Θεάσεις: 15.767
Αποστολία Μπέκα
Νηπιαγωγός – Μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Το συναίσθημα επηρεάζει ολόκληρη την πνευματική ζωή του ατόμου. Είναι το βαρόμετρο της ψυχικής μας κατάστασης. Η ομαλή συναισθηματική ζωή, είναι δύναμη που κινεί θετικά το άτομο. Αντίθετα, ο διαταραγμένος συναισθηματικός κόσμος επηρεάζει αρνητικά κάθε μορφή δραστηριότητας.
Έτσι, οι διάφορες αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις ενός παιδιού (ζήλεια, θυμός, άγχος, απογοήτευση) μπορούν να διαταράξουν την ομαλή προσαρμογή του στο περιβάλλον (οικογενειακό, σχολικό, κοινωνικό) και να μειώσουν υπερβολικά κάθε πνευματική του δραστηριότητα (Κρασανάκης, 1989). Το άγχος είναι ένα λειτουργικό συναίσθημα, το οποίο συχνά μας διευκολύνει να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις, που συναντάμε στη ζωή μας, θέτοντας τον οργανισμό σε κατάσταση ετοιμότητας. Υπό αυτή την έννοια, το άγχος αποτελεί ένα φυσιολογικό στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας, που οδηγεί από την εξάρτηση στην αυτονομία. Όταν, όμως, το βίωμα του άγχους είναι υπερβολικό σε ένταση, δυσανάλογο σε σχέση με το ερέθισμα που το προκαλεί και επίμονο στο χρόνο, τότε ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη κάποιας αγχώδους διαταραχής.
Τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά, βιώνουν συχνά ανησυχία και άγχος σε αρκετές καταστάσεις. Η πίεση που υφίσταται το παιδί, επιδρά συχνά άμεσα στη σωματική, συναισθηματική και ψυχική του υγεία, καθώς και στις επιδόσεις του σε όλους τους τομείς. Την κατάσταση αυτή, επιτείνει το γεγονός ότι τα παιδιά καθημερινά πιέζονται να ανταποκριθούν στις τεράστιες απαιτήσεις των γονέων, του σχολείου, των φίλων και της κοινωνίας, αλλά και να προσαρμοστούν σε αναρίθμητες δύσκολες καταστάσεις όπως η σωματική τους υγεία, το διαζύγιο των γονέων, ο θάνατος προσφιλών προσώπων, χωρίς να τυχαίνουν κάποιας ιδιαίτερης στήριξης.
Σύμφωνα με την Κάρεν Χόρνεϋ, αν το παιδί γεννηθεί σε ένα περιβάλλον που, για οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορεί να του δώσει το αίσθημα της αγάπης και της ασφάλειας, η συνέπεια θα είναι να αναπτύξει ένα τρομαχτικό βασικό άγχος, που θα το αναγκάσει να ζητήσει επιβεβαίωση από τους άλλους. Αυτή η επίμονη επιθυμία για επιβεβαίωση καταλήγει σε υπερβολική υποταγή, υπερεπιθετικότητα ή απομόνωση (Κίρναν, 1977).
Οι κυριότερες αιτίες για την εμφάνιση άγχους στα παιδιά είναι:
• Γενετικοί παράγοντες: γενετική προδιάθεση προς το άγχος όταν παρουσιάζονται ψυχολογικοί, κοινωνικοί ή εγκεφαλικοί παράγοντες.
• Οικογενειακοί παράγοντες: τρόποι που η οικογένεια αντιδρά στο άγχος, φτωχή οργάνωση, υπερβολική εμπλοκή ή προστασία, γονείς με άγχος.
• Κοινωνικοί παράγοντες: χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, πολιτισμικές συνθήκες.
• Γεγονότα ζωής: καθημερινά γεγονότα όπως ασθένεια, αποχωρισμοί, απώλειες, θάνατος.
• Ατομικοί παράγοντες: ιδιοσυγκρασία του παιδιού, εσωστρέφεια, συμμόρφωση, εξάρτηση από ενηλίκους.
Το 1967, οι Holmes & Rahe υποστήριξαν ότι, τέτοια γεγονότα ζωής είναι πιθανό να έχουν σοβαρές συνέπειες για την καλή υγεία των ανθρώπων. Μερικοί άνθρωποι ξεπερνούν έντονες καταστάσεις άγχους χωρίς να αρρωσταίνουν και φαίνεται ότι είναι αυτοί που διαθέτουν καλούς μηχανισμούς αντιμετώπισης των προβλημάτων ή που ασχολούνται με τη σωματική άσκηση (Hayes, 1998). Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε σύγχυση και απογοήτευση. Τα παιδιά που δεν είναι ικανά να μειώσουν τα υψηλά επίπεδα άγχους, μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης, παρορμητισμό, επιθετικότητα, ή να γίνουν αντικοινωνικά, αυτο-καταστροφικά και ευερέθιστα. Αυτά τα συμπτώματα δυσχεραίνουν τη ζωή του παιδιού τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι.
Τα συναισθήματα είναι δυνατόν να διαπιστωθούν, να μετρηθούν με βάση ορισμένα φυσιολογικά γεγονότα. Τέτοια είναι για παράδειγμα, η επιτάχυνση ή επιβράδυνση του σφυγμού, η αλλαγή στο ρυθμό αναπνοής, η έκκριση ιδρώτα, η ωχρότητα, το κοκκίνισμα στο πρόσωπο, η κυκλοφορία – πίεση του αίματος, η αντίδραση του δέρματος κ.λπ. Η πολλαπλότητα των συναισθημάτων, ο τρόπος εκδήλωσής τους και κυρίως οι αιτίες που τα προκαλούν, είναι χωρίς αμφισβήτηση αποτέλεσμα μάθησης. Η βάση των συναισθημάτων βρίσκεται σε έμφυτες νευροφυσιολογικές διαδικασίες που τίθενται σε δράση μέσω επιδράσεων του περιβάλλοντος για παράδειγμα, η αντίληψη – βίωση ενός ατυχήματος.
Ο πιο κοινός τύπος νευρωτικής διαταραχής είναι το διάχυτο νευρωτικό άγχος. Το θύμα μιας τέτοιας κατάστασης, αντιδρά υπερβολικά σε όλα αυτά που το κουράζουν ψυχικά, έχει συνήθως μία αίσθηση απροσδιόριστης αλλά υπερβολικής αμηχανίας, μίας αίσθησης ότι αντιμετωπίζει επικείμενη καταστροφή. Το άγχος είναι ένας από τους λίγους ιατρικούς όρους που καλύπτει ένα σύμπτωμα, την αιτία που προκαλεί το σύμπτωμα και τη συναισθηματική αντίδραση στην αιτία και στο σύμπτωμα. Το άγχος ισχύει και για τη φυσιολογική και για την αφύσικη συμπεριφορά ή διάθεση.
Η αντίδραση εκδηλώνεται με τη μορφή διαφόρων επιπτώσεων:
– Με οργανικές επιπτώσεις: πονοκέφαλος, στομαχόπονος, ναυτία, εμετοί, ταχυπαλμία, ιδρώτας, τρεμούλα, τραύλισμα, φάγωμα νυχιών, ξηροστομία, αϋπνία, ανορεξία, συχνουρία, ενούρηση.
– Με ψυχολογικές επιπτώσεις: μείωση της συγκέντρωσης, της μνήμης και της προσοχής, οι ικανότητες παρατήρησης εξασθενούν, δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, μείωση οργάνωσης και προγραμματισμού και μείωση της αντικειμενικής και κριτικής σκέψης.
– Με συναισθηματικές αντιδράσεις: μη ικανότητα χαλάρωσης και απομάκρυνσης των ανησυχιών, αλλαγή στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και αύξηση στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, εμφάνιση κατάθλιψης και πτώση του ηθικού και της αυτο-εκτίμησης.
– Επιπτώσεις στη συμπεριφορά: μείωση του ενδιαφέροντος και των επιδιώξεων, αύξηση απουσιών στο σχολείο, μείωση ενεργητικότητας, διαταραχές ύπνου, αποφυγή δύσκολων καθηκόντων, πλήρη εγκατάλειψη.
Το παιδικό άγχος
Όλη η πίεση, που προκαλείται από τις σύγχρονες συνθήκες ζωής, «περνάει» στα παιδιά από το άμεσο περιβάλλον τους με τη μορφή διαφόρων απαιτήσεων, όπως για παράδειγμα «πρέπει να είσαι καλό παιδί», «καλός μαθητής» κ.τ.λ. Ο στόχος που επιδιώκεται είναι συνήθως η αποδοχή του περίγυρου, αλλά περισσότερο η επικράτηση και η επιβολή. Συχνά, επικρατεί ασάφεια στο παιδί όσον αφορά στους τρόπους αντιμετώπισης των απαιτήσεων και αυτό είναι βασικό αίτιο δημιουργίας άγχους.
Το παιδικό άγχος είναι ένα εξαιρετικά δυσάρεστο συναίσθημα, που το κάθε παιδί το βιώνει διαφορετικά από τη μία κατάσταση στην άλλη. Το βιώνει όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με γεγονότα, τα οποία θεωρεί απειλητικά για τη σωματική και ψυχική του υγεία. Από την αρχή της ζωής του εμφανίζονται συμπτώματα άγχους, κυρίως όταν δεν ικανοποιούνται βασικές ανάγκες του και από τις πιέσεις που υφίσταται εξαιτίας εσφαλμένων τρόπων διαπαιδαγώγησης με τη μορφή της υπερπροστασίας και του αυταρχισμού. Στο άγχος αποχωρισμού, το παιδί νιώθει υπερβολική ανησυχία όταν χρειάζεται να αποχωριστεί σημαντικούς ανθρώπους, και κυρίως τους γονείς. Το άγχος αποχωρισμού αποτελεί μια φυσιολογική αναπτυξιακή διεργασία που βιώνει το παιδί γύρω στους επτά μήνες και μέχρι την πρώιμη προσχολική περίοδο.
Την κατάσταση αυτή επιτείνει το γεγονός ότι τα παιδιά καθημερινά πιέζονται να ανταποκριθούν στις τεράστιες απαιτήσεις των γονέων, των φίλων, του σχολείου και της κοινωνίας, αλλά και να προσαρμοστούν σε αναρίθμητες δύσκολες καταστάσεις όπως ασθένεια, το διαζύγιο των γονέων, το θάνατο προσφιλών προσώπων, χωρίς να τυχαίνουν κάποιας ιδιαίτερης στήριξης. Το παιδί που βρίσκεται κάτω από συνθήκες άγχους έχουν σοβαρά προβλήματα στην εξέλιξή τους. Κατέχεται από αβάσιμες ανησυχίες για την επίδοσή του στο σχολείο και τις σχέσεις του με τους άλλους. Είναι ευαίσθητο σε οποιαδήποτε κριτική, δεν έχει αυτοπεποίθηση και υποτιμά συνεχώς τον εαυτό του. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, είναι νευρικό, δεν μπορεί να μελετήσει και αποφεύγει το σχολείο και τα παιχνίδια με τους φίλους του. Η διάχυτη αγωνία το κάνει να ρωτά συνέχεια τους γονείς του, για ανύπαρκτους κινδύνους, αρρώστιες.
Τρόποι Αξιολόγησης των Προβλημάτων του Άγχους
Οι δυσκολίες ως προς την αξιολόγηση, αποτελούν έναν από τους σημαντικούς παράγοντες που καθυστέρησαν οι έρευνες για το άγχος στα παιδιά. Οι δυσκολίες αφορούν κυρίως τη διάκριση μεταξύ του παροδικού άγχους που ερμηνεύεται αναπτυξιακά, από μια πιο σταθερή και σοβαρή κατάσταση. Πρόκειται για προβλήματα εσωτερίκευσης, που εντοπίζονται ανεπαρκώς, τόσο λόγω απουσίας επιδημιολογικών μελετών, όσο και λόγω της χρήσης εργαλείων με χαμηλή ψυχομετρική λειτουργία. Η δυσκολία του παιδιού να υιοθετήσει στρατηγικές που τον ελαφρύνουν από το άγχος, η ένταση της αρνητικής συναισθηματικής αντίδρασης, καθώς και η δυσκολία του να συμμετέχει σε διάφορες δραστηριότητες ανάλογα με την ηλικία του, αποτελούν ορισμένα από τα κοινώς αποδεκτά κριτήρια για τη διάκριση του άγχους από μια παροδική κατάσταση. Οι προοπτικές μελέτες συνδέουν το άγχος με αυξημένο κίνδυνο για σοβαρές ψυχικές διαταραχές μελλοντικά.
Σε γενικές γραμμές οι τρόποι αξιολόγησης απαιτούν κλινική ή μη εμπειρία, συνεργασία με πολλούς φορείς, συμμετοχή του ίδιου του παιδιού και διαμορφώνονται ως εξής:
– Χρήση διαγνωστικών ημιδομημένων ή δομημένων συνεντεύξεων, που στηρίζονται σε διάφορα συστήματα ταξινόμησης και απαιτούν εκπαίδευση και κλινική εμπειρία.
– Χρήση ερωτηματολογίων και κλιμάκων, που συμπληρώνουν γονείς, εκπαιδευτικοί και παιδιά, και τα οποία εντοπίζουν γενικές κατηγορίες άγχους. Τα ερωτηματολόγια δεν οδηγούν σε διάγνωση, αλλά βοηθούν στην περιγραφή της συμπεριφοράς και των συναισθημάτων και είναι χρήσιμα για τον εντοπισμό πιθανής αναστάτωσης του παιδιού.
– Εκτίμηση της σοβαρότητας του άγχους από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό.
– Αξιολόγηση συγκεκριμένων υποκατηγοριών άγχους όπως, οι καταναγκασμοί των παιδιών, η κοινωνική φοβία κ.λ.π.
– Δοκιμασίες αποφυγής μιας συμπεριφοράς που προκαλεί άγχος μέσα από συστηματική παρατήρηση (Behavioural Avoidance Tests) και
– Ψυχοφυσιολογικές μετρήσεις (Μπίκου-Νάκου, 2004, σελ.308).
Συνοπτικά η αξιολόγηση γίνεται για τους εξής λόγους: α) τη δυνατότητα αναγνώρισης και εντοπισμού των δυσκολιών, β) την εκτίμηση πιθανής παιδαγωγικής/ θεραπευτικής παρέμβασης και γ) τη βασική έρευνα. Οι αυτοαναφορές, οι πληροφορίες από γονείς και εκπαιδευτικούς, η παρατήρηση της συμπεριφοράς, καθώς και οι διαγνωστικές συνεντεύξεις χαρακτηρίζονται από πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τα παιδιά που εκδηλώνουν άγχος, πιθανόν να βαθμολογήσουν υψηλά τις δυσκολίες τους, θέλοντας να ανταποκριθούν στις ανάγκες μίας μελέτης. Υπάρχει διαφορά μεταξύ των παιδιών που αποκαλύπτουν το άγχος τους και εκείνων που προσέχουν να μη φανεί.
Οι πληροφορίες από γονείς και εκπαιδευτικούς πιθανόν να διαφέρουν, όπως διαφέρει και το πλαίσιο αναφοράς για τα παιδιά. Η παρατήρηση της συμπεριφοράς, σε παιδιά που εκδηλώνουν άγχος συχνά δεν είναι σταθμισμένη, με αποτέλεσμα να απαιτούνται λειτουργικοί ορισμοί για την καταγραφή τους. Παράλληλα, όμως, για την αξιολόγηση του θεραπευτικού αποτελέσματος, καλό είναι να επικεντρωνόμαστε όχι μόνο στις δυσκολίες του άγχους, αλλά και σε συνυπάρχουσες δυσκολίες όπως ο θυμός και η κατάθλιψη. Ακόμη, η συνεργασία με τα ίδια τα παιδιά είναι πολύτιμη, γιατί ο τρόπος με τον οποίο τα ίδια αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, μας βοηθά να κατανοήσουμε τις συνέπειες του άγχους και το νόημα που αποκτά για τα ίδια. Τα παιδιά με άγχος συνήθως διαμορφώνουν σχέσεις που τα δυσκολεύουν να κατακτήσουν την ανεξαρτησία τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Hayes, N. (1998): Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Tόμος B’, Επόπτης Ελληνικής Έκδοσης Παρασκευόπουλος, Ν. Ι., Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
– Kendall, C. P. & Braswell, L. (1993): Cognitive – Behavioral Therapy For Impulsive Children, Second Edition, New York: The Guilford Press.
– Κίρναν, Τ. (1977): Ψυχοθεραπεία – Θεωρίες και Πρακτικές από τον Φρόυντ μέχρι σήμερα, Αθήνα: Εκδόσεις Επίκουρος.
– Μαρίνος, Ζ. Γ. (1992): Το άγχος, οι νευρώσεις και η θεραπεία τους, Αθήνα: Εκδόσεις Γλάρος.
– Μεταλλίδου, Π., Ανδρέου, Ε. & Βλάχος, Φ. (2005): Γνωστική Ψυχολογία, Πρόγραμμα Επαγγελματικής Και Ακαδημαϊκής Αναβάθμισης Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Π.Τ.Δ.Ε., Βόλος.
– Meyer, G. R. & Osborne H. Y. (1996): Case Studies in Abnormal Behavior, Third Edition, Boston: Allyn and Bacon.
– Νέστορος, Ν. Ι. & Βαλλιανάτου Γ. Ν. (1988): Συνθετική Ψυχοθεραπεία με Στοιχεία Ψυχοπαθολογίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
– Συλλογικός Τόμος. Προσαρμογή στο σχολείο. Πρόληψη και αντιμετώπιση δυσκολιών, Επιμ. Α. Καλαντζή-Αζίζι & Μ. Ζαφειροπούλου Έκδοση Γ΄, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Σχετικά
Σεπ 17 2008
Συναισθηματική αξιολόγηση της ανάπτυξης του παιδιού: το άγχος
Αποστολία Μπέκα
Νηπιαγωγός – Μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Το συναίσθημα επηρεάζει ολόκληρη την πνευματική ζωή του ατόμου. Είναι το βαρόμετρο της ψυχικής μας κατάστασης. Η ομαλή συναισθηματική ζωή, είναι δύναμη που κινεί θετικά το άτομο. Αντίθετα, ο διαταραγμένος συναισθηματικός κόσμος επηρεάζει αρνητικά κάθε μορφή δραστηριότητας.
Έτσι, οι διάφορες αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις ενός παιδιού (ζήλεια, θυμός, άγχος, απογοήτευση) μπορούν να διαταράξουν την ομαλή προσαρμογή του στο περιβάλλον (οικογενειακό, σχολικό, κοινωνικό) και να μειώσουν υπερβολικά κάθε πνευματική του δραστηριότητα (Κρασανάκης, 1989). Το άγχος είναι ένα λειτουργικό συναίσθημα, το οποίο συχνά μας διευκολύνει να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις, που συναντάμε στη ζωή μας, θέτοντας τον οργανισμό σε κατάσταση ετοιμότητας. Υπό αυτή την έννοια, το άγχος αποτελεί ένα φυσιολογικό στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας, που οδηγεί από την εξάρτηση στην αυτονομία. Όταν, όμως, το βίωμα του άγχους είναι υπερβολικό σε ένταση, δυσανάλογο σε σχέση με το ερέθισμα που το προκαλεί και επίμονο στο χρόνο, τότε ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη κάποιας αγχώδους διαταραχής.
Τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά, βιώνουν συχνά ανησυχία και άγχος σε αρκετές καταστάσεις. Η πίεση που υφίσταται το παιδί, επιδρά συχνά άμεσα στη σωματική, συναισθηματική και ψυχική του υγεία, καθώς και στις επιδόσεις του σε όλους τους τομείς. Την κατάσταση αυτή, επιτείνει το γεγονός ότι τα παιδιά καθημερινά πιέζονται να ανταποκριθούν στις τεράστιες απαιτήσεις των γονέων, του σχολείου, των φίλων και της κοινωνίας, αλλά και να προσαρμοστούν σε αναρίθμητες δύσκολες καταστάσεις όπως η σωματική τους υγεία, το διαζύγιο των γονέων, ο θάνατος προσφιλών προσώπων, χωρίς να τυχαίνουν κάποιας ιδιαίτερης στήριξης.
Σύμφωνα με την Κάρεν Χόρνεϋ, αν το παιδί γεννηθεί σε ένα περιβάλλον που, για οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορεί να του δώσει το αίσθημα της αγάπης και της ασφάλειας, η συνέπεια θα είναι να αναπτύξει ένα τρομαχτικό βασικό άγχος, που θα το αναγκάσει να ζητήσει επιβεβαίωση από τους άλλους. Αυτή η επίμονη επιθυμία για επιβεβαίωση καταλήγει σε υπερβολική υποταγή, υπερεπιθετικότητα ή απομόνωση (Κίρναν, 1977).
Οι κυριότερες αιτίες για την εμφάνιση άγχους στα παιδιά είναι:
• Γενετικοί παράγοντες: γενετική προδιάθεση προς το άγχος όταν παρουσιάζονται ψυχολογικοί, κοινωνικοί ή εγκεφαλικοί παράγοντες.
• Οικογενειακοί παράγοντες: τρόποι που η οικογένεια αντιδρά στο άγχος, φτωχή οργάνωση, υπερβολική εμπλοκή ή προστασία, γονείς με άγχος.
• Κοινωνικοί παράγοντες: χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, πολιτισμικές συνθήκες.
• Γεγονότα ζωής: καθημερινά γεγονότα όπως ασθένεια, αποχωρισμοί, απώλειες, θάνατος.
• Ατομικοί παράγοντες: ιδιοσυγκρασία του παιδιού, εσωστρέφεια, συμμόρφωση, εξάρτηση από ενηλίκους.
Το 1967, οι Holmes & Rahe υποστήριξαν ότι, τέτοια γεγονότα ζωής είναι πιθανό να έχουν σοβαρές συνέπειες για την καλή υγεία των ανθρώπων. Μερικοί άνθρωποι ξεπερνούν έντονες καταστάσεις άγχους χωρίς να αρρωσταίνουν και φαίνεται ότι είναι αυτοί που διαθέτουν καλούς μηχανισμούς αντιμετώπισης των προβλημάτων ή που ασχολούνται με τη σωματική άσκηση (Hayes, 1998). Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε σύγχυση και απογοήτευση. Τα παιδιά που δεν είναι ικανά να μειώσουν τα υψηλά επίπεδα άγχους, μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης, παρορμητισμό, επιθετικότητα, ή να γίνουν αντικοινωνικά, αυτο-καταστροφικά και ευερέθιστα. Αυτά τα συμπτώματα δυσχεραίνουν τη ζωή του παιδιού τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι.
Τα συναισθήματα είναι δυνατόν να διαπιστωθούν, να μετρηθούν με βάση ορισμένα φυσιολογικά γεγονότα. Τέτοια είναι για παράδειγμα, η επιτάχυνση ή επιβράδυνση του σφυγμού, η αλλαγή στο ρυθμό αναπνοής, η έκκριση ιδρώτα, η ωχρότητα, το κοκκίνισμα στο πρόσωπο, η κυκλοφορία – πίεση του αίματος, η αντίδραση του δέρματος κ.λπ. Η πολλαπλότητα των συναισθημάτων, ο τρόπος εκδήλωσής τους και κυρίως οι αιτίες που τα προκαλούν, είναι χωρίς αμφισβήτηση αποτέλεσμα μάθησης. Η βάση των συναισθημάτων βρίσκεται σε έμφυτες νευροφυσιολογικές διαδικασίες που τίθενται σε δράση μέσω επιδράσεων του περιβάλλοντος για παράδειγμα, η αντίληψη – βίωση ενός ατυχήματος.
Ο πιο κοινός τύπος νευρωτικής διαταραχής είναι το διάχυτο νευρωτικό άγχος. Το θύμα μιας τέτοιας κατάστασης, αντιδρά υπερβολικά σε όλα αυτά που το κουράζουν ψυχικά, έχει συνήθως μία αίσθηση απροσδιόριστης αλλά υπερβολικής αμηχανίας, μίας αίσθησης ότι αντιμετωπίζει επικείμενη καταστροφή. Το άγχος είναι ένας από τους λίγους ιατρικούς όρους που καλύπτει ένα σύμπτωμα, την αιτία που προκαλεί το σύμπτωμα και τη συναισθηματική αντίδραση στην αιτία και στο σύμπτωμα. Το άγχος ισχύει και για τη φυσιολογική και για την αφύσικη συμπεριφορά ή διάθεση.
Η αντίδραση εκδηλώνεται με τη μορφή διαφόρων επιπτώσεων:
– Με οργανικές επιπτώσεις: πονοκέφαλος, στομαχόπονος, ναυτία, εμετοί, ταχυπαλμία, ιδρώτας, τρεμούλα, τραύλισμα, φάγωμα νυχιών, ξηροστομία, αϋπνία, ανορεξία, συχνουρία, ενούρηση.
– Με ψυχολογικές επιπτώσεις: μείωση της συγκέντρωσης, της μνήμης και της προσοχής, οι ικανότητες παρατήρησης εξασθενούν, δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, μείωση οργάνωσης και προγραμματισμού και μείωση της αντικειμενικής και κριτικής σκέψης.
– Με συναισθηματικές αντιδράσεις: μη ικανότητα χαλάρωσης και απομάκρυνσης των ανησυχιών, αλλαγή στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και αύξηση στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, εμφάνιση κατάθλιψης και πτώση του ηθικού και της αυτο-εκτίμησης.
– Επιπτώσεις στη συμπεριφορά: μείωση του ενδιαφέροντος και των επιδιώξεων, αύξηση απουσιών στο σχολείο, μείωση ενεργητικότητας, διαταραχές ύπνου, αποφυγή δύσκολων καθηκόντων, πλήρη εγκατάλειψη.
Το παιδικό άγχος
Όλη η πίεση, που προκαλείται από τις σύγχρονες συνθήκες ζωής, «περνάει» στα παιδιά από το άμεσο περιβάλλον τους με τη μορφή διαφόρων απαιτήσεων, όπως για παράδειγμα «πρέπει να είσαι καλό παιδί», «καλός μαθητής» κ.τ.λ. Ο στόχος που επιδιώκεται είναι συνήθως η αποδοχή του περίγυρου, αλλά περισσότερο η επικράτηση και η επιβολή. Συχνά, επικρατεί ασάφεια στο παιδί όσον αφορά στους τρόπους αντιμετώπισης των απαιτήσεων και αυτό είναι βασικό αίτιο δημιουργίας άγχους.
Το παιδικό άγχος είναι ένα εξαιρετικά δυσάρεστο συναίσθημα, που το κάθε παιδί το βιώνει διαφορετικά από τη μία κατάσταση στην άλλη. Το βιώνει όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με γεγονότα, τα οποία θεωρεί απειλητικά για τη σωματική και ψυχική του υγεία. Από την αρχή της ζωής του εμφανίζονται συμπτώματα άγχους, κυρίως όταν δεν ικανοποιούνται βασικές ανάγκες του και από τις πιέσεις που υφίσταται εξαιτίας εσφαλμένων τρόπων διαπαιδαγώγησης με τη μορφή της υπερπροστασίας και του αυταρχισμού. Στο άγχος αποχωρισμού, το παιδί νιώθει υπερβολική ανησυχία όταν χρειάζεται να αποχωριστεί σημαντικούς ανθρώπους, και κυρίως τους γονείς. Το άγχος αποχωρισμού αποτελεί μια φυσιολογική αναπτυξιακή διεργασία που βιώνει το παιδί γύρω στους επτά μήνες και μέχρι την πρώιμη προσχολική περίοδο.
Την κατάσταση αυτή επιτείνει το γεγονός ότι τα παιδιά καθημερινά πιέζονται να ανταποκριθούν στις τεράστιες απαιτήσεις των γονέων, των φίλων, του σχολείου και της κοινωνίας, αλλά και να προσαρμοστούν σε αναρίθμητες δύσκολες καταστάσεις όπως ασθένεια, το διαζύγιο των γονέων, το θάνατο προσφιλών προσώπων, χωρίς να τυχαίνουν κάποιας ιδιαίτερης στήριξης. Το παιδί που βρίσκεται κάτω από συνθήκες άγχους έχουν σοβαρά προβλήματα στην εξέλιξή τους. Κατέχεται από αβάσιμες ανησυχίες για την επίδοσή του στο σχολείο και τις σχέσεις του με τους άλλους. Είναι ευαίσθητο σε οποιαδήποτε κριτική, δεν έχει αυτοπεποίθηση και υποτιμά συνεχώς τον εαυτό του. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, είναι νευρικό, δεν μπορεί να μελετήσει και αποφεύγει το σχολείο και τα παιχνίδια με τους φίλους του. Η διάχυτη αγωνία το κάνει να ρωτά συνέχεια τους γονείς του, για ανύπαρκτους κινδύνους, αρρώστιες.
Τρόποι Αξιολόγησης των Προβλημάτων του Άγχους
Οι δυσκολίες ως προς την αξιολόγηση, αποτελούν έναν από τους σημαντικούς παράγοντες που καθυστέρησαν οι έρευνες για το άγχος στα παιδιά. Οι δυσκολίες αφορούν κυρίως τη διάκριση μεταξύ του παροδικού άγχους που ερμηνεύεται αναπτυξιακά, από μια πιο σταθερή και σοβαρή κατάσταση. Πρόκειται για προβλήματα εσωτερίκευσης, που εντοπίζονται ανεπαρκώς, τόσο λόγω απουσίας επιδημιολογικών μελετών, όσο και λόγω της χρήσης εργαλείων με χαμηλή ψυχομετρική λειτουργία. Η δυσκολία του παιδιού να υιοθετήσει στρατηγικές που τον ελαφρύνουν από το άγχος, η ένταση της αρνητικής συναισθηματικής αντίδρασης, καθώς και η δυσκολία του να συμμετέχει σε διάφορες δραστηριότητες ανάλογα με την ηλικία του, αποτελούν ορισμένα από τα κοινώς αποδεκτά κριτήρια για τη διάκριση του άγχους από μια παροδική κατάσταση. Οι προοπτικές μελέτες συνδέουν το άγχος με αυξημένο κίνδυνο για σοβαρές ψυχικές διαταραχές μελλοντικά.
Σε γενικές γραμμές οι τρόποι αξιολόγησης απαιτούν κλινική ή μη εμπειρία, συνεργασία με πολλούς φορείς, συμμετοχή του ίδιου του παιδιού και διαμορφώνονται ως εξής:
– Χρήση διαγνωστικών ημιδομημένων ή δομημένων συνεντεύξεων, που στηρίζονται σε διάφορα συστήματα ταξινόμησης και απαιτούν εκπαίδευση και κλινική εμπειρία.
– Χρήση ερωτηματολογίων και κλιμάκων, που συμπληρώνουν γονείς, εκπαιδευτικοί και παιδιά, και τα οποία εντοπίζουν γενικές κατηγορίες άγχους. Τα ερωτηματολόγια δεν οδηγούν σε διάγνωση, αλλά βοηθούν στην περιγραφή της συμπεριφοράς και των συναισθημάτων και είναι χρήσιμα για τον εντοπισμό πιθανής αναστάτωσης του παιδιού.
– Εκτίμηση της σοβαρότητας του άγχους από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό.
– Αξιολόγηση συγκεκριμένων υποκατηγοριών άγχους όπως, οι καταναγκασμοί των παιδιών, η κοινωνική φοβία κ.λ.π.
– Δοκιμασίες αποφυγής μιας συμπεριφοράς που προκαλεί άγχος μέσα από συστηματική παρατήρηση (Behavioural Avoidance Tests) και
– Ψυχοφυσιολογικές μετρήσεις (Μπίκου-Νάκου, 2004, σελ.308).
Συνοπτικά η αξιολόγηση γίνεται για τους εξής λόγους: α) τη δυνατότητα αναγνώρισης και εντοπισμού των δυσκολιών, β) την εκτίμηση πιθανής παιδαγωγικής/ θεραπευτικής παρέμβασης και γ) τη βασική έρευνα. Οι αυτοαναφορές, οι πληροφορίες από γονείς και εκπαιδευτικούς, η παρατήρηση της συμπεριφοράς, καθώς και οι διαγνωστικές συνεντεύξεις χαρακτηρίζονται από πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τα παιδιά που εκδηλώνουν άγχος, πιθανόν να βαθμολογήσουν υψηλά τις δυσκολίες τους, θέλοντας να ανταποκριθούν στις ανάγκες μίας μελέτης. Υπάρχει διαφορά μεταξύ των παιδιών που αποκαλύπτουν το άγχος τους και εκείνων που προσέχουν να μη φανεί.
Οι πληροφορίες από γονείς και εκπαιδευτικούς πιθανόν να διαφέρουν, όπως διαφέρει και το πλαίσιο αναφοράς για τα παιδιά. Η παρατήρηση της συμπεριφοράς, σε παιδιά που εκδηλώνουν άγχος συχνά δεν είναι σταθμισμένη, με αποτέλεσμα να απαιτούνται λειτουργικοί ορισμοί για την καταγραφή τους. Παράλληλα, όμως, για την αξιολόγηση του θεραπευτικού αποτελέσματος, καλό είναι να επικεντρωνόμαστε όχι μόνο στις δυσκολίες του άγχους, αλλά και σε συνυπάρχουσες δυσκολίες όπως ο θυμός και η κατάθλιψη. Ακόμη, η συνεργασία με τα ίδια τα παιδιά είναι πολύτιμη, γιατί ο τρόπος με τον οποίο τα ίδια αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, μας βοηθά να κατανοήσουμε τις συνέπειες του άγχους και το νόημα που αποκτά για τα ίδια. Τα παιδιά με άγχος συνήθως διαμορφώνουν σχέσεις που τα δυσκολεύουν να κατακτήσουν την ανεξαρτησία τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Hayes, N. (1998): Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Tόμος B’, Επόπτης Ελληνικής Έκδοσης Παρασκευόπουλος, Ν. Ι., Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
– Kendall, C. P. & Braswell, L. (1993): Cognitive – Behavioral Therapy For Impulsive Children, Second Edition, New York: The Guilford Press.
– Κίρναν, Τ. (1977): Ψυχοθεραπεία – Θεωρίες και Πρακτικές από τον Φρόυντ μέχρι σήμερα, Αθήνα: Εκδόσεις Επίκουρος.
– Μαρίνος, Ζ. Γ. (1992): Το άγχος, οι νευρώσεις και η θεραπεία τους, Αθήνα: Εκδόσεις Γλάρος.
– Μεταλλίδου, Π., Ανδρέου, Ε. & Βλάχος, Φ. (2005): Γνωστική Ψυχολογία, Πρόγραμμα Επαγγελματικής Και Ακαδημαϊκής Αναβάθμισης Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Π.Τ.Δ.Ε., Βόλος.
– Meyer, G. R. & Osborne H. Y. (1996): Case Studies in Abnormal Behavior, Third Edition, Boston: Allyn and Bacon.
– Νέστορος, Ν. Ι. & Βαλλιανάτου Γ. Ν. (1988): Συνθετική Ψυχοθεραπεία με Στοιχεία Ψυχοπαθολογίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
– Συλλογικός Τόμος. Προσαρμογή στο σχολείο. Πρόληψη και αντιμετώπιση δυσκολιών, Επιμ. Α. Καλαντζή-Αζίζι & Μ. Ζαφειροπούλου Έκδοση Γ΄, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κοινοποιήστε:
Σχετικά
By eduportal • Παιδαγωγικά • 0 • Tags: άγχος