Ήταν επίσης οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν σφραγίδες ως σημάδια ιδιοκτησίας [που υιοθετήθηκαν μεταγενέστερα και στη Μινωική Κρήτη]— μια πρακτική που διαδόθηκε ευρέως στη Μεσοποταμία — και ήταν από τους πρώτους που έκαναν κατεργασία μολύβδου και χαλκού για την κατασκευή απλών εργαλείων και κοσμημάτων.

Αυξανόμενα Σημάδια Πλούτου. Ο πολιτισμός της Χασούνα χαρακτηριζόταν από μια απλή κοινωνική δομή, με λίγα σημάδια μεγάλων διαφορών πλούτου ή κύρους. Οι επόμενοι πολιτισμοί, Halaf/Χαλάφ και Sammara/Σαμάρα, δείχνουν ενδείξεις μεγαλύτερης κοινωνικής πολυπλοκότητας. Οι άνθρωποι Χαλάφ περιορίζονταν ακόμα κυρίως στην περιοχή ξηρικής γεωργίας, αλλά ανασκαφές σε μια αποθήκη στην Αρπαχίγια, η οποία περιείχε κεραμικά υψηλής ποιότητας, λίθινα εργαλεία, κοσμήματα και γλυπτά, υποδηλώνουν ότι διοικούνταν από αρχηγούς που πλούτιζαν ελέγχοντας το εμπόριο της κοινότητάς τους. Οι άνθρωποι της Σαμάρα ήταν οι πρώτοι που ανέπτυξαν τεχνικές κατασκευής καναλιών για την άρδευση σε μεγάλη κλίμακα. Αυτά τα έργα αποδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένων κοινωνιών με ισχυρή ηγεσία. Χρησιμοποιώντας αυτές τις τεχνικές, που αρχικά αναπτύχθηκαν για την ενίσχυση των αποδόσεων στις ξηρικές περιοχές, έγιναν οι πρώτοι γεωργοί που εγκαταστάθηκαν στην άγονη πεδιάδα πλημμυρών της κεντρικής Μεσοποταμίας. Η εγκατάσταση στη νότια Μεσοποταμία ολοκληρώθηκε από τον Πολιτισμό Ubaid/Ουμπαΐντ, που αναπτύχθηκε γύρω στο 5900 π.Χ.

Η άρδευση επέτρεψε στους γεωργούς να αξιοποιήσουν πλήρως την πλούσια αργιλώδη γη και η πυκνότητα του πληθυσμού στις πεδιάδες αυξήθηκε γρήγορα. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε ακόμα περισσότερο με την εφεύρεση του αρότρου γύρω στο 4500 π.Χ. Άλλες καινοτομίες των Ουμπαΐντ περιλάμβαναν τον κεραμικό τροχό και, πιθανόν, το ιστίο. Οι Ουμπαΐντ ίδρυσαν πολλά νέα αγροτικά χωριά, αρκετά από τα οποία εξελίχθηκαν σε μικρές πόλεις με πληθυσμούς χιλιάδων κατοίκων. Η πιο γνωστή — και πιθανώς και η αρχαιότερη — ήταν η Ερίδου, στη νότια Μεσοποταμία. Η Ερίδου αναπτύχθηκε γύρω από ένα συγκρότημα ναών που ήδη διέθετε πολλά από τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των μεταγενέστερων μεσοποτάμιων ναών.

Παρά τα πλούσια εδάφη της, η νότια Μεσοποταμία στερείται βασικών φυσικών πόρων, όπως πέτρα για κατασκευή εργαλείων και κτιρίων, ξυλεία και μεταλλεύματα, οπότε το εμπόριο ήταν ζωτικής σημασίας για τους Ουμπαΐντ και συνέβαλε στη διάδοση της επιρροής τους περισσότερο από οποιονδήποτε προηγούμενο πολιτισμό της Εγγύς Ανατολής. Γύρω στο 5400 π.Χ., είχε αντικαταστήσει τον Χαλαφιανό πολιτισμό στη βόρεια Μεσοποταμία και η επιρροή του Ουμπαΐντ είχε φτάσει μακριά, ως τις ακτές του Περσικού Κόλπου και το Μπαχρέιν» (Haywood, J. (2005). The Penguin Historical Atlas of Ancient Civilizations, σσ. 24-25, βλ. και τον επόμενο χάρτη). Αυτή η έλλειψη φυσικών υλικών, όπως η ξυλεία που θα επέτρεπε το ψήσιμο των τούβλων, είχε ως αποτέλεσμα μόνο να στεγνώνουν τα τούβλα από πηλό στον ήλιο. Αυτός ο παράγοντας θεωρείται ίσως ο βασικότερος λόγος διάβρωσης των μνημείων των μεσοποτάμιων πολιτισμών μέχρι σήμερα, διατηρείται βέβαια η ιστορικότητα τους. Αντίθετα, στον πολιτισμό της Κοιλάδας του Ινδού παρατηρείται η χρήση ψημένων τούβλων, γεγονός που συνέβαλε στην καλύτερη διατήρηση των μνημειακών τους κατασκευών.

Προ-σουμερικοί πολιτισμοί: Κόκκινος κύκλος Πολιτισμός Hassuna 6500-6000 π.Χ., Πράσινος κύκλος Πολιτισμός Samarra 6000-5500 π.Χ., Καφέ κύκλος Πολιτισμός Halaf 6000-5400 π.Χ., Μωβ Κύκλος Πολιτισμός Ubaid 5900-4340 π.Χ. με άρδευση πριν από το 5500 π.Χ. (Haywood, J. (2005). The Penguin Historical Atlas of Ancient Civilizations, σελ. 25).

Ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, η γέννηση των θεοτήτων και της γραφής

Για σχεδόν 5000 χρόνια, η έρημος του σημερινού Ιράκ έκρυβε τα ίχνη ενός από τα πρώτα λίκνα πολιτισμού της ανθρωπότητας: τους Σουμέριους (Sumerians). Ήταν οι πρώτοι που επινόησαν τη γραφή, καθόρισαν τον χρόνο σε λεπτά και δευτερόλεπτα, και δημιούργησαν γιγαντιαίες πόλεις και δίκτυα εμπορίου. Ανέπτυξαν περισσότερο τη γεωργία, τις τέχνες, τις τεχνικές άρδευσης και άφησαν πίσω τους μύθους που επηρέασαν άλλους πολιτισμούς και τη Βίβλο. Οι ανασκαφές του 19ου αιώνα έφεραν στο φως πόλεις όπως η Ουρ (Ur), η Ουρούκ (Uruk), η Νιππούρ (Nippur) και η Γκίρσου (Girsu). Οι Σουμέριοι κατάφεραν σε υψηλό βαθμό να ελέγξουν τα ποτάμια μέσω καναλιών, φραγμάτων και ταμιευτήρων, θεμελιώνοντας έναν αγροτικό-αστικό πολιτισμό.

Ο πλούτος των δημητριακών και οι θρησκευτικές πρακτικές μετέτρεψαν τις πόλεις σε κέντρα οικονομίας, πολιτικής και λατρείας. Σημαντικές θεότητες ήταν ο Ενλίλ (Enlil), ο Ένκι (Enki), η Ινάννα (Inanna/ Ishtar) και ο Σαμάς (Shamash). Οι ναοί (ziggurats) και τα λατρευτικά αγάλματα βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης και στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής. Ο θρύλος του Κατακλυσμού και το Έπος του Γκιλγκαμές (Epic of Gilgamesh) αποτυπώνουν την ανθρώπινη αγωνία απέναντι στη φύση και τον χρόνο. Η ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησε στην επινόηση της σφηνοειδούς γραφής (cuneiform) και της νομικής τάξης, όπως καταδεικνύει η Στήλη του Χαμουραμπί (Code of Hammurabi), που κωδικοποίησε τους νόμους των Σουμερίων. Ωστόσο, το ίδιο σύστημα που τους ανέδειξε, συνέβαλε και στην παρακμή τους. Η υπερβολική άρδευση οδήγησε σε αλάτωση του εδάφους μειώνοντας τις γεωργικές αποδόσεις. Η πληθυσμιακή πίεση, οι φυσικές καταστροφές, και η ανάδυση νέων πολιτισμών, όπως των Ασσυρίων (Assyrians) και των Βαβυλωνίων (Babylonians), σήμαναν το τέλος του Σουμέρ (Sumer) γύρω στο 2004 π.Χ. Κι όμως, η κληρονομιά τους δεν χάθηκε. Μέσω άλλων λαών, μέσω των Ελλήνων, των Ρωμαίων και της Βίβλου, οι ιδέες τους ταξίδεψαν και διαμόρφωσαν τη δυτική πολιτισμική παράδοση, άφησαν στην ανθρωπότητα ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα εφευρετικότητας και ιστορικής μνήμης.

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ: Ουρ/Ur, Βαβυλώνα/Babylon, Πύλη Ιστάρ/Gate Istar, Nineveh, Ζιγκουράτ, βάλτοι, προσουμέριοι, βίντεο διάρκειας 67’ λεπτών.  Μεσοποτάμια Έλη (Bashra Marsh): μια ζωντανή κοιτίδα πολιτισμού από την νεολιθική εποχή έως σήμερα μνημείο της ΟΥΝΕΣΚΟ. Σουμεριακή πόλη Ουρ (Ur) (3800–500 π.Χ.) ζιγκουράτ, βασιλικοί τάφοι, με ξεχωριστό αρχαιολογικό ενδιαφέρον και σημαντική ιστορική κληρονομιά, όπως το Standard of Ur, που αποτυπώνει τις κοινωνικές και πολιτιστικές απόψεις της εποχής. Βαβυλώνα (Babylon) (2300–539 π.Χ.) πόλη του Χαμουραμπί, παλαιο-Νεοβαβυλώνιοι 200.000 κάτοικοι με εμβληματικά μνημεία όπως η Πύλη της Ιστάρ και οι Κρεμαστοί Κήποι φημισμένη για την αρχιτεκτονική της. Ακκαργκούφ (Dur-Kurigalzu) (1400–1150 π.Χ.) πρωτεύουσα των Κασσιτών με εντυπωσιακό ζιγκουράτ και σημαντικά ανασκαφικά ευρήματα και υπολείμματα της Βασιλικής Πύλης και των ανακτόρων. Νινευή (Nineveh) (6000–612 π.Χ.) πρωτεύουσα της Ασσυριακής αυτοκρατορίας, πολιτιστικό και διοικητικό κέντρο, γνωστή για τη Βιβλιοθήκη του Ασσύριου βασιλιά Ασουρμπανιπάλ, οι ανασκαφές έφεραν στο φως γλυπτά, επιγραφές με τη σφηνοειδή γραφή και τοιχογραφίες. Ελληνιστική Χάτρα (Hatra) (3ος αι. π.Χ. – 3ος αι. μ.Χ.) οχυρωμένη πόλη των Πάρθων με ελληνιστικές-ρωμαϊκές επιρροές, σπουδαία πολιτιστική και στρατηγική τοποθεσία με αξιοθαύμαστα διασωζόμενα γλυπτά στο Μουσείο της Βαγδάτης. Αρχαία Κτησιφώντα (3ος αιώνας π.Χ. μέχρι το 224 μ.Χ.) πρωτεύουσα της Παρθικής Αυτοκρατορίας, με εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και πολιτιστικά μνημεία. Σαμάρα (Samarra) (5500 π.Χ. – 9ος αι. μ.Χ.) προ-σουμεριακοί πολιτισμοί και πρωτεύουσα του Αββασιδικού Χαλιφάτου, γνωστή για το τέμενος που επηρέασε ευρύτερα την ισλαμική αρχιτεκτονική.

Η γραφή αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό στην εμφάνιση των ανεξάρτητων λίκνων του πολιτισμού με την ιερογλυφική στην Αίγυπτο, την μη αποκωδικοποιημένη γραφή στην κοιλάδα του Ινδού, την πρώτη κινέζικη γραφή στις μαντικές επιγραφές πάνω στα οστά ζώων στην Κίνα (βλ. τη δημοσίευση για τη Μογγολία), το σύστημα καταγραφής Quipu στην Νότια Αμερική κ.ά. Στη Μεσοποταμία η γραφή ήταν η σφηνοειδή (Cuneiform) γραφή. Σε όλο τον κόσμο έχουν βρεθεί περίπου μισό εκατομμύριο πινακίδες σφηνοειδούς γραφής, οι οποίες αποκαλύπτουν ανεκτίμητες πληροφορίες για τα πρώτα βήματα της ανθρώπινης συστηματικής παρατήρησης (Online: The Epic of Gilgamesh, Lecture by Andrew George, ακαδημαϊκός και μεταφραστής του Έπους του Γκιλγκαμές), ενώ στην μελέτη της έχει προστεθεί και η τεχνητή νοημοσύνη για τη συμπλήρωση π.χ. του Έπους του Γιλγαμές. Ο Dr. Irving Finkel, συγγραφέας και επιμελητής του Τμήματος Μεσοποτάμιων Πολιτισμών στο Βρετανικό Μουσείο και ειδικός στη σφηνοειδή γραφή, είναι υπεύθυνος για τη μελέτη περίπου 200.000 διασωθέντων πινακίδων, αυτές μας ανοίγουν ένα παράθυρο στον κόσμο τους, τους μύθους, τα σχολεία, τους οιωνούς και τους θεούς τους.

«Όλοι στη Μεσοποταμία, οι περισσότεροι, έπρεπε πραγματικά να γνωρίζουν τον νυχτερινό ουρανό. Τον έβλεπαν κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους, κοιτάζοντας εκεί πάνω, σκέφτηκαν: «Οι θεοί ζουν εδώ». Έβλεπαν, για παράδειγμα, το φεγγάρι και άρχισαν να συνδέουν αυτά που έβλεπαν με μυθολογικές αφηγήσεις, ιδέες και γνώσεις που είχαν. Αλλά μερικοί από αυτούς παρατήρησαν κάτι πιο βαθύ: ότι κάτι που ήταν στον ουρανό πριν από μερικές εβδομάδες τώρα δεν είναι πια εκεί. Και τότε ήρθε η ερώτηση: «Πώς γίνεται αυτό;». Αρκεί μόνο ένα έξυπνο άτομο να κάνει αυτή την ερώτηση, και τότε ξεκινά η διαδικασία: συλλογή πληροφοριών, παρακολούθηση, μελέτη.

Άρχισαν να παρακολουθούν τα μονοπάτια που ακολουθούν τα αστέρια, πώς κινούνται τα ουράνια σώματα. Κατανόησαν την εκλειπτική, μπορούσαν να προβλέψουν εκλείψεις. Ήξεραν εκατομμύρια φορές περισσότερα από τους περισσότερους ανθρώπους σήμερα για το πώς λειτουργεί ο ουρανός. Και όλα αυτά γιατί ήταν μέρος της καθημερινότητάς τους — κάθε νύχτα. Και χρειάζεται μόνο λίγα άτομα να αναρωτηθούν: «Πώς γίνεται να υπάρχει ο Γαλαξίας;», και τότε έχουμε την αρχή της αστρονομίας και της αστρολογίας. Η αστρονομία είναι η επιστημονική παρατήρηση των φαινομένων, ώστε να κατανοηθούν οι αρχές τους και να προβλεφθεί η μελλοντική τους εξέλιξη. Η αστρολογία είναι ένα είδος «ξαδέρφου» της, με τις ίδιες παρατηρήσεις, αλλά συνδέεται με γεγονότα και προβλέψεις για τις ζωές των ανθρώπων – του βασιλιά, ή μέσω προσωπικών ωροσκοπίων. Αυτές οι δύο —η αστρονομία και η αστρολογία— ανήκουν στο ίδιο «ύφασμα» πάνω από τα κεφάλια μας. Είναι μέρος της διανοητικής διαδικασίας από την οποία προέκυψαν και οι οιωνοί, δηλαδή τα σημάδια που ερμηνεύουν την πραγματικότητα.

Όταν πήγαινες σχολείο στη Μεσοποταμία, μπορεί να μιλούσες Ακκαδικά ή Βαβυλωνιακά, αλλά έπρεπε να μάθεις και τις δύο γλώσσες εντελώς. Όλη η γνώση ήταν δίγλωσση. Η ανάγνωση και η γραφή δεν ήταν απλώς καθημερινά εργαλεία, ήταν νοητικά θεμέλια. Αυτό δημιούργησε μια εγκεφαλική δομή, ενσωματωμένη, όπου η αιτία και το αποτέλεσμα, η μετάβαση από το ένα στο άλλο, ήταν οργανικά συνδεδεμένες. Όπως και στα λεξιλογικά κείμενα: μια λέξη δεν σημαίνει ακριβώς το ίδιο όταν μεταφράζεται — μια λέξη μπορεί μερικές φορές να σημαίνει κάτι, άλλοτε κάτι διαφορετικό. Όλα είναι λεπτά, αποχρώσεις, και έπρεπε να το μάθουν αυτό. Αυτός ο μηχανισμός νοητικής ερμηνείας, η κατανόηση ενός πράγματος μέσα από όρους ενός άλλου, είναι θεμέλιο για την ερμηνεία οιωνών: ότι τα πράγματα στον κόσμο αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά όχι με απόλυτη ταύτιση. Η σχέση είναι πάντα λεπτή. Και νομίζω ότι είναι μεγάλο λάθος να υποτιμάμε τη λεπτότητα και την ομορφιά του Βαβυλωνιακού διανοητικού κόσμου – ένας από τους πιο σπουδαίους που υπήρξαν». (Online Archeology Now: Unlocking the Secrets of Mesopotamian Magic with Dr. Irving Finkel). Οι οιωνοί γίνονται πολιτισμικές πραγματικότητες, ένα μοντέλο μαντικής με συκώτι αρνιού μαζί με τους 120 ερμηνευτικούς καταλόγους που είδαμε στο Βρετανικό Μουσείο, εξάγεται σε άλλους πολιτισμούς και υιοθετείται χιλιάδες χρόνια μετά στα Μαντεία της Αρχαίας Ελλάδας.

Τα άστρα που βλέπουν κάθε νύχτα, τα ουράνια σώματα μαζί με τις φυσικές δυνάμεις της γης γίνονται και καταγράφονται ως θεοί. Η κοσμογονία της Μεσοποταμίας όπως αποτυπώνεται στο Ενούμα Ελίς (Enuma Elish, περ. 18ος–12ος αι. π.Χ.), παρουσιάζει αξιοσημείωτες θεματικές ομοιότητες με τη Θεογονία του Ησίοδου (Theogony, περ. 8ος αι. π.Χ.). Και στα δύο έργα, ο κόσμος ξεκινά από μια αρχέγονη, αδιαμόρφωτη κατάσταση και εξελίσσεται στους θεούς. Φυσικά, αλλαγές υπάρχουν στη σκέψη και στα νοήματα, αλλά το γενεαλογικό δέντρο των θεών παραμένει. Στο Ενούμα Ελίς: «Όταν ψηλά ο ουρανός δεν είχε ακόμη ονομαστεί, κι από κάτω η γη δεν είχε όνομα…» Στον Ησίοδο, Θεογονία (στ. 116): « τοι μν πρώτιστα Χάος γένετ’·…» / «Πρώτα απ’ όλα γεννήθηκε το Χάος…». Όσον αφορά τους κοινούς πλανήτες και θεούς:

  • Ο πλανήτης Ουρανός αντιπροσωπεύεται από τον Ανού (Anu), τον ανώτατο πατέρα των θεών του σουμερικού πανθέου, αρχή της κοσμικής τάξης, εξουσίας και θεϊκής ιεραρχίας, που μέσω του ιερατείου και του βασιλιά καθορίζει τον κόσμο και τις τύχες των ανθρώπων. Συνδέθηκε με τον Ουρανό των Ελλήνων.
  • Ο πλανήτης Ήλιος ταυτιζόταν με τον Ούτου (Utu) ή Σαμάς (Shamash), θεό του φωτός, της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της θείας αποκάλυψης του φωτός και της ηθικής τάξης. Αντίστοιχος θεός στην ελληνική μυθολογία είναι ο Απόλλων.
  • Η Σελήνη αντιπροσωπεύεται από τον Νάνναρ (Nannar) ή Σιν (Sin), θεό του χρόνου, της μαντικής και των ρυθμών του κύκλου της ζωής και της φύσης, δηλαδή της προβλεψιμότητας του χρόνου. Στους μεταγενέστερους πολιτισμούς ταυτίστηκε με τον Θωθ στην Αίγυπτο, την Άρτεμη στους Έλληνες και τη Luna στους Ρωμαίους.
  • Ο πλανήτης Αφροδίτη σχετιζόταν με την πανίσχυρη σουμεριακή θεότητα Ινάννα (Inanna) ή την ακκαδική και βαβυλωνιακή Ιστάρ (Ishtar), θεά του έρωτα, της γονιμότητας αλλά και του πολέμου. Ο διττός συμβολισμός της — ως θεά της ζωής και του θανάτου, της αγάπης και της βίας — απεικονίζει την ένταση ανάμεσα στο δημιουργικό και το καταστροφικό στοιχείο της ίδιας της φύσης: εύφορη και καταστροφική, όπως ακριβώς ήταν εκτεθειμένοι σε μια ξηρασία ή μια πλημμύρα. Αντίστοιχη μορφή στους Έλληνες είναι η Αφροδίτη και στους Ρωμαίους η Venus.
  • Ο πλανήτης Δίας, ο μεγαλύτερος στο ηλιακό σύστημα, συνδέθηκε με τον Μαρντούκ (Marduk), θεό που από μικρής σημασίας στη σουμεριακή παράδοση εξελίχθηκε σε ύψιστη θεότητα κατά τη Βαβυλωνιακή περίοδο, ως συμβολισμός της τάξης επί του χάους. Ο Μαρντούκ οργανώνει το σύμπαν, επιβάλλει το νόμο και φέρνει δομή στην κοσμογονία. Αυτόν υπηρετεί ο νομοθέτης Χαμουραμπί με τους ανθρώπινους-θεϊκούς νόμους. Αντίστοιχος θεός είναι ο Δίας στους Έλληνες και ο Jupiter στους Ρωμαίους.
  • Ο πλανήτης Ερμής έχει πιο συμβολικό και φιλοσοφικό παραλληλισμό, συνδεόμενος με τη Ναμμού (Nammu), θεά της πρωταρχικής θάλασσας, της δημιουργίας και του χάους, που αντιστοιχεί στη Γαία ή την Τηθύ ως αρχέγονη θεότητα της δημιουργίας και των πρωταρχικών νερών.
  • Ο πλανήτης Άρης ταυτιζόταν με τον Νεργκάλ (Nergal), θεό του πολέμου, του θανάτου, της φωτιάς και της βίας ως μέσου κάθαρσης, και αντιστοιχεί στο θεό Άρη, του πολέμου, της βίας και της καταστροφικής κάθαρσης.
  • Ο πλανήτης Κρόνος αντιπροσωπεύεται από τον Ενλίλ (Enlil), θεό του ανέμου, της ατμόσφαιρας και της εξουσίας επί της γης, που επέβαλε κανόνες και τιμωρίες και προστάτευε τη θεϊκή και ανθρώπινη τάξη. Στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία αντανακλά τον Κρόνο (Cronos) και τον Saturnus. Οι θεοί λειτουργούσαν ως προστάτες των πόλεων και πηγές νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Το θεϊκό πάνθεο λειτουργούσε ως αντανάκλαση του φυσικού κόσμου και των ανθρώπινων θεσμών, προσδίδοντας θεϊκή νομιμότητα σε κάθε πλευρά της κοινωνικής και φυσικής ζωής.

Ακόμη, ο Ίσκουρ ήταν ο Σουμέριος θεός των καταιγίδων, της βροντής και του ανέμου. Ταυτιζόταν με τον Ακκαδικό θεό Αδάντ (Adad) και είχε ιδιαίτερη σημασία σε περιοχές που εξαρτώνταν από τη βροχή, συμβόλιζε την δύναμη της φύσης, ικανή για καρποφορία ή καταστροφή. Εικονιζόταν πάνω σε ταύρο σύμβολο δύναμης και γονιμότητας. Χρονολογείται από την 3η χιλιετία π.Χ. στις πόλεις Ουρούκ, Λαγκάς, και αργότερα στην Ασσυρία και στη Βαβυλώνα… μέχρι τη Μινωική Κρήτη. Αυτή είναι η ιστορία του ταύρου και της Ινάννας, ή αλλιώς του Δία και της Ευρώπης έξω από τις Βρυξέλλες σήμερα. Η οροσειρά Ταύρος, ο μυθικός αρσενικός Ταύρος, και η θεά Ινάννα «γέννησαν» τους μεσοποτάμιους πολιτισμούς. Τα Όρη του Ταύρου από όπου πηγάζουν ο Τίγρης και ο Ευφράτης φέρνουν νερό και πλούσια λάσπη, μαζί με τη γονιμότητα και τα δώρα της Ινάννα, έφεραν στον κόσμο τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Στον σουμεριακό μύθο «Η Ινάννα και ο Ενκί» (Inanna and Enki), η θεά επισκέπτεται τον θεό της σοφίας και με πονηριά αποκτά τα ιερά δώρα (mes), που αντιπροσώπευαν τα βασικά στοιχεία του πολιτισμού: την ηγεσία, την ιεροσύνη, τη σοφία, τη μουσική, τη γραφή, το δίκαιο, την οικογένεια, τη σεξουαλικότητα και το χάος. Φέρνοντάς τα στην πόλη της, την Ουρούκ (Uruk) την έκανε κέντρο εξουσίας, τεχνολογίας και πνευματικότητας. Οι πόλεις-κράτη ενοποιήθηκαν υπό την Ακκαδική Αυτοκρατορία και αργότερα μετασχηματίστηκαν στις αυτοκρατορίες της Ασσυρίας και Βαβυλώνας. Παρά τη συνεχή πολεμική δραστηριότητα, οι Μεσοποτάμιοι έχτισαν μνημειακά παλάτια και ζιγκουράτ – ναούς για τελετουργική επικοινωνία με τους θεούς. Οι Βαβυλώνιοι ανέπτυξαν ένα μαθηματικό σύστημα που όρισε τις 60 δευτερόλεπτα, τα 60 λεπτά και τις 360 μοίρες. Χώρισαν το έτος σε δώδεκα μήνες και παρατήρησαν επτά πλανήτες. Η Μεσοποταμία γνώρισε την ακμή και την πτώση – με την κατάκτηση της Βαβυλώνας το 539 π.Χ. αλλά οι ιδέες της δεν χάθηκαν. Τα σαθρά τούβλα κονιορτοποιήθηκαν, οι πόλεις της χάθηκαν κάτω από την άμμο, αλλά η κληρονομιά της επιβιώνει στα μαθηματικά, την αστρονομία, τη γραφή, το μύθο, τον ανθρώπινο πολιτισμό σήμερα.

ΜΟΥΣΕΙΑ ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΒΑΓΔΑΤΗ & ΒΑΣΟΡΑ, βίντεο διάρκειας 52’ λεπτών) Εθνικό Μουσείο του Ιράκ στη Βαγδάτη (The Iraq Museum): Παλαιολιθική και Νεολιθική περίοδος, Προ-Σουμεριακοί Πολιτισμοί (Pre-Sumerian Cultures) (περ. 6000–4000 π.Χ.): Χασούνα (Hassuna) – 6000–5250 π.Χ.: Πρώιμες γεωργικές κοινότητες στη βόρεια Μεσοποταμία, Σαμάρα (Samarra) – 6000–4800 π.Χ.: Κεραμική υψηλής αισθητικής και πρώιμα αρδευτικά έργα στη βόρεια Μεσοποταμία. Χαλάφ (Halaf) – 6000–5000 π.Χ.: Πολύχρωμη κεραμική και οικισμοί με κοινωνική οργάνωση στη βόρεια Μεσοποταμία, Ουμπαΐντ (Ubaid) – 5300–4000 π.Χ.: Ναοί, οικισμοί, αρχιτεκτονική από πλίνθους στη νότια Μεσοποταμία, Γκαλερί Σουμερίων (Sumerian Gallery) – 3000–2004 π.Χ.: Περιλαμβάνει σφηνοειδείς πινακίδες, αγάλματα, σφραγίδες και ευρήματα από Ουρ, Ουρούκ και Λαγκάς. Γκαλερί Ακκαδικών και Βαβυλωνιακών Πολιτισμών (Akkadian & Babylonian Gallery) – 2340–539 π.Χ.: Παρουσιάζει τη μετάβαση από τους Ακκάδες στους Παλαιο- και Νεοβαβυλώνιους, με πινακίδες, νόμους και γλυπτά. Γκαλερί Ασσυρίων (Assyrian Gallery) – 14ος–7ος αιώνας π.Χ.: Ανάγλυφα από παλάτια, αρχεία, βασιλικές απεικονίσεις από τη Νινευή και τη Νιμρούντ. Γκαλερί Χάτρας (Hatra Gallery) – 139 π.Χ.–226 μ.Χ.: Γλυπτά και αρχιτεκτονικά στοιχεία από τη σημαντική παρθική πόλη-φρούριο. Γκαλερί Ισλαμικής Περιόδου (Islamic Gallery) – 7ος αι. μ.Χ.–Οθωμανική εποχή: Τέχνη, κεραμικά, επιγραφές και κοσμήματα από την ισλαμική ιστορία του Ιράκ. Μουσείο Βασόρας (Basrah Museum): Γκαλερί Σουμερίων (Sumerian Gallery) – 3000–2004 π.Χ.: Αντικείμενα από τον πρώτο μεγάλο πολιτισμό της Μεσοποταμίας. Γκαλερί Βαβυλωνίων (Babylonian Gallery) – 1894–539 π.Χ.: Εκθέματα από την παλαιοβαβυλωνιακή έως τη νεοβαβυλωνιακή περίοδο. Γκαλερί Ασσυρίων (Assyrian Gallery) – 14ος–7ος αιώνας π.Χ.: Έργα από την περίοδο ακμής της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας. Γκαλερί Βασόρας (Basrah Gallery) – Ισλαμική και Νεότερη Περίοδος (7ος αι. μ.Χ.–σύγχρονη εποχή): Για την ιστορία της πόλης της Βασόρας.

Μεσοποτάμιοι λαοί, ιστορικές περίοδοι, αρχαιολογικές ανασκαφές  

Όπως οι κοίτες του Τίγρη και του Ευφράτη μεταβάλλονταν συνεχώς, έτσι και η ιστορία της Μεσοποταμίας χαρακτηρίζεται από πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές. Πολλοί λαοί και δυναστείες εμφανίζονται, εναλλάσσονται, συγκρούονται, πολεμούν μεταξύ τους.

Αναφέραμε έως τώρα τους προ-σουμεριακούς πολιτισμούς (8.500-6.000 χρόνια πριν). Ακολούθησαν οι Σουμέριοι, που εγκαταστάθηκαν στη νότια Μεσοποταμία περίπου 6000 χρόνια πριν και ανέπτυξαν τις πρώτες πόλεις-κράτη όπως η Ουρ και η Ουρούκ.

Περίπου το 4400 οι Ακκάδιοι, υπό την ηγεσία του Σαργών του Μεγάλου, ίδρυσαν την πρώτη αυτοκρατορία στην ιστορία, ενοποιώντας τις σουμεριακές πόλεις. Η ακκαδική γλώσσα και κουλτούρα συγχωνεύτηκαν με τη σουμεριακή, δημιουργώντας μια κοινή πολιτισμική παράδοση που διήρκεσε αιώνες.

Οι Γουτιείοι, ένας ορεινός λαός από τα βουνά Ζάγρος, κατέλαβαν τη Μεσοποταμία γύρω στο 4150, μετά την πτώση των Ακκαδίων, αλλά η κυριαρχία τους υπήρξε σύντομη και ασταθής.

Ακολούθησαν οι Βαβυλώνιοι, με επίκεντρο την πόλη της Βαβυλώνας. Η Παλαιοβαβυλωνιακή περίοδος (περ. 3894–3595) κορυφώθηκε με τον Χαμουραμπί, ο οποίος συνέταξε έναν από τους αρχαιότερους γνωστούς νομικούς κώδικες. Οι Βαβυλώνιοι διακρίθηκαν στην αστρονομία, τη νομοθεσία και την αρχιτεκτονική (βλ. το βίντεο με τις Αρχαιότητες της Μεσοποταμίας και την επίσκεψη στη Βαβυλώνα).

Οι Κασσίτες, ορεινός λαός από τα βορειοανατολικά, εισέβαλαν και κυριάρχησαν στη Βαβυλώνα μετά την πτώση της Παλαιοβαβυλωνιακής δυναστείας, γύρω στο 3595. Κυβέρνησαν για περίπου τέσσερις αιώνες, υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό τον βαβυλωνιακό πολιτισμό.

Οι Ασσύριοι, με αρχική έδρα την πόλη Ασσούρ και αργότερα τη Νινευή, εξελίχθηκαν σε στρατοκρατική και ιδιαίτερα οργανωμένη αυτοκρατορία. Από το 3000 έως το 2700, επέκτειναν την κυριαρχία τους και πέραν της Μεσοποταμίας.

Μετά την πτώση των Ασσυρίων, οι Χαλδαίοι — σημιτικής καταγωγής, όπως και οι Βαβυλώνιοι, οι Ασσύριοι και οι Αραμαίοι — ανέλαβαν την εξουσία και ίδρυσαν τη Νεοβαβυλωνιακή Αυτοκρατορία (2626–2539), με ηγετικό πρόσωπο τον Ναβουχοδονόσωρ Β΄, γνωστό για την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ και την ανοικοδόμηση της Βαβυλώνας, με τους περίφημους Κρεμαστούς Κήπους και τη μεγάλη βιβλιοθήκη.

Σημαντικό ρόλο στην περιοχή διαδραμάτισαν και οι Ελαμίτες, με κέντρο τη Σούσα από το 4700. Συχνά συγκρούονταν με Σουμέριους, Ακκάδιους, Ασσύριους και Βαβυλώνιους.

Τέλος, οι Χετταίοι, ινδοευρωπαϊκός λαός της Μικράς Ασίας με κέντρο τη Χαττούσα, κυριάρχησαν από το 3700 έως το 3200. Συγκρούστηκαν με τους Αιγυπτίους και ανέπτυξαν ισχυρό κράτος με γραπτούς νόμους και οργανωμένη διοίκηση.

Χάρτης με τους μεσοποτάμιους λαούς και πολιτισμούς, και τις πόλεις-κράτη

Μια άλλη μορφή ταξινόμησης των μεσοποτάμιων πολιτισμών, την οποία συναντάμε συχνά και σε μουσειακές εκθέσεις, είναι αυτή που βασίζεται στις ιστορικές περιόδους: Η Προϊστορική και Πρωτοδυναστική Περίοδος (περίπου7500–4900) περιλαμβάνει την περίοδο Ubaid/Ουμπαΐντ, κατά την οποία εμφανίζονται οι πρώτοι οργανωμένοι οικισμοί με χαρακτηριστικά που προμηνύουν την αστική ζωή, όπως η συστηματική γεωργία, η ανέγερση ναών και η παραγωγή κεραμικών. Ακολουθεί η Ουρουκική Περίοδος (6100–5900), η οποία χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των πρώτων πόλεων, την εμφάνιση της σφηνοειδούς γραφής και την εντατικοποίηση των εμπορικών δραστηριοτήτων. Η Πρώιμη Δυναστική Περίοδος (4900–4334) είναι εποχή ακμής των ανεξάρτητων πόλεων-κρατών, που συχνά συγκρούονταν μεταξύ τους, ενώ αναδεικνύονται σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Εαννάτουμ της Λαγκάς και ο Γκιλγκαμές της Ουρούκ. Η Ακκαδική Αυτοκρατορία (4334–4154) ιδρύεται από τον Σαργών της Ακκάδ, ο οποίος κατακτά τις σουμεριακές πόλεις και ενοποιεί τη Μεσοποταμία σε ένα συγκεντρωτικό κράτος. Μετά την πτώση των Ακκαδίων ακολουθεί η περίοδος της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ (4112–4004), κατά την οποία οι ηγεμόνες Ουρ-Ναμμού και Σουλγκί επανιδρύουν τη διοικητική δομή, θεσπίζουν νόμους, ενισχύουν θεσμούς, ναούς και την εκπαίδευση. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή για την άνθηση της λογοτεχνίας, της τέχνης και της γραφειοκρατίας, πριν την τελική κατάρρευση λόγω εξωτερικών επιθέσεων. Η φάση της Υποχώρησης και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (μετά το 4000) σηματοδοτεί την πολιτική παρακμή της Σουμερίας, αλλά και τη μακροχρόνια διατήρηση και διάχυση της πολιτιστικής της επιρροής στους μεταγενέστερους λαούς της περιοχής.

Η καταγωγή των Σουμέριων παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα στην επιστημονική έρευνα, κυρίως εξαιτίας της μοναδικής τους γλώσσας, η οποία αποτελεί γλωσσική απομόνωση, δηλαδή δεν ανήκει ούτε στις σημιτικές, ούτε στις ινδοευρωπαϊκές ή άλλες γνωστές οικογένειες γλωσσών. Οι κύριες θεωρίες για την προέλευσή τους είναι τρεις: η θεωρία της αυτοχθονίας, που υποστηρίζει ότι οι Σουμέριοι εξελίχθηκαν από τους νεολιθικούς πληθυσμούς της προσουμεριακής κουλτούρας Ουμπαΐντ/Ubaid· η θεωρία της μετανάστευσης, σύμφωνα με την οποία πληθυσμοί ψαράδων από τις καταβυθισμένες περιοχές του Περσικού Κόλπου μετακινήθηκαν βόρεια λόγω ανόδου της στάθμης των υδάτων, και μια πιο αμφιλεγόμενη υπόθεση αφρικανικής καταγωγής, βασισμένη σε γενετικά και κρανιομετρικά δεδομένα που συνδέουν τους πρώιμους πληθυσμούς της Μεσοποταμίας με τους Νατουφίους της Εγγύς Ανατολής και ενδεχομένως με πληθυσμούς της Βόρειας Αφρικής (Lazaridis et al., 2016). Αν και καμία θεωρία δεν έχει αποδειχθεί οριστικά, η επικρατέστερη σήμερα είναι η άποψη της τοπικής εξέλιξης των Σουμέριων εντός της νότιας Μεσοποταμίας ενσωματώνοντας επιρροές από γειτονικούς μεταναστευτικούς πληθυσμούς.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, πολλές ανασκαφικές αποστολές πραγματοποιήθηκαν στη Μεσοποταμία από Βρετανούς, Γάλλους και Γερμανούς ψάχνοντας να εντοπίσουν τα μέρη και τα γεγονότα που αναφέρονταν στην Παλαιά Διαθήκη, όπως η Βαβυλώνα (Babylon), η Εδέμ (Eden), ο Κατακλυσμός (Flood) και ο Πύργος της Βαβέλ (Tower of Babel). Η αποκρυπτογράφηση των σφηνοειδών επιγραφών και η αναγνώριση της λέξης «Σουμέρ» (Sumer) το 1869 από τον Ζυλ Οππέρ (Jules Oppert) έδωσε το όνομα στον πολιτισμό των Σουμερίων. Το 1877, ο Ερνέστ ντε Σαρζέκ (Ernest de Sarzec) ανακάλυψε την Γκίρσου (Girsu), φέρνοντας στο φως τη Στήλη των Γυπών (Stele of the Vultures) και αγάλματα του βασιλιά Γουδέα (Gudea). Από το 1889 έως το 1900, αμερικανικές ανασκαφές στη Νιππούρ (Nippur) σύντομα αποκάλυψαν ότι η βιβλιοθήκη του ναού στη Νιππούρ διατηρούσε μια απαράμιλλη συλλογή σουμεριακής λογοτεχνίας, περίπου το 80% όλων των γνωστών σουμεριακών λογοτεχνημάτων έχει βρεθεί εκεί, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιότερων εκδοχών των μύθων της Δημιουργίας και του Κατακλυσμού, καθώς και αποσπασμάτων από το Έπος του Γκιλγκαμές. Το 1902–03, ο Ρόμπερτ Κόλντεβεϋ (Robert Koldewey) στη Σουρουππάκ (Shuruppak) έφερε στο φως πινακίδες. Στην Ουρούκ (Uruk) εντοπίστηκαν από Γερμανούς οι πρώτες μορφές γραφής, το Ζιγκουράτ του Ανου (Anu Ziggurat) και το Αγγείο της Ουάρκα (Warka Vase). Στην Έριντου (Eridu), οι ανασκαφές ανέδειξαν διαδοχικά επίπεδα ναών, επιβεβαιώνοντας την πνευματική της σημασία.

Την περίοδο 1922–1934, ο σερ Λέοναρντ Γούλεϊ (Sir Leonard Woolley) ανέσκαψε στην Ουρ (Ur) το Βασιλικό Νεκροταφείο (Royal Cemetery), αποκαλύπτοντας πλούσιους τάφους, όπως της βασίλισσας Πουάμπι (Puabi), με χρυσά κτερίσματα, μουσικά όργανα και το Πρότυπο της Ουρ (Standard of Ur) με σκηνές πολέμου και ειρήνης και κοινωνικής οργάνωσης που είδαμε στο Βρετανικό μουσείο, αλλά και χρυσά κοσμήματα, διακοσμητικά από λάπι λάζουλι, μουσικά όργανα όπως η λύρα με κεφαλή ταύρου, και πάνω από χίλιες σφηνοειδείς πινακίδες έργα σουμεριακής λογοτεχνίας, από μύθους και έπη έως ύμνους και παροιμίες. Για την ανασκαφή στην Ουρ και την ανάλυση των ευρημάτων έχουμε αναφερθεί στη δημοσίευση για την πολιτισμική διάχυση.

Σχολιάζει τα ευρήματα της ανασκαφής και τις ανθρωποθυσίες ο μελετητής Joseph Cambell (1996) στο βιβλίο του Πρωτόγονη μυθολογία και παραθέτει αποσπάσματα από το ημερολόγιο του ανασκαφέα: «Η εκπληκτικότερη, ίσως, αποκάλυψη, που έφθασε ως εμάς για το τι σήμαινε μυθολογία σε εκείνη τη μακρινή εποχή, όταν το πλανητικό μυστήριο ενεργοποιείτο στη γη από θεϊκούς βασιλιάδες που πέθαιναν και έπαιρναν μαζί τους ολόκληρο το θίασο της παρέλασής τους, ίσως να είναι οι «βασιλικοί τάφοι» της Ουρ στο κοιμητήριο της ιερής σουμεριακής πόλης του σεληνιακού θεού Νάνα. Οι ανασκαφέντες τάφοι, όπως ανακοίνωσε ο Λέοναρντ Γούλεϊ που τους ανακάλυψε, συμπεριελάμβαναν δύο ειδών ενταφιασμούς: των κοινών θνητών και των βασιλέων». Ο ανασκαφέας Λέοναρντ Γούλεϊ γράφει, περιγράφοντας την πορεία της δραματικής του ανακάλυψης:

«Σε ένα ρηχό, κατηφορικό όρυγμα βρήκαμε να κείνται πλάι-πλάι πέντε σώματα. Εκτός από τα χάλκινα εγχειρίδια στη μέση τους και ένα ή δύο μικρά πήλινα κύπελα, δεν είχαν κανένα από τα συνηθισμένα ταφικά κτερίσματα. Όμως, ακόμη και το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί ένας αριθμός σωμάτων συγκεντρωμένος με αυτόν τον τρόπο, ήταν ασυνήθιστο. Έπειτα, κάτω από αυτούς βρέθηκε ένα επικαλυπτικό στρώμα. Ακολουθώντας το βρεθήκαμε σε μια άλλη ομάδα σωμάτων. Ήταν δέκα γυναίκες, προσεκτικά τοποθετημένες σε δύο σειρές. Φορούσαν καλύμματα κεφαλής από χρυσό, λαζουρίτη και περίπλοκα περιδέραια από χάντρες. Ούτε και εκείνες είχαν τα συνήθη ταφικά κτερίσματα. Στο τέλος της σειράς υπήρχαν τα απομεινάρια μιας θαυμάσιας άρπας με το ξύλο της σαπισμένο, αλλά τη διακόσμησή της άθικτη, σε σημείο που μπορούσε να ανακατασκευαστεί. Στην κορυφή της η κατακόρυφη ξύλινη πλευρά ήταν επιχρυσωμένη και σε αυτήν ήταν στερεωμένα τα καρφιά με το χρυσό κεφάλι που κρατούσαν τις χορδές. Στις γωνίες του ηχείου υπήρχε ψηφιδωτό από κόκκινη πέτρα, λαζουρίτη και λευκό κέλυφος. Από μπροστά προεξείχε ένα έξοχο κεφάλι ταύρου, δουλεμένο σε χρυσό με μάτια και γενειάδα από λαζουρίτη. Κατά μήκος των υπολειμμάτων της άρπας υπήρχαν τα οστά ενός αρπιστή, εστεμμένου με χρυσό.

Είχαμε πλέον βρει τις χωμάτινες πλευρές του λάκκου στον οποίο βρίσκονταν τα σώματα των γυναικών και μπορούσαμε να δούμε πως τα σώματα των πέντε ανδρών βρίσκονταν στην εξέδρα που οδηγούσε κάτω προς το λάκκο. Ακολουθώντας το λάκκο κατά μήκος συναντήσαμε περισσότερα οστά. Στην αρχή μας μπέρδεψαν καθώς δεν ήταν ανθρώπινα, όμως το νόημά τους σύντομα ξεκαθαρίστηκε. Λίγο πιο μέσα από την είσοδο του λάκκου υπήρχε ένα ξύλινο άρμα. Μπροστά από το άρμα βρέθηκαν οι συντετριμμένοι σκελετοί δύο γαϊδάρων, με τα σώματα των ιπποκόμων στο κεφάλι τους. Στην κορυφή των οστών βρισκόταν το διπλό δακτυλίδι, που ήταν κάποτε προσαρτημένο στο στύλο, διαμέσου του οποίου περνούσαν τα ηνία. Ήταν ασημένιο και όρθια πάνω του υπήρχε ένα χρυσό ειδώλιο με τη μορφή γαϊδάρου, εντυπωσιακής πλαστικότητας (σσ. 240-242) […].

«Είναι σαφές», γράφει ο Λέοναρντ κλείνοντας τη ζωντανή αυτή περιγραφή της εκπληκτικής ανακάλυψης, «ότι όταν πέθαινε κάποιο βασιλικό πρόσωπο, εκείνος ή εκείνη συνοδευόταν στον τάφο από όλα τα μέλη της αυλής. Ο βασιλιάς είχε στο θάλαμο τουλάχιστον τρεις ανθρώπους μαζί του και εξήντα δύο στο νεκρικό λάκκο. Η βασίλισσα είχε είκοσι πέντε συνολικά» (σελ. 247).

«Είναι σαφές», γράφει, «πως αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν εξαθλιωμένοι σκλάβοι που θανατώνονταν όπως τα βόδια, αλλά επίτιμα πρόσωπα που έφεραν τους μανδύες του αξιώματός τους και πήγαιναν, μάλλον εκούσια, σε μια τελετή, η οποία σύμφωνα με το πιστεύω τους δεν ήταν παρά η διάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλο, από την υπηρεσία ενός θεού στη γη στην υπηρεσία του ίδιου θεού σε μια άλλη σφαίρα… Η ανθρωποθυσία περιοριζόταν αποκλειστικά στις ταφές βασιλικών προσώπων. Στους τάφους των κοινών θνητών, όσο πλούσιοι και αν ήταν, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ανθρωποθυσίας, ούτε καν υποκατάστατου, όπως πήλινα ειδώλια κ.λπ. που είναι τόσο συνηθισμένα στους αιγυπτιακούς τάφους. Σε πολύ μεταγενέστερους χρόνους οι Σουμέριοι βασιλιάδες θεοποιούνταν όσο ζούσαν και μετά το θάνατό τους τιμούνταν ως θεοί. Στις ταφικές τελετουργίες τους οι προϊστορικοί βασιλείς της Ουρ διακρίνονταν τόσο πολύ από τους υπηκόους τους επειδή και εκείνοι θεωρούνταν υπερανθρώπινες, γήινες θεότητες. Όταν οι χρονικογράφοι έγραφαν στα χρονικά του Σουμέρ ότι «μετά τον Κατακλυσμό η βασιλεία επανήλθε ξανά από τους θεούς» λίγο-πολύ αυτό εννοούσαν. Εάν λοιπόν ο βασιλιάς ήταν Θεός, δεν πέθαινε όπως πεθαίνουν οι άνθρωποι, αλλά μετέβαινε. Συνεπώς, ίσως να μην ήταν συμφορά αλλά προνόμιο για τα μέλη της αυλής να συνοδεύσουν τον αφέντη τους και να συνεχίσουν στην υπηρεσία του» (σελ. 248).

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΛΟΥΒΡΟ, ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ, ΠΕΡΓΑΜΟΥ, βίντεο διάρκειας 140’ λεπτών. BRITISH MUSEUM, ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ: Μεσοποταμία: αίθουσες με εκθέματα από προ-Σουμέριους, σφηνοειδή γραφή, ανασκαφή στους βασιλικούς τάφους Ουρ, και τη μετάβαση από αγροτικούς οικισμούς στις πρώτες πόλεις. Εκθέματα όπως το Λάβαρο της Ουρ, το Ram in a Thicket που παραπέμπει στη βιβλική θυσία του Αβραάμ, το άγαλμα του Γουδέα, βασιλιά της Λαγκάς, και το βασιλικό παιχνίδι που θυμίζει το ζατρίκιο της Κνωσού. Οι Βαβυλώνιοι εκπροσωπούνται με τον Χαμουραμπί, το Έπος του Γιλγαμές, πρακτικές μαντείας με συκώτι αρνιού που πέρασαν και στους Έλληνες, καθώς και τη Βαβυλωνιακή εκδοχή του κατακλυσμού του Νώε. Εκτίθεται ο πρώτος χάρτης του κόσμου και κομμάτια από τη βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ. Παρουσιάζονται επίσης οι Χετταίοι, το Ουραρτού, και ο θεός της καταιγίδας Iskur/Adad πάνω σε ταύρο – θεότητα διπλής φύσης (ζωογόνος/καταστροφική). Περιλαμβάνονται ευρήματα από τους Φοίνικες, το Τελ Χαλάφ, με τη μετάβαση από 800 σύμβολα στο 24γράμματο αλφάβητο που επηρέασε το ελληνικό, ταφικά έθιμα από την Ιεριχώ με επιχρισμένα κρανία όπως στο Γκεμπεκλί Τεπέ. Εμβληματική η μορφή του Λαμάσου, του υβριδικού προστάτη με κεφάλι ανθρώπου, σώμα ταύρου/λιονταριού και φτερά, καθώς και τα μυστηριώδη σύμβολα εξουσίας σε μορφή «τσάντας» από το 6000 π.Χ., παρόντα και στο Γκεμπεκλί Τεπέ. Σημαντικά επίσης τα βασιλικά ανάγλυφα κυνηγιού λιονταριών από το παλάτι του Ασσουρμπανιπάλ Β’ στη Νιμρούντ, και η μετάβαση από πόλεις σε Ασσυριακή αυτοκρατορία. ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΟΥΒΡΟΥ: Εκθέματα από Μεσοποταμία, Ιράκ, Ιράν, Λεβάντες, Σουμέριους και Ακκάδιους (2340–2200 π.Χ.), δυναστεία Λαγκάς (2150–2100 π.Χ.), Ουρ (2112–2004 π.Χ.), και ταφικά κτερίσματα με σύμβολα του ταύρου. Παρουσιάζονται ειδώλια τριαδικών θεοτήτων, μονός πέλεκυς από μπρούτζο, Ασσύριοι έμποροι στην Καππαδοκία, και θυσίες ζώων από τη Μάρι. Στην περιοχή του Ιράν, ξεχωρίζει ιερός ταύρος 3000 π.Χ. με μεταλλικό αγγείο, ευρήματα από τη Σούσα (ιδρύθηκε περ. 4000 π.Χ., μία από τις τέσσερις πρωτεύουσες της Περσικής Αυτοκρατορίας), έργα από Φοίνικες, Σιδώνα, Βύβλο, Κύπρο και σχέδια με επιρροές από Αίγυπτο και Ιωνία. ΜΕΤ – METROPOLITAN MUSEUM ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ (προσωρινή φιλοξενία στο Λούβρο): Εκθέματα από Σουμέριους, περίοδο Jarmo και Ομπαίντ, με γυναικείο ειδώλιο 8000 ετών. Περίοδος Ουρούκ (4100–2900 π.Χ.), οι πρώτες μορφές σφηνοειδούς γραφής, πόλεις Umma και Lagash. Παρουσιάζεται χρονογραμμή 7500 π.Χ.–650 μ.Χ., καθημερινές σκηνές προσφορών, άγαλμα του Ebih-II από τη Mari, η Ιστάρ, και θυσιαστικές παραστάσεις. Εκθέματα για το εμπόριο του Μάρι με Ιράν, Αφγανιστάν, Κοιλάδα Ινδού, και σημαντικές μορφές: Σαργών, Γουδέας, Ακκάδιοι, Δυναστείες Λαγκάς και Ουρ, Korshabad, Sharbon B’, και οι «τσάντες» σε συνάφεια με το Γκεμπεκλί Τεπέ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΡΓΑΜΟΥ/ΒΕΡΟΛΙΝΟ: Κυρίαρχο έκθεμα η επιβλητική Πύλη της Ιστάρ από τη Βαβυλώνα, τμήμα του αρχαίου τείχους με αναπαραστάσεις λεόντων, δράκων και ταύρων, σύμβολα δύναμης και θεϊκής προστασίας.

«Στις κυλινδρικές σφραγίδες της Μεσοποταμίας, όπου απεικονίζονται πολλά από τα βασικά μοτίβα της αρχαιότατης μυθολογίας αυτής της εποχής, υπάρχει μια εικόνα που απαντάται συχνά. Σε ένα ανάκλιντρο, στρωμένο με προβιά και πόδια σε σχήμα ταύρου, είναι ξαπλωμένοι ένας άντρας και μια γυναίκα με έναν ιερέα να λειτουργεί στα πόδια τους. «Φαίνεται σίγουρο», παρατηρεί ο Χένρι Φράνκφορτ, «πως έχουμε εδώ τον τελετουργικό γάμο του θεού και της θεάς. Στην περίοδο της ιερατικής πόλης-κράτους, όμως, (αν και όχι και στις μεταγενέστερες περιόδους της Μεσοποταμίας) ο θεός και η θεά ενσαρκώνονταν στο βασιλιά και τη βασίλισσα. Στο θάλαμο της βασίλισσας στο βασιλικό τάφο υπήρχε όπως είδαμε «το κεφάλι μιας αγελάδας από ασήμι». Ο θάλαμος του βασιλιά είχε συληθεί, αλλά υπήρχαν άρπες φτιαγμένες με τέτοιο τρόπο, που το ηχείο τους τέλειωνε σε πανέμορφα χρυσά κεφάλια ταύρων. Δε γνωρίζουμε με ποιο τρόπο θανατώνονταν οι βασιλιάδες (ή οι ιερείς που εκείνη την εποχή πλέον μπορεί να χρησιμοποιούνταν ως αντικαταστάτες τους, περί το 2500 π.Χ.). Είναι, όμως, σαφής ο τρόπος του θανάτου της Σουμπαντ. «Στα υπολείμματα μιας ξύλινης νεκρικής κλίνης κειτόταν το σώμα της βασίλισσας και κοντά στο χέρι της ένα χρυσό κύπελο». Η αυλή της είχε ταφεί πάνω από τη δική του, αλλά ο τάφος της είχε κατέλθει στο επίπεδο του Α-μπαρ-γκί και είχε τοποθετηθεί δίπλα του.

Ο μύθος που αναπαρίσταται σε αυτή την τρελή τελετή ήταν ο μύθος του θεού που διαρκώς πεθαίνει και ανασταίνεται. Είναι ο «Πιστός Γιος της Αβύσσου» ή «Γιος της Αβύσσου που Ανατέλλει», του Νταμούζι – αμπσού ή Ταμούζ (Άδωνης). Η βασίλισσα του ουρανού, η θυγατέρα του Θεού, η θεά του αυγερινού και του αποσπερίτη, η ιερόδουλος ή σκλάβα χορεύτρια των θεών -η οποία ως αυγερινός είναι πάντοτε παρθένα, αλλά ως αποσπερίτης είναι η «θεϊκή πόρνη» τα ονόματα της οποίας σε μεταγενέστερη περίοδο είναι Ιστάρ, Αφροδίτη και Βένους- από το «μεγάλο επάνω» εστίασε το νου της στο «μεγάλω κάτω», εγκατέλειψε τον ουρανό, εγκατέλειψε τη γη και κατέβηκε στον κάτω κόσμο, για να λυτρώσει τον αδελφό και σύζυγό της από τη χώρα που δεν έχει επιστροφή.

Τυχαία διασώζεται ένα απόσπασμα του θρύλου της από την περίοδο των τάφων της Ουρ. Έχουμε, επίσης, έναν ακριβώς παρόμοιο ύμνο με εκείνον που τραγουδούσαν τα χείλη των γυναικών με τις χρυσές και τις ασημένιες ταινίες με τη συνοδεία της άρπας του σεληνιακού ταύρου, που βρέθηκαν να κρατούν ακόμη τα σκελετώδη χέρια των αρπιστριών: Μπορείς να πας, θα τον χαροποιήσεις,/ω γενναία, άστρο του Ουρανού, πήγαινε/να τον χαιρετήσεις./Μπορείς να πας για να ξεκουραστεί ο Νταμού, θα τον χαροποιήσεις./Μπορείς να πας στο βοσκό Ουρ-Ναμού,/θα τον χαροποιήσεις./Μπορείς να πας στον άνδρα Ντούγκι, θα τον χαροποιήσεις./Μπορείς να πας στο βοσκό Μπουρ-Σιν, θα τον χαροποιήσεις./Μπορείς να πας στον άνδρα Γκιμίλ-Σιν, θα τον χαροποιήσεις./Μπορείς να πας στο βοσκό Ίμπι-Σιν,/θα τον χαροποιήσεις.

Οι πέντε τελευταίοι τίτλοι συνδέονται με τα ονόματα των τελευταίων βασιλέων της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ (περί το 2150-2050 π.Χ.). Διατυπώνουν όμορφα τη θεμελιώδη αντίληψη ολόκληρου αυτού του αρχαϊκού κόσμου. Η πραγματικότητα, η αληθινή ύπαρξη του βασιλιά -όπως και κάθε ατόμου- δε βρίσκεται στο χαρακτήρα του ως άτομο, αλλά ως αρχέτυπο. Είναι ο καλός ποιμήν, ο προστάτης των αγελάδων. Ο λαός είναι το κοπάδι, το ποίμνιό του. Επίσης, είναι εκείνος που βαδίζει στον κήπο, ο κηπουρός, εκείνος που δίνει ζωή στους αγρούς, ο αγρότης των θεών. Είναι ο οικοδόμος της πόλης, ο εκπολιτιστής, ο δάσκαλος των τεχνών. Είναι επίσης ο άρχοντας των ουράνιων βοσκότοπων, η σελήνη, ο ήλιος. Οι πέντε βασιλείς Ουρ-Ναμού, Ντούγκι, Μπουρ-Σιν Γκιμίλ-Σιν και Ίμπι-Σιν- είναι ο Νταμού, ο θεός που πάντοτε ζει και πάντοτε πεθαίνει. Κατά τον ίδιο τρόπο η βασίλισσα είναι η Ινάννα, η γυμνή θεά, που γνωρίσαμε από την αυγή του χρόνου. Από το «μεγάλο επάνω» εστίασε το νου της στο «μεγάλο κάτω» (Joseph Cambell, 1996, Οι μάσκες του θεού, σσ. 249-252).

Βαγδάτη/Baghdad, Σαμάρα/Samara, Μοσούλη/Mosul, Νατζάφ/Najaf, Νασιρίγια/Nasiriyah, Βασόρα/Basra, Istanbul Airport, βίντεο διάρκειας 73’ λεπτών. Βαγδάτη – Baghdad (762 μ.Χ.) Πρωτεύουσα των Αββασιδών, αγορά. Σαμάρα Μαυσωλείο Ιμάμη Αλ-Μάχντι. Μοσούλη: Βομβαρδισμένη και υπό ανέγερση. Βαγδάτη: Τέμενος Αλ-Καζιμιγιά των Μούσα αλ-Καζίμ και Μοχάμεντ αλ-Τζαουάντ. Καρμπάλα – Karbala (680 μ.Χ.): 20–30 εκατομμύρια προσκυνητές το μήνα. Νατζάφ – Najaf (7ος αιώνας μ.Χ.): Το μεγαλύτερο νεκροταφείο του κόσμου, 6 εκατομμύρια τάφοι. Μαυσωλείο Αλί. Νασιρίγια – Nasiriyah (16ος αιώνας μ.Χ.): Εμπορικό κέντρο στον Ευφράτη. Βασόρα – Basra (636 μ.Χ.): Στρατηγικό λιμάνι ανεφοδιασμού. Αεροδρόμιο Κωνσταντινούπολη – Έκθεση 12.000 χρόνων, «η χαμένη λεοπάρδαλη του Τσατάλχουγιουκ»

Η συνέχεια των πολιτισμών παραδείγματα μεσοποταμιακής λογοτεχνίας:  η θέα Ινάννα και ο ημίθεος Γιλγαμές, η σύγκρουση των νομάδων με τους αγρότες, ο μύθος της Περσεφόνης και ο κατακλυσμός   

Κατά την διάρκεια όλων των μεσοποτάμιων πολιτισμών διαμορφώθηκε ένα εξαιρετικά πλούσιο σύνολο λογοτεχνικό κειμένων, που μας αποκαλύπτει επιπλέον αντιλήψεις της εποχής τους. Ένα από τα σημαντικότερα έργα είναι το Έπος του Γκιλγκαμές (Epic of Gilgamesh), το οποίο χρονολογείται περίπου στο 2100 π.Χ. για τη σουμεριακή του εκδοχή, ενώ η πλήρης βαβυλωνιακή μορφή του διαμορφώθηκε αργότερα, περί το 1300–1100 π.Χ.. Το έπος αφηγείται την αναζήτηση του σουμεριανού βασιλιά Γκιλγκαμές για την αθανασία, αναδεικνύοντας φιλοσοφικά ερωτήματα για τη ζωή, τον θάνατο και τη φιλία. Άλλο εξέχον έργο είναι ο Κώδικας του Χαμουραμπί (Code of Hammurabi), που συντάχθηκε γύρω στο 1754 π.Χ.. Ο κώδικας αυτός αποτελεί μία από τις πρώτες πλήρεις νομικές συλλογές της ανθρωπότητας, καλύπτοντας θέματα όπως οικογενειακές σχέσεις, ιδιοκτησία και ποινικές διατάξεις, και αποτυπώνει τη δομή της βαβυλωνιακής κοινωνίας και την έννοια της δικαιοσύνης. Ο βαβυλωνιακός μύθος κοσμογονίας Ενούμα Έλις (Enuma Elish), που καταγράφεται περίπου το 1100 π.Χ., αφηγείται την κοσμογονία μέσω της νίκης του θεού Μαρντούκ επί των δυνάμεων του χάους, εδραιώνοντας τη θεολογική του ανωτερότητα και ενισχύοντας τον πολιτικό του ρόλο στην αυτοκρατορία. Η Λίστα των Βασιλέων της Σουμερίας (Sumerian King List), χρονολογημένη περίπου στο 2100 π.Χ., αποτελεί ιστορική καταγραφή των δυναστειών της Σουμερίας και αντανακλά τη θεολογική αντίληψη της θεϊκής νομιμοποίησης της εξουσίας. Σημαντική είναι και η Σουμεριακή Εκδοχή του Μύθου της Δημιουργίας (Sumerian Creation Myth), που γράφτηκε γύρω στο 2000–1800 π.Χ. και παρουσιάζει τη γέννηση των θεών, την κατασκευή του κόσμου και τη δημιουργία του ανθρώπου με σκοπό την εξυπηρέτηση των θεϊκών αναγκών. Το Έπος του Ατραχάσις (Epic of Atrahasis), ένα ακκαδικό κείμενο του 1700 π.Χ. περίπου, διηγείται τη δημιουργία και την καταστροφή του ανθρώπου λόγω της ενόχλησης που προκαλούσε στους θεούς, και περιλαμβάνει μία από τις αρχαιότερες παραλλαγές του Κατακλυσμού. Παράλληλα, ο Θρήνος για την Ουρ (Lament for Ur), γραμμένος γύρω στο 2000 π.Χ., αποτελεί λυρικό και βαθιά συναισθηματικό κείμενο που εκφράζει τη θλίψη για την καταστροφή της πόλης της Ουρ. Αναπόσπαστο μέρος της ιστορικής μνήμης της Μεσοποταμίας αποτελεί και η Γραπτή Επιγραφή του Κεντρικού Άρθρου του Κώδικα του Χαμουραμπί (Hammurabi’s Central Code Inscription), η οποία αναδεικνύει τη δομή της βαβυλωνιακής κοινωνίας και τη διάκριση κοινωνικών τάξεων μέσω νομικών προβλέψεων.

Οι πολιτισμοί των Σουμερίων, Ακκαδίων, Ασσυρίων και Βαβυλωνίων διαμόρφωσαν ένα πλέγμα συνεχούς πολιτιστικής και θεσμικής εξέλιξης. Κάθε νέος πολιτισμός υιοθετούσε, τροποποιούσε και διέδιδε τα επιτεύγματα των προηγούμενων, θεμελιώνοντας βασικές έννοιες όπως το δίκαιο, η αστρονομία, η γραφή και η λογοτεχνία, που επηρέασαν βαθιά τον μεσογειακό και ελληνικό αρχαίο κόσμο. Δυο λογοτεχνικά έργα και προσωπικότητες που ξεχωρίζουν στη σουμεριακή λογοτεχνία είναι η θεά Ινάννα και ο βασιλιάς της Ουρούκ ο Γιλγαμές, στα Ποιήματα και στο Έπος του Γιλγαμές αντίστοιχα. Είναι ο συμβολισμός των συγκρούσεων της μετάβασης από τη φύση στον πολιτισμό, όπως αυτή αναδύεται στην κάθοδο της θεάς Ινάννα στον Άδη και την ανταλλαγή της με τον θεό Ταμμούζ, καθώς και η συνάντηση και σύγκρουση του άγριου Ενκιντού με τον (ημι)πολιτισμένο Γιλγαμές.

Η Ινάννα, ο (Ν)Ταμμούζ και ο κύκλος της φύσης: Στον σουμερικό μύθο Η Κάθοδος της Ινάννα στον Κάτω Κόσμο, (ποιήματα Inanna Prefers the Shepherd) η θεά της αγάπης και της γονιμότητας κατέρχεται στον Άδη, αφήνοντας πίσω τη γήινη σφαίρα της ζωής. Κατά την επιστροφή της, η κοσμική ισορροπία απαιτεί να μείνει κάποιος στη θέση της, και επιλέγεται ο (Ν)Ταμμούζ – ο άντρας της, ο θεός της βλάστησης και των βοσκών. Η εναλλαγή του Ταμμούζ μεταξύ του Άδη και του πάνω κόσμου συνιστά ένα συμβολισμό των εποχών, με τον Ταμμούζ να περνάει μισό χρόνο στον Άδη (νεκρή φύση – χειμώνας) και μισό στον κόσμο των ζωντανών (αναγέννηση – άνοιξη/καλοκαίρι). Παράλληλα, η Ινάννα στο σχετικό ποίημα αντιμετωπίζει ένα δίλημμα επιλογής ανάμεσα σε δύο κοινωνικές ομάδες: τον Ταμμούζ, βοσκό, και τον Ενκιντού, αγρότη υποδηλώνοντας μια σύγκρουση μεταξύ παλαιότερων και νεότερων οικονομιών στη Μεσοποταμία (Kramer, Samuel Noah, 1963, The Sumerians: Their History, Culture, and Character). Παραθέτουμε λίγα αποσπάσματα για την παντοδυναμία και τις αντίπαλες δυνάμεις της Ινάννα/θεά της φύσης, τη διαμάχη των νομάδων κτηνοτρόφων με τους καλλιεργητές αγρότες, την κατάβαση στον Άδη που φτάνει ως τον ελληνικό μύθο της Περσεφόνης.

«Όσο και αν είναι δύσκολο για μας σήμερα να συνδυάσουμε όλες τις ιδιότητες της πολύπλευρης Ινάννα -ανάμεσα σε ουρανό, γονιμότητα, έρωτα, πόλεμο και θάνατο- για τους Σουμέριους είναι κάτι που ενυπάρχει στη φύση τους. Ως θεά του ουρανού, η Ινάννα θεωρείται εκείνη που χαρίζει τη γονιμότητα πάντα. Εκείνη κάνει το σιτάρι να μεστώσει, τα κοπάδια να αυξάνονται, το παιδί να μεγαλώνει στη μήτρα της μητέρας του. Την ίδια στιγμή όμως είναι και εκείνη που δημιουργεί επιθυμία και ερωτικό πόθο, είναι και παρθένα και εταίρα, πλανεύει, αλλά την ίδια στιγμή αφήνει να την ξελογιάζουν. Όπως συμβαίνει και στην κοινωνία των ανθρώπων, έτσι και ανάμεσα στους θεούς άναβαν συχνά διαμάχες για την ομορφιά της. Αυτό αντικατοπτρίζεται στους πολέμους ανάμεσα στις πόλεις που την λάτρευαν ως προστάτιδα. Σε τρυφερές στιγμές γίνεται ερωμένη, αλλά όταν χρειάζεται μεταμορφώνεται και σε φοβερή πολεμίστρια. Είναι εκείνη που κάνει τις μάχες να φουντώνουν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Ουρανός και γη, φιληδονία και μητρότητα, γονιμοποίηση και γέννα, μάχη και θάνατος είναι οι πόλοι ανάμεσα στους οποίους κινείται η ζωή της Ινάννα.

Όπως πολύ συχνά συμβαίνει να φουντώνει το πάθος για κάποιον αγαπημένο που βρίσκεται μακριά, το ίδιο σκληρά τιμωρεί από την άλλη πλευρά την αγάπη που θα της κλέψουν. Όταν ο κηπουρός Σουκαλετούνδα θολωμένος από την ομορφιά της τη βίασε την ώρα που κοιμόταν, η θεά εκδικήθηκε ολόκληρο τον λαό των Σουμερίων. Έστειλε λοιπόν με τη βοήθεια του Ενλίλ τρομερές καταιγίδες στη χώρα, γέμισε τα πηγάδια με αίμα και απείλησε να συνεχίσει και με άλλες τιμωρίες, τις οποίες δεν μπόρεσαν δυστυχώς οι αρχαιολόγοι να αποκρυπτογραφήσουν από το κείμενο που δεν σώζεται σε καλή κατάσταση.

Η Ινάννα είναι φλογερή ερωμένη αλλά φοβερή στην εκδίκηση. Ακόμη και την ώρα που δίνεται είναι η απόλυτη κυρίαρχος. Αυτοπεποίθηση, περηφάνια και απληστία είναι οι κυριότερες ιδιότητες που της αποδίδονται. Οι ιδιότητες αυτές τονίζονται ιδιαίτερα σε ένα τραγούδι που τραγουδούσε η ίδια η Ινάννα:

«Ο πατέρας μου, μου χάρισε τον ουρανό, μου χάρισε τη γη:

Η βασίλισσα του ουρανού είμαι εγώ.

Ο Μουλλίλ μου χάρισε τον ουρανό, μου χάρισε τη γη:

Η βασίλισσα του ουρανού είμαι εγώ.

Μου έδωσε το δικαίωμα να κυβερνώ, εγώ απ’ όλες τις γυναίκες.

Μου χάρισε τον πόλεμο, μου χάρισε το τύμπανο του πολέμου.

Μου χάρισε τον τυφώνα, μου χάρισε τον δυνατό άνεμο.

Τον ουρανό μού στόλισε σαν στέμμα στο κεφάλι,

Μου φόρεσε τη γη στα πόδια σαν σανδάλια,

Στους ώμους μου φόρεσε τον φωτεινό μανδύα των θεών,

Το αστραφτερό σκήπτρο μού έβαλε στο χέρι.

Οι θεοί μοιάζουν με φοβισμένα πουλιά –

Εγώ όμως είμαι η βασίλισσα.»

(Helmut, U. 2002, Οι Σουμέριοι, Ένας λαός στις απαρχές της ιστορίας, σσ. 124-126).

 

«Το πρώτο ερωτικό δράμα. Το κομμάτι μιλάει για τέσσερα πρόσωπα: τον θεό Ήλιο Ούτου, τον αγρότη Ενκιντού, τον βοσκό Ντουμούζι και φυσικά την Ινάννα, τη θεά του έρωτα, τη γυναίκα γύρω από την οποία συμβαίνουν όλα. Πρώτα εμφανίζεται, λόγω της μεγάλης σημασίας του για θεούς και ανθρώπους, ο Ούτου, ο θεός του Ήλιου. Εκείνος που εμπιστεύτηκε τον Ντουμούζι, ικετεύει, όπως φαίνεται, την αδελφή του λέγοντας:

Ω αδελφή μου, παντρέψουν τον βοσκό,

Ω παρθένα Ινάννα, γιατί δεν τον θέλεις;

Το ανθόγαλο του είναι καλό, το γάλα του είναι καλό

Ο βοσκός που ό,τι πιάνει το χέρι του γίνεται φως.

Ω Ιωάννα, παντρέψου τον βοσκό Ντουμούζι.

Ω εσύ που είσαι στολισμένη με πετράδια,

γιατί δεν τον θέλεις;

Θέλει να φάει το καλό του ανθόγαλο μαζί σου.

Ω, προστάτιδα του βασιλιά, γιατί δεν τον θέλεις;¨»


Ίσως ο Ούτου να μην μπορούσε να βρει καλύτερα λόγια για να πείσει την αδελφή του να παντρευτεί τον Ντουμούζι. Η Ινάννα αντιδρά σαν πεισματάρικο παιδί:

«Δεν θέλω να με παντρευτεί ο βοσκός,

ούτε θέλω να μου φορέσει το όμορφο πέπλο.

Δεν θέλω να με ντύσει με το απαλό μαλλί από τα ζώα του.

Εγώ, η παρθένα, θα παντρευτώ τον γεωργό.

Τον γεωργό που φυτεύει παντού φυτά,

τον γεωργό που σπέρνει τον καρπό…»


Στο τέλος μιλάει ο ίδιος ο γεωργός και όταν κλείνει το πρώτο μέρος όλοι έχουν πεισθεί ότι η Ινάννα έχει αποφασίσει να παντρευτεί τον Ενκιντού. Τότε όμως κάνει την εμφάνισή του ο Ντουμούζι για τα προτερήματά του. Η απαρίθμηση των καλών του στοιχείων και η σύγκριση ανάμεσα στον βοσκό και στον αγρότη το ναι ένα πρώτο γραπτό ντοκουμέντο της εργατικής κοινωνιολογίας. Εδώ καταγράφονται οι λειτουργίες οι λειτουργίες των διαφορετικών επαγγελμάτων και εμείς αποκτούμε μια πρώτη άποψη της κοινωνικής δομής των Σουμερίων. Ταυτόχρονα εμφανίζονται ο πρώτοι διαξιφισμοί. Κάπως έτσι εξελίσσονται τα γεγονότα, όταν εμφανίζεται και ρωτάει ο Ντουμούζι:

 

«Γιατί είναι καλύτερός μου ο γεωργός;

Ένας γεωργός καλύτερος από εμένα; Από εμένα!» (Helmut, U. 2002, Οι Σουμέριοι, Ένας λαός στις απαρχές της ιστορίας, σσ. 129-131).

Βλέπουμε πολλούς παραλληλισμούς με την Παλαιά Διαθήκη, υπάρχει μια διαμάχη, «ανάμεσα στους Σουμέριους αγρότες και τους Σημίτες κτηνοτρόφους» (σελ. 129) στο σουμερικό μύθο η διαμάχη δεν καταλήγει στο θάνατο επέρχεται η συμφιλίωση, στην εβραϊκή μεταγενέστερη ιστορία στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει εξέλιξη, το κακό υπερισχύει του καλού και η σύγκρουση του Κάιν και του Άβελ οδηγεί στο έγκλημα.

Η επόμενη πράξη στο σουμερικό μύθο περιλαμβάνει την κατάβαση της Ινάννα στον Άδη, ο αιώνιος μύθος του θανάτου και της ανάστασης με κεντρικό σημείο πάντα τον ιερό γάμο/hieros gamos, όπως αναπαρίσταται και κάθε χρόνο στην ιερή ένωση τη ιέρειας και του ιερέα στα Ζιγκουράτ αναπαριστώντας τον κύκλο της φύσης άνοιξη χειμώνας, ζωή θάνατος, βλ. το βίντεο με τις αρχαιότητες και τη Βαβυλώνα. Ο κύκλος της ζωής εισάγεται μέσα στα πολιτισμικά δρώμενα ενώ οι ιερείς καθιερώνουν τη θέση τους. Ακόμη και η πανίσχυρη Ινάννα χρειάζεται να κάνει θυσία για να επιζήσει και αφήνει στον Άδη τον αγαπημένο της βοσκό Ντουμούζ. Η θυσία για τις καταστροφές των πλημμυρών του Τίγρη και του Ευφράτη, η θυσία στους θεούς και η ανάσταση για ανταπόδοση. Επαναφέρει όμως τον Ντουμάζ κατά διαστήματα στη ζωή γιατί η ανδρική του παρουσία είναι αναγκαία και επαναφέρει ισορροπία στη φύση.

«Ο «σοφός Νέστορας» της σουμεριολογίας, Άνταμ Φαλκενστάιν, κατάφερε να εξηγήσει το κείμενο στο τέλος του ποιήματος που αναφέρει την κάθοδο της Ιωάννα στο βασίλειο των νεκρών. Σύμφωνα με την άποψή του, η Ινάννα μόλις κατάλαβε το κακό που θα προκαλούσε ο θάνατος του Ντουμούζι είπε: «Ντουμούζι, τον μισό χρόνο! Η αδελφή σου Γκεστινάννα τον μισό χρόνο!» Εννοεί ότι θα μένει μισό χρόνο στον Κάτω Κόσμο. Ο αδελφός θα πρέπει να αποχωρίζεται την αδελφή του κάθε χρόνο για έξι μήνες. Έτσι το θέλησε η θεά του έρωτα.

Το νόημα της απόφασης είναι ξεκάθαρο. Στην αρχή αναγνωρίζει τον Ντουμούζι ως θεό-προστάτη των βοσκών. Το φθινόπωρο, που έχει τελειώσει η σοδειά, κατεβαίνει στο βασίλειο των νεκρών. Την άνοιξη, με το πράσινο της γης, επιστρέφει στον κόσμο των ζωντανών. Η ανάστασή του είναι η στάση της φύσης, ο θάνατός του είναι ο θάνατος των καρπών και του χόρτου, ωρίμανση και θάνατος. Με αυτή την ιδιότητα αποτέλεσε ο Ντουμούζι πρότυπο και στην ελληνική μυθολογία ανάλογο είναι ο Άδωνης.

Για τους Σουμέριους η επιστροφή του κάθε χρόνο είναι αφορμή για μια μεγάλη γιορτή χαράς. Με τον ερχομό του Ντουμούζι γιορτάζουν την αρχή του έτους. Η Ινάννα τον υποδέχεται στον ναό της στην Ουρούκ. Και στο επάνω διαμέρισμα του ζιγκουράτ, στην αίθουσα με το χρυσό κρεβάτι, γίνεται ο ιερός γάμος. Έτσι ερμηνεύουν και την ερωτική πράξη ως μια συμβολική πράξη γονιμότητας. Από την ένωση των δύο θεών παίρνει η γη τη δύναμη που χρειάζεται για να συνεχίσει να ζει. Και φαίνεται ότι οι Σουμέριοι έδιναν τόσο μεγάλη σημασία σε αυτόν τον μύθο και την αναπαράσταση του ιερού γάμου κάθε χρόνο, που τη βλέπουμε και σε τοιχογραφίες πριν αναλάβει κάποιος ποιητής να αφηγηθεί αυτή την περίπλοκη ιστορία.» (Helmut, U. 2002, Οι Σουμέριοι, Ένας λαός στις απαρχές της ιστορίας, σσ. 137-138)

Ενκιντού και Γιλγαμές, η φύση απέναντι στον πολιτισμό: Η σύγκρουση του Ενκιντού με τον Γιλγαμές στο Έπος του Γιλγαμές αντανακλά μια δεύτερη, εξίσου θεμελιώδη σχέση μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Ο Ενκιντού ζει στην ερημιά με τα ζώα, χωρίς κοινωνική οργάνωση ή νόμους. Μετά την ερωτική του ένωση με την ιερόδουλη Σαμχάτ, χάνει την επαφή του με τα ζώα, υιοθετεί ανθρώπινες συνήθειες (φαγητό, ένδυση, λόγος) και μεταβαίνει στον κόσμο της πόλης – συμβολική μετάβαση από την άγρια φύση στον πολιτισμό. Η σύγκρουση με τον Γιλγαμές αρχικά φαντάζει ως μάχη μεταξύ του φυσικού και του πολιτισμένου ανθρώπου. Όμως, η κατάληξη της σύγκρουσης –η φιλία– επισημαίνει ότι η ανθρώπινη πληρότητα επιτυγχάνεται μόνο με την ένωση των δύο αυτών πλευρών. Ο Γιλγαμές χρειάζεται τον Ενκιντού για να αποκτήσει ενσυναίσθηση και να ξεκινήσει τη δική του υπαρξιακή αναζήτηση. Ο θάνατος του Ενκιντού προκαλεί στον Γιλγαμές βαθιά κρίση, η συνειδητοποίηση της θνητότητας. Πρόκειται για ένα ακόμη βήμα προς τον πλήρη εξανθρωπισμό, από την αυθαιρεσία της εξουσίας, στη σοφία της συνειδητής ύπαρξης.

«Η γέννηση του ανθρωπισμού. Πίσω από τη διαμάχη και τη φιλία που γεννήθηκε ανάμεσα στον Γκιλγκαμές και στον Ενκιντού κρύβεται, όπως και πίσω από ολόκληρο το έπος, κάτι περισσότερο από μια απλή αφήγηση. Οι βασικές αρχές της ηθικής είναι προφανείς. Ένας άγριος και ένας εγωιστής τύραννος αναμετρήθηκαν. Κατάλαβαν ποια είναι τα όριά τους και έγιναν φίλοι. Μέσα σε αυτό το παράδειγμα κρύβεται κάποιο ίχνος ανθρωπισμού. Το αίσθημα του ανθρωπισμού υπάρχει και τώρα πρέπει, παρά την κακία και το μίσος που αισθάνονται οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλο, να μη χαθεί εντελώς. Η φιλία που γεννιέται ανάμεσα στον Γκιλγκαμές και στον Εκιντού είναι μια πρώτη απόδειξη γι’ αυτό. Από μυθολογική άποψη, με άλλοθι αυτή τη φιλία πραγματοποιείται κάτι πολύ βασικό για τη μετάβαση από τον μύθο στην ιστορία: οι ημίθεοι και οι γίγαντες γίνονται άνθρωποι.

Συνοδεύεται φυσικά από την απώλεια της αθανασίας. Ο Γκιλγκαμές χάνει αυτή του την ιδιότητα μόλις ανακαλύπτει τη φιλία. Η συνειδητοποίηση όμως ότι χάνει το προνόμιο της αθανασίας που είχε, όταν ήταν κατά τα δύο τρίτα θεός, τον πονάει σαν αγκάθι στη σάρκα του. Και όταν χάνει τον φίλο Ενκιντού στον Κάτω Κόσμο, τον κυριεύει ο φόβος του θανάτου.» (Helmut, U. 2002, Οι Σουμέριοι, Ένας λαός στις απαρχές της ιστορίας, σελ. 178).

Μετά τον θάνατο του φίλου του Ενκίντου, ο Γιλγαμές αρχίζει να φοβάται τον θάνατο και αναζητά έναν τρόπο να ξεφύγει από τη μοίρα των ανθρώπων. Έτσι, πηγαίνει στον Ουτναπίστιμ για να μάθει το μυστικό της αθανασίας. Ο Ουτναπίστιμ είναι ένας σοφός άντρας που επέζησε από έναν μεγάλο Κατακλυσμό με τη βοήθεια των θεών και έγινε ο μόνος θνητός που απέκτησε αθανασία. Αποτελεί τη σουμεριακή εκδοχή του βιβλικού Νώε. Το Έπος του Γιλγαμές ως σουμεριακό και ακκαδικό κείμενο συντάχθηκε αρχικά γύρω στο 2100 π.Χ. στη σουμεριακή γλώσσα, ενώ η πληρέστερη ακκαδική εκδοχή χρονολογείται γύρω στο 1200 π.Χ. Στο έπος περιγράφεται ένας μεγάλος Κατακλυσμός, με κεντρικό ήρωα τον Ουτναπίστιμ, αντίστοιχο του Νώε της Βίβλου. Αλλά και στο κείμενο Εποποιία του Ατραχάσις (ή Atrahasis Epic) γύρω στο 1700 π.Χ. αναφέρεται ο κατακλυσμός. Η βιβλική αφήγηση του Κατακλυσμού στη Γένεση χρονολογείται περίπου μια χιλιετία αργότερα, μεταξύ 1000 και 500 π.Χ.

«Ο Ουτναπίστιμ ρωτάει τον Γιλγαμές με τα ίδια ακριβώς λόγια που χρησιμοποίησαν ήδη η Σιντούρι και ο Ουρσαναμπί, γιατί τα μάγουλά του είναι μαραμένα και το πρόσωπό του θλιμμένο. Ο Γιλγαμές απαντάει ακριβώς όπως και στους άλλους, καταλήγοντας με ένα χωρίο για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι του ως εδώ. Ο Ουτναπίστιμ απαντάει:

«Γιατί τη δυστυχία συνεχίζεις, Γιλγαμές;

Αφού οι θεοί από τη σάρκα τους και σάρκα ανθρώπου σ’ έπλασαν,

Αφού οι θεοί σαν τον πατέρα και τη μάνα σου σε πλάσαν,

Ο θάνατος κάποτε είναι αναπόφευκτος…»

Ο Ουτναπίστιμ εν συνεχεία λέει τα πιο βαθυστόχαστα ίσως λόγια σε ολόκληρο το έπος σε μια προσπάθεια να εξηγήσει στον Γιλγαμές το θάνατο:

«Κανείς τον Θάνατο δεν βλέπει.

Κανείς το πρόσωπο δεν βλέπει του Θανάτου.

Του Χάρου τη φωνή κανείς δεν την ακούει.

Κι όμως ο άγριος Θάνατος αρπάζει τους ανθρώπους.

Για πάντα χτίζουμε ένα σπίτι;

Κάνουμε μια φωλιά για πάντα να διαρκέσει;

Χωρίζουνε για πάντα τ’ αδέρφια την κληρονομιά; Πόσον καιρό θα υπάρχει η εχθρότητα στη χώρα; Φουσκώνει πάντα φέρνοντας πλημμύρα το ποτάμι, Για να κυλάν ανάσκελα οι λιβελλούλες Κοιτάζοντας τον ήλιο καταπρόσωπο;

Και ξαφνικά τελειώνουν όλα.

Οι κοιμισμένοι κι οι νεκροί είναι το ίδιο. Του θάνατου είναι ίδια η εικόνα».

Η Πινακίδα Ι (η λεγόμενη Πινακίδα του Κατακλυσμού) αρχίζει με τον Γιλγαμές να απορεί πώς ο ίδιος και ο Ουτναπίστιμ δείχνουν ακριβώς ίδιοι, ενώ ο ένας είναι θνητός και ο άλλος αθάνατος. Ο Ουτναπίστιμ τού μιλάει για τον Κατακλυσμό, και για όποιον γνωρίζει την ιστορία της Κιβωτού του Νώε οι ομοιότητες είναι πολλές.

Οι θεοί αποφασίζουν να στείλουν ένα μεγάλο κατακλυσμό στους ανθρώπους. Μόνο ο Έα καταπατά τη συμφωνία και προειδοποιεί τον Ουτναπίστιμ για την επικείμενη καταστροφή. Στέλνει ένα μήνυμα μέσω μιας καλαμένιας καλύβας και ενός πλινθόχτιστου τοίχου:

«Άντρα του Σουρουππάκ, γιε του Ούμπαρα–Τούτου,

Γκρέμισε το σπίτι σου, σκάρωσε ένα καράβι,

Τα υπάρχοντά σου άφησε και τη ζωή κυνήγησε,

Αρνήσου τ’ αγαθά και τις ζωές μονάχα σώσε!

Στο καράβι το σπέρμα των ζωντανών πλασμάτων πάρε».

Τότε κατασκευάζει το μεγάλο καράβι, σύμφωνα με ακριβέστατες οδηγίες, και το ρίχνει στο νερό. Ο Ουτναπίστιμ διηγείται στον Γιλγαμές πώς

«Όσο είχα απάνω φόρτωσα

Όσο ασήμι είχα πάνω το φόρτωσα,

Όσο χρυσάφι είχα πάνω το φόρτωσα.

Όσα είχα ζωντανά πάνω τα φόρτωσα,

Όλη την οικογένεια, τους συγγενείς έβαλα στο καράβι,

Τα ζώα των αγρών, τ’ αγρίμια των βουνών.

Και τους τεχνίτες όλους».


Ο φοβερός κατακλυσμός φτάνει:

«Έξι μέρες κι εφτά νύχτες

Φυσά ο αέρας της πλημμύρας κι η θύελλα τη γη σαρώνει.

Σαν έφτασε η έβδομη η μέρα,

Η θύελλα και η πλημμύρα,

Που σαν γυναίκα που γεννά μαίνονταν, καταλαγιάσαν.

Η θάλασσα ησύχασε και κόπασε ο δρόλαπας,

Τελείωσε η πλημμύρα.

Γύρω μου όλη τη μέρα κοίταζα – γαλήνη καταστάλαξε,

Κι όλη η ανθρωπότητα χώμα ξανά ‘χε γίνει.

Επίπεδο σαν μια σκεπή απλωνόταν το τοπίο.

Άνοιξα ένα παράθυρο και φως στο πρόσωπό μου έπεσε.

Σκύβοντας το κεφάλι, κάθησα κι έκλαψα».

Ο Ουτναπίστιμ στέλνει έξω πρώτα ένα περιστέρι και ύστερα ένα χελιδόνι και τα δυο γυρίζουν πίσω. Τέλος στέλνει ένα κοράκι που δεν γυρίζει πίσω, σημάδι ότι τα νερά έχουν αποτραβηχτεί. (Στη Βίβλο ο Νώε στέλνει πρώτα ένα κοράκι και μετά δυο περιστέρια.) Στη συνέχεια κάνει μια μεγάλη θυσία στους θεούς, και μετά από έναν καβγά μεταξύ τους, ο Ενλίλ κάνει τον Ουτναπίστιμ και τη γυναίκα του αθάνατους, λέγοντας:

«Ως τώρα ο Ουτναπίστιμ ήτανε άνθρωπος.

Από δω και μπρος ο Ουτναπίστιμ και η γυναίκα του. Σαν κι εμάς θε να ‘ναι τους θεούς». (Henrietta, M. 1996, Μύθοι της Μεσοποταμίας, σσ. 58-59).

 

Οι μύθοι δεν είναι απλώς αφηγήσεις, εκφράζουν υπαρξιακές και κοινωνικές εντάσεις. Στη Μεσοποταμία, η εμφάνιση του αστικού πολιτισμού συνδέθηκε με μυθολογικά μοτίβα που αποτυπώνουν συγκρούσεις φύσης και πολιτισμού. Οι ήρωες Ιννάνα–Ταμμούζ και Ενκιντού–Γιλγαμές ενσαρκώνουν τη διαλεκτική ζωής–θανάτου. Η επιρροή τους διαφαίνεται στον ελληνικό μύθο του Άδωνη, όπου η συμβιβαστική λύση είναι ο Άδωνης να περνάει μισό χρόνο με την Αφροδίτη και μισό με την Περσεφόνη επαναλαμβάνοντας το μοτίβο της κυκλικής εναλλαγής με τελετουργικές λατρείες εποχικής αναγέννησης. Αυτή η υβριδική συνείδηση, η οποία προκύπτει από την αλληλεπίδραση πολιτισμών και μυθικών μοτίβων, φανερώνει τη βαθιά ριζωμένη ανθρώπινη ανάγκη να νοηματοδοτήσει τον ρυθμό της φύσης, τον θάνατο και την απώλεια, μέσα από συμβολικές δομές που συμφιλιώνουν το παροδικό με το αιώνιο, τη διαχρονική ανθρώπινη ανάγκη νοηματοδότησης του εφήμερου μέσα από το αιώνιο.

 

Σουμεριακές Πόλεις-Κράτη

Αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στις σουμεριακές πόλεις-κράτη, καθώς οι Σουμέριοι ζούσαν σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη (city-states), καθεμία με τον δικό της ηγεμόνα (lugal) και προστάτη θεό, όπως η Ουρούκ (Uruk), η Ουρ (Ur), η Λαγκάς (Lagash) και η Εριντού (Eridu). Αρχικά, η διακυβέρνηση των πόλεων βρισκόταν στα χέρια των ιερέων (ensi), οι οποίοι διοικούσαν μέσα από τους ναούς. Με την πάροδο του χρόνου, η εξουσία μετατοπίστηκε σε στρατιωτικούς ηγέτες lugal/«μεγάλοι άνδρες», οι οποίοι νομιμοποιούνταν με θεϊκή έγκριση. Οι ναοί-ζιγκουράτ/ziggurat δέσποζαν στο κέντρο της πόλης ως κατοικίες των θεών, συγκεντρώνοντας σημαντικούς πόρους για τη λατρεία, τις τελετές και τις προσφορές. Επίσης λειτουργούσαν και ως διοικητικά και οικονομικά κέντρα, παρόμοια με τα ανατολίζοντα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού κ.ά. Μέχρι τα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ., η νότια Μεσοποταμία ήταν χωρισμένη σε πολλές οχυρωμένες πόλεις, που διέθεταν πολυάριθμους εργάτες και συχνά βρίσκονταν σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους.

Εριντού (Eridu): Κατά τη σουμεριακή παράδοση, η πρώτη πόλη στον κόσμο ήταν η Εριντού, αν και η αρχαιολογία επιβεβαιώνει ότι η αρχαιότερη πόλη είναι η Ουρούκ. Η Εριντού ιδρύθηκε περίπου το 5400 π.Χ. ή και νωρίτερα, κατά την προ-Ουρούκ περίοδο, και άκμασε ιδιαιτέρως κατά την περίοδο Ουρούκ (4000–3100 π.Χ.). Συνεχίστηκε να κατοικείται έως το 600 π.Χ.. Προστάτης θεός της ήταν ο Ένκι (Enki), θεός της σοφίας και του νερού, ο οποίος κατά την παράδοση την ανέδειξε μέσα από τα έλη και καθιέρωσε την έννοια της τάξης.

Ουρούκ (Uruk): Η Ουρούκ ήταν μια από τις πρώτες και μεγαλύτερες πόλεις. Κατά τις περιόδους Jemdet Nasr και Πρώιμης Δυναστείας (περ. 3100–2900 π.Χ.), ο πληθυσμός της πιθανόν ξεπερνούσε τις 40.000. Περιλάμβανε εντυπωσιακούς ναούς, όπως τον Λευκό Ναό του Ανού (Anu) και το συγκρότημα Έαννα (Eanna), αφιερωμένο στην Ινάννα. Ήταν η πατρίδα του Γκιλγκαμές (Gilgamesh) και το επίκεντρο ανάπτυξης της σφηνοειδούς γραφής (cuneiform, 3400–3200 π.Χ.). Εδώ αναπτύχθηκε για πρώτη φορά η τροχήλατη κεραμική και η μαζική παραγωγή της, σε αντίθεση με την περιορισμένη προσουμεριακή κεραμική. Επίσης, γνώρισε σημαντική πρόοδο στην υφαντική. Η πόλη αποτέλεσε μοντέλο για τις επόμενες.

Ουρ (Ur): Η Ουρ, κοντά στο στόμιο του Ευφράτη και τον Περσικό Κόλπο, ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο. Προστάτης θεός της ήταν ο Νάννα (Nanna/Sin). Ο Μεγάλος Ζιγκουράτ χτίστηκε από τον Ουρ-Ναμμού (Ur-Nammu). Κατά τις δυναστείες Ουρ Α’ και Ουρ Γ’, η πόλη αποτέλεσε ηγεμονική δύναμη. Το Βασιλικό Νεκροταφείο αποκαλύπτει πλούτο και διεθνείς σχέσεις. Όπως και αλλού στη Μεσοποταμία, η μετακίνηση των ποτάμιων με την πάροδο του χρόνου άφησε τα ερείπια της πόλης σε ξηρές περιοχές.

Λαγκάς (Lagash) και Ουμά (Umma): Η Λαγκάς, στο νοτιοανατολικό άκρο της Σουμερίας, είχε κύριο ιερό στην Γκίρσου (Girsu). Ο Εαννάτουμ (Eannatum) και ο Εντεμένα (Entemena) διεξήγαγαν πολέμους με την Ουμά, όπως μαρτυρά η Στήλη των Γυπών (περ. 2450 π.Χ.), που απεικονίζει γύπες να κατασπαράζουν πτώματα ηττημένων. Ο Ουρουκαγίνα (Urukagina) προώθησε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (περ. 2350 π.Χ.), ενώ ο Γκουδέα (Gudea) ηγήθηκε πολιτιστικής αναγέννησης τον 22ο αιώνα π.Χ. Η Ουμά άκμασε την περίοδο 2600–2350 π.Χ.. Ο Λούγκαλ-Ζαγκέσι (Lugal-Zagesi) ενοποίησε πολλές πόλεις-κράτη, αυτοανακηρύχθηκε «βασιλιάς του Κόσμου» και θεωρείται ο πρώτος που πραγματοποίησε πολιτική ένωση της Σουμερίας, πριν κατακτηθεί από τον Σαργών της Ακκάδ.

Ακκάδ (Akkad): Η Ακκάδ αποτέλεσε την πρώτη αυτοκρατορία της Ιστορίας, ιδρυμένη από τον Σαργών (Sargon, περ. 2334 π.Χ.). Επέκτεινε την κυριαρχία του μέχρι τη Μεσόγειο και τη Συρία. Η ακκαδική γλώσσα αντικατέστησε σταδιακά τη σουμεριακή ως γλώσσα της διοίκησης. Ο εγγονός του, Ναράμ-Σιν, αυτοανακηρύχθηκε θεός. Η αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει γύρω στο 2150 π.Χ. λόγω ξηρασίας, εξεγέρσεων και επιδρομών, κυρίως από τους Γκούτι. Παρόλα αυτά, η πολιτική και πολιτιστική της κληρονομιά επηρέασε βαθιά τη Μεσοποταμία.

Κις (Kish) και Νιππούρ (Nippur): Η Κις, στο βόρειο άκρο της Σουμερίας, είχε ιδεολογική σημασία – σύμφωνα με τη σουμεριακή παράδοση, μετά τον Κατακλυσμό «η βασιλεία κατήλθε από τον ουρανό στην Κις». Ο Ενμεμπαραγκέσι (Enmebaragesi) ήταν ο πρώτος ιστορικά επιβεβαιωμένος βασιλιάς. Ο τίτλος «βασιλιάς της Κις» ήταν σύμβολο νομιμότητας. Η Νιππούρ, αν και ποτέ πρωτεύουσα, αποτελούσε το θρησκευτικό κέντρο της Σουμερίας, αφιερωμένη στον Ενλίλ (Enlil). Ο ναός E-kur ήταν ιερός για όλους τους βασιλείς και η πόλη διατηρούσε ουδέτερο, ιερό χαρακτήρα. Η λογοτεχνική της παραγωγή είναι πολύτιμη για την κατανόηση της σουμεριακής σκέψης.

Μετά την πτώση των Γκούτιων (περ. 2100 π.Χ.), αναδύθηκε η Τρίτη Δυναστεία της Ουρ. Ο Ουρ-Ναμμού εισήγαγε τον πρώτο γνωστό νομικό κώδικα και η Ουρ έγινε ξανά πολιτικό και πολιτισμικό κέντρο. Η γραμματεία άνθισε, με ύμνους, έπη και βασιλικά χρονικά. Πόλεις όπως η Νιππούρ, η Ουρούκ, η Ισίν και η Λάρσα γνώρισαν ανανέωση. Μετά το 2004 π.Χ., η Ουρ καταστρέφεται από τους Ελαμίτες και ξεκινά η εποχή Ισίν-Λάρσα με νέους ανταγωνισμούς. Η σουμεριακή γλώσσα σταδιακά παραχωρεί τη θέση της στην ακκαδική, αλλά η πολιτιστική κληρονομιά επιβιώνει.

Βαβυλωνία και Ασσυρία: Μετά την εποχή Ισίν-Λάρσα, η Βαβυλώνα αναδείχθηκε ως υπερδύναμη υπό τον Χαμουραμπί (18ος αι. π.Χ.), ο οποίος θέσπισε έναν από τους πρώτους πλήρεις νομικούς κώδικες. Λίγο αργότερα, οι Ασσύριοι ανέδειξαν τη στρατιωτικότερη αυτοκρατορία της Μεσοποταμίας, με έδρα τις Νινευή και Νιμρούντ. Παρότι πολεμοχαρείς, υιοθέτησαν και εξέλιξαν τη σουμεριακή και βαβυλωνιακή κληρονομιά. Η Βαβυλωνιακή κουλτούρα ενοποίησε στοιχεία των Σουμερίων και των Ακκάδιων, και εξελίχθηκε σε σημαντικό θρησκευτικό, επιστημονικό και λογοτεχνικό κέντρο, φημισμένο για τον ναό του Μαρντούκ (Marduk) και για την αστρονομική και μαθηματική του πρόοδο. Πιο βόρεια, οι Ασσύριοι (Assyrians), με επίκεντρο πόλεις όπως η Ασσούρ (Assur), η Νινευή (Nineveh) και η Νιμρούντ (Nimrud), οικοδόμησαν μια από τις ισχυρότερες και πιο μακρόβιες στρατιωτικές αυτοκρατορίες της Μεσοποταμίας. Η Ασσυριακή Αυτοκρατορία (Neo-Assyrian Empire) του 9ου–7ου αιώνα π.Χ. κατέκτησε μεγάλο μέρος της Εγγύς Ανατολής, επιδεικνύοντας άριστη οργάνωση, αποτελεσματικό στρατό και εντυπωσιακή αρχιτεκτονική. Διέσωσαν όμως και βιβλιοθήκες, όπως η περίφημη Βιβλιοθήκη του βασιλιά Ασσουρμπανιπάλ (Ashurbanipal) στη Νινευή, περιείχαν εκατοντάδες πήλινες πινακίδες, συμπεριλαμβανομένων το Έπος του Γκιλγκαμές.

 

Καινοτομίες, Επιστήμες, Διεθνείς Σχέσεις, Επιρροές στην Αρχαία Ελλάδα

Ο Σάμουελ Νόα Κράμερ, στο εμβληματικό έργο του Η Ιστορία ξεκινά στο Σούμερ, καταγράφει 39 πολιτισμικές καινοτομίες που αποδίδονται στους Σουμέριους και διαμόρφωσαν θεμελιωδώς τη μετέπειτα ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως τα πρώτα σχολεία, το πρώτο κοινοβουλευτικό σύστημα, οι πρώτες νομικές διατάξεις, η πρώτη φαρμακοποιία, τα πρώτα δείγματα λογοτεχνικής, ηθικής και επιστημονικής σκέψης, η πρώτη νεανική παραβατικότητα, ο πρώτος «πόλεμος νεύρων», το πρώτο δικοινοβουλευτικό σύστημα, ο πρώτος ιστορικός, η πρώτη μείωση φόρων, ο πρώτος «Μωυσής», η πρώτη φαρμακοποιία, το πρώτο αγροτικό ημερολόγιο, το πρώτο πείραμα δενδροκαλλιέργειας, η πρώτη κοσμογονία/κοσμολογία, τα πρώτα ηθικά ιδεώδη, η πρώτη έννοια εργασίας, οι πρώτες παροιμίες/γνωμικά, οι πρώτοι ζωομύθοι, οι πρώτοι βιβλικοί παραλληλισμοί, ο πρώτος «Νώε», η πρώτη αφήγηση ανάστασης, ο πρώτος «Άγιος Γεώργιος», η πρώτη λογοτεχνική διασκευή, η πρώτη ηρωική εποχή, το πρώτο ερωτικό τραγούδι, ο πρώτος κατάλογος βιβλιοθήκης, η πρώτη «χρυσή εποχή», η πρώτη «άρρωστη κοινωνία», οι πρώτοι Μεσσίες, ο πρώτος δρομέας μεγάλων αποστάσεων, ο πρώτος σεξουαλικός συμβολισμός, η πρώτη «Παναγία των Θλίψεων», το πρώτο νανούρισμα, οι πρώτες ελεγείες, η πρώτη νίκη της εργασίας κ.ά.

Οι Σουμέριοι υπήρξαν πρωτοπόροι στην επιστημονική παρατήρηση και τεχνική εφαρμογή. Χρησιμοποίησαν εξηνταδικό αριθμητικό σύστημα, από το οποίο προκύπτει η σημερινή διαίρεση της ώρας και του κύκλου. Παρήγαγαν πίνακες μαθηματικών πράξεων και ριζών, ενώ στις αστρονομικές τους παρατηρήσεις περιλαμβάνεται η συστηματική καταγραφή της κίνησης της Αφροδίτης. Ανέπτυξαν σεληνιακά ημερολόγια που ρύθμιζαν γεωργικές και θρησκευτικές δραστηριότητες. Στην ιατρική, συνδύαζαν φυσικές θεραπείες με μαγικές πρακτικές, αξιοποιώντας βότανα και ρητίνες για διάφορες παθήσεις.

Η τεχνολογική τους πρόοδος περιλαμβάνει την επινόηση του αρότρου, τη χρήση του τροχού και την κατασκευή πολύπλοκων αρδευτικών δικτύων. Νομοθετικά, ο Κώδικας του Ουρ-Ναμμού αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα δείγματα γραπτού δικαίου. Η συμβολή τους δεν περιορίστηκε στη Μεσοποταμία· οι βάσεις της ελληνικής επιστήμης, όπως στην αστρονομία των Ίππαρχου και Πτολεμαίου, φέρουν εμφανείς επιρροές από βαβυλωνιακές και σουμεριακές πηγές, ενώ κοσμολογικά σχήματα έουν σαφή μεσοποταμιακή καταγωγή.

Η κοινωνία τους ήταν αυστηρά ιεραρχημένη, με τους γεωργούς, τεχνίτες και εμπόρους να αποτελούν τη βάση και τους δούλους, κυρίως αιχμαλώτους ή οφειλέτες, στο κατώτατο στρώμα. Οι κοινωνικές αντιθέσεις οδήγησαν ενίοτε σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Η οικονομία στηριζόταν στη γεωργία, με εκτεταμένα αρδευτικά έργα που επέτρεψαν την καλλιέργεια δημητριακών και τη διατήρηση ζωικού κεφαλαίου. Η παραγωγή συγκεντρωνόταν κυρίως στους ναούς, λειτουργώντας ως φορολογικοί και αποθηκευτικοί κόμβοι. Η υφαντουργία και η κεραμική αποτέλεσαν βασικούς κλάδους της βιοτεχνίας.

Οι Σουμέριοι, λόγω του περιορισμένου φυσικού πλούτου στη Μεσοποταμία, κυρίως ελλείψεις σε ξυλεία, μέταλλα και πέτρα, εξαρτιούνταν σε μεγάλο βαθμό από αυτό το δίκτυο διεθνών εμπορικών σχέσεων για την απόκτηση πρώτων υλών. Οι επαφές τους με περιοχές όπως το Ντιλμούν (Μπαχρέιν), το Μαγκάν (Ομάν), το Μελούχα (πιθανώς κοιλάδα του Ινδού) και τις ορεινές περιοχές του Ιράν και της Ανατολίας, ενίσχυαν όχι μόνο την οικονομία τους αλλά και τις πολιτισμικές ανταλλαγές. Υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν επαφές με την αρχαία Αίγυπτο μέσω εμπορικών ανταλλαγών. Όσον αφορά τα υλικά, το λάπις λάζουλι, ένας σπάνιος μπλε πολύτιμος λίθος που χρησιμοποιούσαν σε σφραγίδες και κοσμήματα, προερχόταν από το σημερινό Αφγανιστάν. Από το σημερινό Ομάν εισήγαγαν χαλκό, που ήταν απαραίτητος για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, ενώ κασσίτερος πιθανόν ερχόταν από το Ιράν ή περιοχές της Κεντρικής Ασίας για την παραγωγή μπρούντζου (Postgate). Το ξύλο κέδρου, αναγκαίο για οικοδομές και πλοία, έφτανε από τα δάση του Λιβάνου, ενώ μαργαριτάρια και κοχύλια εισάγονταν από το Ντιλμούν, πιθανότατα το σημερινό Μπαχρέιν. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για εμπόριο με τη Μελούχα, πιθανώς η κοιλάδα του Ινδού, απ’ όπου λάμβαναν εξωτικά υλικά, όπως έβενο και ξυλεία. Οι εμπορικές αυτές σχέσεις αποτυπώνονται σε πήλινες πινακίδες, σε σφραγιδόλιθους, και στα αρχεία των ναών, δείχνοντας τη σημασία του διεθνούς εμπορίου για την ευημερία των μεσοποτάμιων πολιτισμών.

Η Μεσοποταμία, ως λίκνο ενός από τους πρώτους αρχαίους πολιτισμούς του κόσμου, άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στους επόεμους λαούς και στην αρχαία Ελλάδα. Οι πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο περιοχών δεν περιορίστηκαν μόνο στην τέχνη και τη θρησκεία, αλλά επεκτάθηκαν και στη φιλοσοφία, τη φιλολογία, τη μαθηματική σκέψη, καθώς και στη δομή της πόλης. Μέσα από τις μετακινήσεις των λαών, την εμπορική δραστηριότητα και τις στρατιωτικές επαφές, η Μεσοποταμία διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής κουλτούρας, η οποία αναγνωρίζει την ανατολική αυτή παράδοση ως το θεμέλιο του δικού της πολιτισμού, εξού και η βίαιη συμβολική αρπαγή της Ευρώπης από το Δία ενώ αυτή βρισκόταν στη Φοινίκη.

Η κοσμογονία των Ελλήνων, όπως παρουσιάζεται στη Θεογονία του Ησιόδου, φαίνεται να έχει επηρεαστεί, από τις παλαιότερες μυθολογικές παραδόσεις των Σουμερίων. Στα σουμεριακά κείμενα, όπως το Enuma Elish, ο κόσμος γεννιέται από τα αρχέγονα ύδατα και διαμορφώνεται μέσα από συγκρούσεις μεταξύ θεοτήτων, με σκοπό την επιβολή τάξης στο χάος – θεματολογία που συναντούμε και στον Ησίοδο, όπου από το Χάος γεννιούνται οι πρώτες κοσμικές δυνάμεις και ακολουθεί μια σειρά θεϊκών διαδοχών και συγκρούσεων, ώσπου να κυριαρχήσει ο Ζευς. Κοινά μοτίβα όπως το χάος ως αρχική κατάσταση, η δημιουργία μέσω θεϊκής σύγκρουσης και η εγκαθίδρυση κοσμικής τάξης από έναν ανώτερο θεό, υποδηλώνουν ότι υπήρξε πολιτισμική επίδραση, πιθανόν μέσω των εμπορικών και πολιτιστικών ανταλλαγών με λαούς της Εγγύς Ανατολής κατά τη διάρκεια της πρώιμης αρχαϊκής εποχής.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Έπος του Γκιλγκαμές, ένα από τα πιο αρχαία λογοτεχνικά έργα της ανθρωπότητας. Στο κείμενο, ο βασιλιάς Γκιλγκαμές, σε αναζήτηση αθανασίας, διαπραγματεύεται τις ιδέες της φιλίας, της απώλειας και του θρήνου. Οι συγκρίσεις με την ελληνική μυθολογία είναι αναπόφευκτες: η σχέση του Γκιλγκαμές με τον Ενκίδου, γεμάτη συναισθηματική ένταση και απώλεια, θυμίζει τη φιλία του Αχιλλέα και του Πατρόκλου στην Ιλιάδα. Στην ίδια λογική, ο μύθος του Κατακλυσμού στον Έπος του Γκιλγκαμές παραλληλίζεται με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα στην ελληνική παράδοση, καθώς και με την ιστορία του Νώε στην Παλαιά Διαθήκη. Η ιστορία του Ουτναπιστίμ που σώζεται από τον κατακλυσμό, θυμίζει έντονα τη βιβλική αφήγηση και τις παραδόσεις που διαμορφώθηκαν στην περιοχή της Μεσοποταμίας.

Η μεσοποτάμια θρησκευτική σκέψη επηρεάζει επίσης τη ελληνική λατρευτική παράδοση. Κεντρικό ρόλο και συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους διαδοχικούς πολιτισμούς διαδραματίζει η θεότητα Ιννάνα, η οποία ήταν θεά του έρωτα, της γονιμότητας και του πολέμου στη Σουμερία. Η ίδια θεά φέρει το όνομα Ιστάρ στους Ακκάδιους και Βαβυλώνιους, και μετασχηματίζεται σε Αστάρτη στους Φοίνικες, την Κύπρο και την Κρήτη. Η ιστορία της Ιννάνας, που κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο για να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του θανάτου, παρουσιάζει παραλληλισμούς με τη μυθολογία των Ελλήνων, όπως η κάθοδος της Περσεφόνης στον Άδη. Οι ελληνικές θεότητες, όπως η Αθηνά και η Αφροδίτη, ενδέχεται να φέρουν επιρροές από τη φιλοσοφία της Ιννάνας, ιδίως στη σύνθεση πολεμικότητας, αγάπης και σοφίας. Και ενώ σε αυτό το σημείο νόμιζα πως είχε ολοκληρωθεί η έρευνα και η μελέτη των τελευταίων μηνών για αυτή την κοινή θεότητα τόσων πολιτισμών, η οποία εμφανίζεται ήδη από το 4000 π.Χ. στη Μεσοποταμία και φτάνει μέχρι τη Μινωική Κρήτη – και την οποία συναντούσα στα μουσεία της Ευρώπης και του Ιράκ, και στις μεσοποταμιακές πόλεις – υπάρχει και συνέχεια. Δυστυχώς, το τέλος της θεάς Ινάννα-Ιστάρ-Αστάρτη στην Αξό την ιδιαίτερη πατρίδα μου είναι τραγικό. βλ. την επόμενη δημοσίευση: «ΛΙΚΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ – ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ: Ο πρώτος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός (5000–3450 χρόνια πριν), Κνωσσός, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Μουσείο Ελεύθερνας, Αξός, Ιδαίο Άντρο, Μνημειώδης Κυκλική Ανακάλυψη στο Νέο Αεροδρόμιο της Κρήτης».

Η επιρροή της μεσοποτάμιας τέχνης στην ελληνική δημιουργία είναι ιδιαίτερα αισθητή κατά την Ανατολίζουσα περίοδο (8ος–7ος αι. π.Χ.). Οι Έλληνες καλλιτέχνες, επηρεασμένοι από τα πρότυπα της Φοινικίας, της Ασσυρίας και της Βαβυλωνίας, υιοθέτησαν διακοσμητικά μοτίβα και καλλιτεχνικές φόρμες που υπήρχαν στη Μεσοποταμία. Οι γρύπες, οι σφίγγες και οι ρόδακες, τα οποία συναντάμε συχνά σε μνημεία της Μεσοποταμίας, έγιναν δημοφιλή και στην ελληνική τέχνη, ειδικά στην αγγειογραφία της Κορίνθου και της Αττικής. Παράλληλα, η ελεφαντοστέινη διακόσμηση, που είχε αναπτυχθεί στη Συρία και τη Βαβυλώνα, επηρεάζει την ελληνική γλυπτική, με παραδείγματα να βρίσκονται σε ανασκαφές όπως αυτές στις Μυκήνες.

Η διαδοχή αυτών των επιρροών είναι εμφανής και στην αρχιτεκτονική. Η μνημειακή αρχιτεκτονική των Μεσοποταμίων, με τα ζιγκουράτ και τις εντυπωσιακές προσόψεις, επηρέασε τη δημιουργία των ανακτόρων της Κρήτης. Τα διακοσμητικά πλακίδια, που είχαν χρήση στην αρχιτεκτονική της Μεσοποταμίας, ενσωματώθηκαν επίσης στα ελληνικά κτήρια.

Η μεσοποτάμια επιστημονική σκέψη επηρέασε καθοριστικά τις εξελίξεις στις φυσικές επιστήμες στην αρχαία Ελλάδα. Η αστρονομία, για παράδειγμα, άνθησε στη Βαβυλωνία, όπου οι αστρονόμοι κατέγραψαν την κίνηση των πλανητών και ανέπτυξαν τη θεωρία της κίνησης των ουρανίων σωμάτων. Το εξηκονταδικό σύστημα, το οποίο βασίστηκε στη χρήση του αριθμού 60, επηρέασε την ελληνική μαθηματική σκέψη, και ειδικότερα τους φιλοσόφους και μαθηματικούς όπως ο Πυθαγόρας και ο Ευκλείδης. Παράλληλα, οι Βαβυλώνιοι ανέπτυξαν τη μεθοδολογία των υπολογισμών που αργότερα ενσωματώθηκε στη φιλοσοφική σκέψη των Ελλήνων, ενώ οι μαθηματικές επιγραφές και οι υπολογισμοί τους αποτέλεσαν βάση για τα μαθηματικά συστήματα της ελληνικής αρχαιότητας. Είδαμε, για παράδειγμα, στο Μουσείο της Βαγδάτης μια πινακίδα με σφηνοειδή γραφή που περιέχει το Πυθαγόρειο θεώρημα, χίλια χρόνια πριν από τον Πυθαγόρα, βλ. το βίντεο με τα μουσεία στο Ιράκ.

Η ιδέα της πόλης-κράτους, με την αυστηρή οργανωτική διάρθρωση και τα διακριτά όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, έχει σαφείς επιρροές από τις πόλεις της Μεσοποταμίας. Η ανάπτυξη των οργανωμένων αστικών κέντρων, όπως οι Σουμεριακοί οικισμοί και οι Βαβυλώνιοι πόλεις, παρείχε και στους Έλληνες τα εφόδια για την ανάπτυξη της δικής τους πόλης-κράτους, με την αγορά, τα ιερά και τις διοικητικές εγκαταστάσεις, με τους δικούς τους βέβαια όρους. Οι Έλληνες, διαμόρφωσαν το υλικό που δέχθηκαν, εξελίχτηκαν, πρωτοτύπησαν, καθώς διέθεταν μεγαλύτερη κοινωνική δημοκρατική ρευστότητα (χωρίς απόλυτους βασιλείς ή ιερατεία) και ελευθερία σκέψης. Η δημιουργικότητά τους ωθήθηκε μέσα από την ώσμωση με τους παλαιότερους πολιτισμούς. «Τίποτα δεν προέρχεται από το πουθενά. Όλα προέρχονται από κάπου.», τονίζει ο αρχαιολόγος του νεολιθικού οικισμού Τσαταλχουγιούκ Ian Hodder, είναι η συνέχεια και η αλυσίδα των πολιτισμών. Και αυτή είναι και η αξία του ελληνικού πολιτισμού, ότι συνεχίζει να εξελίσσεται μέσα σε άλλους κόσμους..

Συνοπτικά, διαβάζουμε στην ανασκόπηση του Φρεντερίκ Λενουάρ (2019) για την ιστορία των θρησκειών:  «Έχω ασχοληθεί, σε τρία συγγράμματα συγκριτικής για την ιστορία των θρησκειών του ιστορίας των θρησκειών, με το ζήτημα της γέννησης του θρησκευτικού αισθήματος και η ανάλυση του Σπινόζα μου φαίνεται πολύ σωστή. Εν ολίγοις, αυτό που μας μαθαίνουν οι τωρινές ιστορικές και αρχαιολογικές γνώσεις είναι ότι η πρώτη και οικουμενική θρησκεία της ανθρωπότητας είναι ένα είδος ανιμισμού: ο Homo sapiens θεωρούσε ότι ολόκληρη η φύση ήταν κατοικημένη από δυνάμεις και πνεύματα. Ένα πρόσωπο, που το αποκαλούμε στις μέρες μας «σαμάνο», ήταν επιφορτισμένο από τη φυλή να αποκτήσει επαφή, μέσω διαφοροποιημένης συνείδησης, με τις δυνάμεις και τα πνεύματα, προκειμένου να προσελκύσει την εύνοιά τους και να συνδιαλέγεται μαζί τους, ιδίως πριν από το κυνήγι ή για να ζητήσει την ίαση κάποιου ατόμου. Στη νεολιθική περίοδο, πριν από δώδεκα χιλιάδες χρόνια περίπου, το ανθρώπινο ον άρχισε να αποκτά μόνιμο τόπο διαμονής. Το κυνήγι και η συγκομιδή άγριων καρπών αντικαταστάθηκαν σταδιακά από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο άνθρωπος έπαψε να θεωρεί ότι η φύση ήταν μαγεμένη και κατοικημένη από πνεύματα και αντικατέστησε τα πνεύματα με τους θεούς του άστεως, στους οποίους απέδιδε λατρεία, προκειμένου να εξασφαλίσει την προστασία τους εναντίον των εχθρών του και τη βοήθεια που είχε ανάγκη για να ζήσει (τη βροχή για τη συγκομιδή των καλλιεργειών, τη γονιμότητα των οικόσιτων κ.λπ.). Έτσι εξαπλώθηκε σε όλη την ανθρωπότητα το κατεξοχήν θρησκευτικό τελετουργικό: η θυσία. Σύμφωνα με την οικουμενική λογική του δώρου και του αντίδωρου, την οποία αποσαφήνισε έξοχα ο Μαρσέλ Μος, οι άνθρωποι αντήλασσαν αγαθά με τους θεούς: πρόσφεραν αυτό που τους ήταν πολύτιμο (σπορές, ζώα, έως και ανθρώπους) με αντάλλαγμα τη θεϊκή βοήθεια και προστασία. Με τη συγκρότηση των μεγάλων αυτοκρατοριών και την ανάπτυξη της εκλογικευτικής διαδικασίας, πέρασαν προοδευτικά από τις πολυθεϊστικές θρησκείες (όπου υπάρχουν πολλοί ισότιμοι θεοί, με διαφορετικές λειτουργίες) σε θρησκείες ενοθεϊστικές (όπου ένας θεός είναι ανώτερος από τους άλλους, όπως ο Άμμων στην Αίγυπτο ή ο Δίας στην Ελλάδα) και, εν συνεχεία, σε μονοθεϊστικές (ο Ατόν στην Αίγυπτο, ο Γιαχβέ στους Εβραίους, ο Αχούρα Μάζντα στην Περσία): υπάρχει εντέλει ένας και μοναδικός Θεός, ο οποίος είπε «ποιήσωμεν νθρωπον κατ ̓ εκόνα μετέραν κα καθ ̓ μοίωσιν» (Γένεσις), ο οποίος προστατεύει τον άνθρωπο και ικανοποιεί τις ανάγκες του, αρκεί εκείνος να του αποδίδει λατρεία και να τηρεί τις εντολές του.

Χωρίς να μπορεί να προσκομίσει [εννοεί τις σημερινές] ιστορικές και ανθρωπολογικές αποδείξεις, ο Σπινόζα συνέλαβε άριστα, από φιλοσοφική άποψη, την καταγωγική ρίζα των μεγάλων ιστορικών θρησκειών: την τελεολογική (όλα είναι πλασμένα στη φύση για το καλό του ανθρώπου) και ωφελιμιστική (δίνω κάτι στον Θεό, για να μου παρέχει την προστασία του) αξιωματική αρχή. Κατά τον Σπινόζα, πρόκειται για δεισιδαιμονία που έχει στόχο να καθησυχάσει το ανθρώπινο ον, το οποίο ενεργεί κατά βάση υπό τη συναισθηματική επήρεια του φόβου και της ελπίδας. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, οι άνθρωποι δημιούργησαν και τις έννοιες του Καλού (αυτού δηλαδή που συμβάλλει στην υγεία και στη λατρεία του Θεού) και του Κακού (αυτού που λειτουργεί αντίθετα). Στην Ηθική λοιπόν ο Σπινόζα ολοκληρώνει και προχωρεί σε βάθος τη θέση που είχε ήδη διατυπώσει στη Θεολογικοπολιτική πραγματεία: η εξήγηση διά του τελικού αιτίου επιτρέπει να βρεθεί ένα νόημα για όλα, με τελευταίο μη αποδείξιμο αίτιο «τη βούληση του Θεού, τουτέστιν το άσυλο της άγνοιας». (Φρεντερίκ Λενουάρ, 2019, Το θαύμα Σπινόζα ή όταν η φιλοσοφία μπορεί να αλλάξει τη ζωή, σσ. 151-154)

Επίμετρο: Μεσοποτάμιες επιρροές στην Αρχαία Ελλάδα, τη Βίβλο και η συνέχειά τους στην έννοια του Θεού κατά Σπινόζα και Αϊνστάιν

epimetro

Συνημμένα