Η άλλη Κοκκινοσκουφίτσα που ‘τανε σωστή μουσίτσα

Της Χατζηστρατή Μάγδας

Η πεποίθηση ότι μόνο η μια πλευρά για ένα ζήτημα είναι πάντα η σωστή αποτελεί τη μήτρα οποιουδήποτε είδους ρατσισμού. Σήμερα άδραξα την ευκαιρία να γράψω και μια ακόμα εκδοχή (πρόχειρη) του αγαπημένου παραμυθιού των παιδικών μου χρόνων, αυτό της «Κοκκινοσκουφίτσας», από την οπτική του δυσφημισμένου λύκου, ώστε να πάρουμε μια γεύση και να αναγνωρίσουμε τον τρόπο σύνθεσης των απόψεων.
Γιατί όπως λέει κάτι πολύ εύστοχο που διάβασα: «Ο λύκος θα ‘ναι πάντα ο κακός, γιατί δε γνωρίζουμε τη δική του εκδοχή…»
Εύχομαι να σας αρέσει….

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν τόπο μακρινό, ηλιόλουστο και συναρπαστικό, πάνω στο ψηλότερο βουνό, μέσα στο δάσος το πυκνό ζούσε ένα ζώο φιλικό, έξυπνο και προστατευτικό. Ήταν ένας λύκος με δέρμα λαμπερό και γκριζωπό και βλέμμα κάπως φλογερό τολμώ να πω. Τον έλεγαν Ιερεμία χάρη στης ψυχής του την ανείπωτη ηρεμία. Κείνο ήτανε το σπιτικό του και αυτός ο άγρυπνος φρουρός του. Το πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού, κρατώντας μακριά το πόδι του εχθρού. Ορκίστηκε να διαφυλάττει την ησυχία και την τάξη, για να τον αγαπά ολόκληρη η πλάση. Και τα παιδιά όταν τον βλέπουν, να πάψουν να τον αποφεύγουν και στη γούνινη αγκαλιά του με λαχτάρα να προσφεύγουν.

Κάποτε, ενώ προσπαθούσε απ’ το δρόμο τα σκουπίδια να μαζέψει, ώρες αφότου ο ήλιος είχε βασιλέψει, που άφησαν στο πέρασμά τους κάτι ξεχασιάρικα παιδιά, άκουσε βήματα κάπως χοροπηδηχτά… Στο σημείο αυτό θα θελα να εξομολογηθώ ότι ο λύκος μας είχε για τα δόντια του κόμπλεξ μεγάλο, το δίχως άλλο, που πάντοτε ευχόταν να μην είχε, μήπως κι έτσι ο κόσμος από κείνον δεν απείχε… Πήδηξε, που λέτε, πίσω από έναν θάμνο φουντωτό με βλέμμα αρκετά ελεγκτικό και είδε ένα κοριτσάκι να σιμώνει, κρατώντας ένα καλαθάκι μόνη. Φορούσε ρούχα κόκκινα πλεκτά και στο κεφάλι ένα σκουφί περιμετρικά. Του φάνηκε ύποπτη από την αρχή… Λες και δεν ήθελε να την αναγνωρίσουν και από το διάβα της να τη βρουν και να τη σταματήσουν.

Καθώς περπατούσε, έκοβε χρωματιστά λουλούδια και απ’ τα ομορφότερα του άλσους τα καλούδια. Εκεί τρελαινόταν ο Ιερεμίας να πηγαίνει και τη μοναδική ευωδία τους στιγμή να μη χορταίνει. Ένιωσε πως ξεριζωνόταν μαζί τους η καρδιά του και όλα μαζί τα σωθικά του. Φυσικά άλλο πια δεν άντεξε και φαρδύς πλατύς μπρός στα πόδια της γονάτισε. Τη ρώτησε που πήγαινε και κείνη απ’ τον φόβο παραπάτησε. Τότε του διηγήθηκε μια ιστορία για κάποια γιαγιά της, Ιουλία, που έπασχε από ταχυκαρδία, την οποία έπρεπε να επισκεφθεί, για να της πάει ένα πιάτο της μαμάς ζεστό φαί, ώστε ο οργανισμός της άμεσα να ανασυγκροτηθεί. Έκοψε, λοιπόν, δρόμο μέσα από το δάσος, όπως της υπέδειξε ο φίλος της ο Τάσος, για να μη τη βρει η νύχτα, να προλάβει ζεστή και η γιαγιά την πίτα.

Από τις απαντήσεις της αυτές ένιωσε πως το κορίτσι ήτανε ειλικρινές, αλλά αυτά της τα ρούχα αβλεπί τον προβληματίζανε πολύ, χωρίς αμφιβολία, ασυζητητί. Έτσι, αποφάσισε να της δώσει ένα μάθημα, για να καταλάβει πόσο λάθος και απρεπές ήταν να εισβάλλει στο ξένο δάσος, μεταμφιεσμένη όπως οι ληστές. Την άφησε να συνεχίσει αλλά έτρεξε πριν από αυτή, το θέμα να διερευνήσει και να διαπιστώσει αν έλεγε αλήθεια ή στο ψέμα τον είχε φλομώσει, σαν στα παραμύθια. Όταν συνάντησε τη γριούλα της εξήγησε τους λόγους του δικού του προβληματισμού και αποφασίσανε να την παραδειγματίσουνε από κοινού.

Εκείνη σκέφτηκε κάτω από το ντιβάνι να κρυφτεί και με το νεύμα του μονάχα να εμφανιστεί. Εκείνος, για να φανεί πιο πειστικός, έβαλε τη μακριά της νυχτικιά όντας πολύ προσεκτικός, με τη βοήθειά της φυσικά κι έπειτα ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα πόδια του φαρδιά πλατιά και την περίμενε να’ ρθει καρτερικά, προσποιούμενος την άρρωστη γιαγιά. Όταν έφτασε το κορίτσι, το κάλεσε να πλησιάσει. Αυτή τον κοίταξε κοροϊδευτικά, λέγοντας για τα μεγάλα του αυτιά μια φράση κάπως δεικτικιά.

Συνηθισμένος σε τέτοιες προσβολές, δεν έδωσε σημασία σε τούτες τις παρεμβολές και φρόντισε να απαντήσει ευγενικά, όπως τις πιο πολλές φορές. Είπε, λοιπόν, πως έχει μεγάλα αυτιά, για να μπορεί να την ακούει ακόμα πιο προσεκτικά. Σκόπευε να της δείξει ότι του ήταν συμπαθής, αν και λιγάκι αγενής. Εκείνη, όμως, δε σταμάτησε εκεί. Αντίθετα, έκανε ένα άλλο αστείο για τα μάτια του τα καφετί. Ο Ιερεμίας, ωστόσο, παρά τη δυσαρέσκεια, κατάφερε να σταθεί με αξιοπρέπεια. Φανταστείτε να ‘ ναι μπρος του αυτό το κορίτσι με το παραπλανητικό προσωπείο καλοσύνης που δεν είχε απολύτως καμία αίσθηση ευγνωμοσύνης!

Μολαταύτα πάλι της απάντησε με κάτι θετικό, λέγοντας πως τον βοηθούν να βλέπει καλύτερα το πρόσωπό της το λαμπρό. Ίσως έτσι σκέφτηκε συνειδητοποιήσει, την αγένεια της λίγο να περιορίσει. Τελικά έκανε λάθος. Εκείνη συνέχισε με θράσος, βρίσκοντας το ευαίσθητο σημείο του, τα μεγάλα του δόντια, που ήτανε στα «μείον» του. Δυστυχώς η προσβλητική της παρατήρηση τον έκανε να χάσει κάθε ψυχραιμία. Πήδηξε από το κρεβάτι, φωνάζοντάς της με μανία πως τα μεγάλα του δόντια χρησίμευαν για να την φάει χωρίς καμία δυσκολία. Το τρελοκόριτσο άρχισε να τρέχει έντρομο κι αλαφιασμένο κι ο Ιερεμίας αφού πέταξε από πάνω του το ρούχο το καλοραμμένο, προσπαθούσε να τη φτάσει για να την ηρεμήσει, αλλά άθελά του κατάφερε περισσότερο να την τρομοκρατήσει.

Ξάφνου άνοιξε με δύναμη η πόρτα και πρόβαλε απ’ την καγκελένια πόρτα, ένας άνδρας μ’ ένα κοφτερό τσεκούρι, για να βάλει τάξη σε τούτο το αχούρι. Άρχισε να βροντοφωνάζει μπρος του λύκου μας τη μούρη. Εκείνος από την τρομάρα, πριν πάθει και καμιά λαχτάρα, το σκάσε απ΄ του σπιτιού την καμινάδα. Ο λύκος μας αλαλιασμένος, εξαφανίστηκε στο δάσος παραπονεμένος. Η μόνη του παρηγοριά ήταν η ελπίδα μήπως η γριά θα έλεγε την αλήθεια σε όλο το ντουνιά, αποκαθιστώντας την υστεροφημία του συνολικά.

Μα έμαθε πως αυτή η γριά ποτέ δε διηγήθηκε τα γεγονότα από τη δική του την πλευρά. Σύντομα κυκλοφόρησε η κακή η φήμη ότι ο λύκος ήταν επικίνδυνο και σωστό αγρίμι. Το κοριτσάκι σίγουρα θα έζησε καλά, αλλά ο Ιερεμίας έμεινε «στα Τάρταρα» ως τα βαθιά του γερατειά. Έκτοτε ζούσε θλιμμένος σε κάποια ερημιά, μακριά από τα βλέμματα τα επικριτικά. Επειδή, όμως, τον έπνιγε το δίκιο, μια μέρα έγραψε στην κυρά-Ιουλία μια επιστολή απ’ τη δική του οπτική που άφησε στου σπιτιού της την μπροστά αυλή.

Η γιαγιά συγκινημένη, ούσα μες στην ενοχή πνιγμένη, αποφάσισε να τρέξει και στην εφημερίδα του χωριού την ιστορία να αναδημοσιεύσει, ώστε τις καρδιές και των δυο τους τελικά να γαληνέψει.