Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης 1ο μέρος

1895 – 1916 Με τον ειδικό νόμο ΒΤΜΘ΄ [1] της 3/9/1895 έγινε προσπάθεια να αναδιοργανωθεί η στοιχειώδης εκπαίδευση, χωρίς όμως να επέλθει καμιά ουσιαστική βελτίωση. Το καινούριο στοιχείο στην εκπαίδευση της χώρας είναι ότι εισάγεται ο θεσμός της προσχολικής αγωγής (διάταγμα 30/4/1896) [2] . Βεβαία το κράτος δεν ιδρύει δικά του νηπιαγωγεία, αλλά επιτρέπει στους ιδιώτες να το κάνουν.Το 1899 η κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη με υπουργό Παιδείας τον Α. Ευταξία υποβάλλει στη Βουλή τα νομοσχέδια «περί δημοτικής εκπαιδεύσεως» και «περί μέσης εκπαιδεύσεως» [3] . Τα νομοσχέδια αυτά είναι φανερά επηρεασμένα από την πρόσφατη ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Εξάλλου στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να μεταρρυθμιστεί, γιατί μόνο έτσι θα σβήσει η Ελλάδα απ’ το μέτωπό της το «στίγμα του 1897».
Ο νομοθέτης θεωρεί τη μεταρρύθμιση προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του εθνικού προβλήματος. Θεωρείται ακόμη απαραίτητη για να αναπτυχθούν όλοι οι κλάδοι της οικονομίας και τέλος για να αποκτήσει η χώρα χρηστούς πολίτες.Στόχος των νομοσχεδίων ήταν να γενικευθεί η δημοτική εκπαίδευση σ’ όλη την Ελλάδα, να γίνει υποχρεωτική και να προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων στους γονείς που δεν έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο. Προτείνεται η κατάργηση της αρχαίας ελληνικής και η αντικατάστασή της με την καθαρεύουσα. Στα μαθήματα περιλαμβά-νονται και γνώσεις γεωπονίας, κηπουρική, δεντροκομία, μελισσοκομία, δικαιώματα και καθήκοντα συνταγματικού πολίτη κλπ. Φαίνεται πως η επιδίωξη ήταν η προετοιμασία των παιδιών για την ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Το πρόγραμμα της μέσης εκπαίδευσης περιλάμβανε όλα τα γνωστά μαθήματα, με μια διαφοροποίηση, ως προς την προσφορά, στις τέσσερις τελευταίες τάξεις. Έτσι στο πρακτικό τμήμα διδάσκονταν λιγότερες ώρες αρχαία και ιστορία και περισσότερες ώρες μαθηματικά και φυσική, απ’ ό,τι στο φιλολογικό τμήμα. Στα ίδια νομοσχέδια επισημαίνεται η ανάγκη βελτίωσης της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών των γυμνασίων και προτείνεται η ίδρυση έδρας παιδαγωγικής στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Τέλος, αναφέρονται και στην εκπαίδευση των γυναικών και προτείνεται η ίδρυση δυο διδασκαλείων θηλέων. [4]Τα νομοσχέδια του 1899 είχαν αρκετά θετικά στοιχεία, όπως η αυτοτέλεια του δημοτικού σχολείου και ο χωρισμός στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου σε πρακτικό και φιλολογικό τμήμα. Μάλιστα για πρώτη φορά εγκαταλείπονται τα γαλλογερμανικά πρότυπα και υιοθετούνται τα σκανδιναβικά (αυτό αναφέρεται στις προγραμματικές επαγγελίες του κόμματος του Γ. Θεοτόκη [5] ).
Τελικά, η αντίδραση, ιδιαίτερα για το ζήτημα της αντικατάστασης της αρχαίας ελληνικής στο δημοτικό σχολείο απ’ την νέα ελληνική, ήταν πολύ μεγάλη. [6] Έτσι τα περισσότερα νομοσχέδια δεν ψηφίστηκαν. Αυτό που θα κυριαρχήσει στα εκπαιδευτικά ζητήματα από δω και πέρα είναι το γλωσσικό ζήτημα, που δεν είναι βέβαια μόνο γλωσσικό, αλλά και κοινωνικοπολιτικό και οπωσδήποτε είναι ζήτημα εκπαιδευτικό. Έτσι με την είσοδο στον 20ο αιώνα έχουμε δύο περιστατικά. Τα «Ευαγγελιακά» (1901) και τα «Ορεστειακά» (1903).

Αφορμή για το πρώτο ήταν η μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική. Οι υπέρμαχοι της αρχαίας ελληνικής υποκινούν τους φοιτητές οι οποίοι ξεσηκώνονται και ξεσπούν σοβαρά επεισόδια με νεκρούς και τραυματίες. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης πυροβολήθηκε. Η κυβέρνηση παραιτείται και ο αρχιεπίσκοπος Προκόπιος απολύεται. [7] Τα «Ορεστειακά» ήταν ταραχές που προκάλεσαν οι φοιτητές για να μη παίζονται τραγωδίες μεταφρασμένες. Το Νοέμβριο του 1903 το Βασιλικό Θέατρο παρουσίασε την «Ορέστεια» του Αισχύλου μεταφρασμένη στη δημοτική. Οι φοιτητές διαμαρτυρήθηκαν και ζήτησαν τη διακοπή της παράστασης. Ακολούθησε συμπλοκή στην οποία σκοτώθηκαν δύο άτομα και επτά τραυματίστηκαν. [8]

Το 1904 (31 Μαρτίου ως 4 Απριλίου) πραγματοποιήθηκε το πρώτο ελληνικό εκπαιδευτικό συνέδριο. Το συνέδριο ασχολήθηκε με την γυναικεία αγωγή (να γίνει υποχρεωτική), με τη στοιχειώδη εκπαίδευση (να θεσπιστούν κίνητρα ώστε όλοι να θέλουν να πάνε σχολείο, να οργανωθούν σχολικές κοινότητες, να εισαχθούν τεχνικά μαθήματα, να μεταφραστούν ξένα παιδαγωγικά συγγράμματα) και με τη μέση εκπαίδευση (να εξασφαλιστεί επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών, να διοριστούν καθηγητές ειδικοί για τα φυσικά και μαθηματικά, να καθιερωθούν υποτροφίες κλπ.). [9]

Ακόμη με ιδιωτική πρωτοβουλία (του περιοδικού «Νουμάς») προκηρύχτηκε διαγωνισμός για ένα ανθρώπινο και ρωμαίικο αναγνωστάριο, γραμμένο σε γλώσσα δημοτική. Κι αν η πολιτεία δεν το υιοθετεί το αναγνωστάριο αυτό, «αρκεί να ‘χουμε δουλειά (έτοιμη) για την ώρα τη μεγάλη» Το 1908 ιδρύθηκε στο Βόλο το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο με πρόταση του γιατρού Δ. Σαράτση. Η διεύθυνσή του ανατέθηκε στον Αλ. Δελμούζο. Σ’ αυτό ο Δελμούζος θέλησε να εργαστεί πειραματικά, να εφαρμόσει τα νέα πορίσματα της παιδαγωγικής και να χρησιμοποιήσει τη δημοτική γλώσσα. [10]

Πράγματι, στο διάστημα 1908-1911, «Ο Δελμούζος εφάρμοσε μια προοδευτική παιδαγωγική που καταπιάνονταν με τα αληθινά προβλήματα της εποχής, εισήγαγε την δημοτική γλώσσα, έδωσε έμφαση στην εμπειρική μάθηση, προσάρμοσε τα παλιά κείμενα, ενέπνευσε εμπιστοσύνη στις μαθήτριες, άλλαξε την ατμόσφαιρα φόβου στην τάξη σε ατμόσφαιρα συνεργατικής προσπάθειας». [11] Το εκπαιδευτικό αυτό πείραμα συνάντησε ισχυρότατες αντιδράσεις και κριτική που οδήγησαν στην παραίτηση του Δελμούζου, κλείσιμο του σχολείου και στην προσαγωγή του διευθυντή και των συνεργατών του σε δίκη για αθεΐα, ασέβεια, εξύβριση κλπ. Στη δίκη που έγινε στο Ναύπλιο, τόσο ο Δελμούζος όσο και οι συνεργάτες του αθωώθηκαν. Η δίκη έμεινε γνωστή ως τα «Αθεϊκά». [12]

Δύο χρόνια αργότερα (1910), οι δημοτικιστές ίδρυσαν τον Εκπαιδευτικό Όμιλο. [13] Σκοπός του Εκπαιδευτικού Ομίλου ήταν να βοηθήσει στην αναμόρφωση της ελληνικής εκπαίδευσης και η ίδρυση πρότυπου δημοτικού σχολείου. Σύμφωνα με το πρόγραμμά του (1915) η παιδεία έπρεπε να στήσει τα θεμέλιά της πάνω στα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής ζωής (νεοελληνική παράδοση, ήθη και έθιμα, ζωντανή γλώσσα, λαϊκά τραγούδια και δημιουργική λογοτεχνία). Ωστόσο δέχθηκε κι αυτός σφοδρές επιθέσεις, που επικεντρώνονταν κυρίως στο γλωσσικό ζήτημα.

Στη συνέχεια έρχεται η άνοδος του Ελευθέριου Βενιζέλου στην εξουσία και δημιουργείται στο χώρο της παιδείας ένα φιλελεύθερο κλίμα για ουσιαστικές αλλαγές. Και πάλι οι αντιδράσεις και οι πιέσεις είναι τέτοιες, που αναγκάζουν τον Βενιζέλο να υποχωρήσει. Έτσι όταν ψηφίζεται το Σύνταγμα του 1911, καθιερώνεται η καθαρεύουσα
ως επίσημη γλώσσα του κράτους (άρθρο 107).
Ακολουθούν οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο διπλασιασμός των ελληνικών εδαφών. Ο τότε υπουργός Παιδείας Ι. Τσιριμώκος (κυβέρνηση Βενιζέλου) κατάθεσε στη Βουλή εκπαιδευτικά νομοσχέδια με εισηγητή τον Δ. Γληνό, από τα ηγετικά στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του 1913 προέβλεπαν κυρίως τα εξής:
• Υποχρεωτική φοίτηση των νηπίων στα νηπιαγωγεία από το 4ο έτος.
• Καθιέρωση του εξαετούς δημοτικού σχολείου. Το σχολείο αυτό θα ήταν υποχρεωτικό, κοινό για όλους τους μαθητές και των δύο φύλων, ενιαίο, αυτόνομο και αυτοτελές, ώστε να προετοιμάζει για την ένταξη στην κοινωνία και την αγορά εργασίας.
• Υποχρεωτική φοίτηση, σε συμπληρωματικά μαθήματα, εκείνων των αποφοίτων των δημοτικών που δεν θα φοιτούσαν σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης. Τα μαθήματα θα ήταν ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες του λαού και θα διδάσκονταν ή σε πρόσθετη τάξη του δημοτικού σχολείου ή σε ημέρες και ώρες που θα αργούσε το σχολείο.
• Εκσυγχρονισμός της παιδαγωγικής, προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις κοινωνικοοικονομικές ανάγκες της ζωής, έμφαση στις θετικές επιστήμες, την επαγγελματική εκπαίδευση και τα πρακτικά μαθήματα, καλύτερη μόρφωση της Ελληνίδας και απλοποίηση της ελληνικής γλώσσας.
• Μετά το εξαετές υποχρεωτικό δημοτικό σχολείο, δύο ανεξάρτητους τύπους σχολείων μέσης εκπαίδευσης: α) το τριετές αστικό σχολείο (τεχνικό – πρακτικό) και β) το εξαετές γυμνάσιο.
Τα νομοσχέδια του 1913 συνάντησαν, και αυτά, ισχυρή αντίδραση και δεν ψηφίστηκαν στη Βουλή, πλην αυτών που αφορούσαν τη διοίκηση. Πολλές όμως απ’ αυτές τις μεταρρυθμιστικές αλλαγές θα εφαρμοστούν αργότερα στις μεταρρυθμίσεις του 1917 και 1929.

Η περίοδος 1895 – 1916 χαρακτηρίζεται από σπουδαία ιστορικά και πολιτικά γεγονότα (ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και καταστροφική ήττα, επανάσταση στο Γουδί, νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι, διπλασιασμός των ελληνικών εδαφών και αύξηση του πληθυσμού του ελληνικού κράτους). Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν ουσιαστικά και το χώρο της εκπαίδευσης.
Η ήττα του 1897 οδήγησε σε ένα κλίμα επίκρισης του παρελθόντος και μια έντονη επιθυμία για αλλαγή. Οι δυνάμεις όμως που ταυτίζονται με το «παρελθόν» (Παλάτι, γαιοκτήμονες, κοτζαμπάσηδες, παλιά κόμματα…), όπως είναι φυσικό, αντιδρούν. Νιώθουν να χάνουν την εξουσία, γιατί βλέπουν την κοινωνία να αστικοποιείται. Είναι εχθροί της δημοτικής γλώσσας, γιατί αντιπροσωπεύει την αστική τάξη. Χρησιμοποιούν όλα τα μέσα: διαβολή, παραπλάνηση, θόρυβο, κινητοποίηση άσχετων ανθρώπων ή σωματείων και συντεχνιών, εκμεταλλευόμενοι και το εθνικιστικό κλίμα που στο μεταξύ έχει καλλιεργηθεί εξαιτίας των ιστορικών γεγονότων. Σ’ αυτή την προσπάθειά τους μπορούμε να εντάξουμε και τα «Ευαγγελιακά», τα «Ορεστειακά», τα γεγονότα του Βόλου, την επίθεση στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και την συνολική αποτυχία της μεταρρύθμισης του 1913.
Απ’ την άλλη πλευρά οι προοδευτικές και αστικές δυνάμεις καταφέρνουν να καταλάβουν την εξουσία, μετά την επανάσταση στο Γουδί(1901) και να κυβερνήσουν τη χώρα με τον Ελ. Βενιζέλο. Οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που προκύπτουν, βάζουν επιτακτικό το θέμα της προσαρμογής της εκπαίδευσης στα νέα δεδομένα. Το σχολείο πρέπει να είναι αυτόνομο, αυτοτελές και να απευθύνεται σ’ όλο το λαό.
Αυτούς τους στόχους είχε το νομοσχέδιο του 1913, τους οποίους δεν πέτυχε να καθιερώσει, γιατί οι αντιδραστικές δυνάμεις ήταν ακόμη πολύ ισχυρές.

[1] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 3-6
[2] Όπως παραπάνω, σελ. 7-15
[3] Όπως παραπάνω, σελ 21
[4] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 54-56
[5] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 19-20
[6] Όπως παραπάνω, σελ. 20
[7] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 20 και
[8] Σπ. Ευαγγελόπουλου, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, ΔΑΝΙΑ, Αθήνα 1987, τομ. Β΄, σελ. 11
[9] Όπως παραπάνω, σελ. 12
[10] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 41-45
[11] Όπως παραπάνω, σελ. 56-59 (σκέψεις του Αλ. Δελμούζου)
[12] Π. Πολυχρονόπουλου, Παιδεία και πολιτική στην Ελλάδα, Καστανιώτη, Αθήνα 1980, τομ. Α΄, σελ. 188
[13] Σπ. Ευαγγελόπουλου, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, ΔΑΝΙΑ, Αθήνα 1987, τομ. Β΄, σελ. 13
Περισσότερες πληροφορίες:
Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 93-97
Αν. Φραγκουδάκη, Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και Φιλελεύθεροι Διανοούμενοι, Κέδρος, Αθήνα 1991, σελ. 27-34
Σπ. Ευαγγελόπουλου, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, ΔΑΝΙΑ, Αθήνα 1987, τομ. Β΄, σελ. 14-15

 

2ο Μέρος