Παιδαγωγική & Ψυχανάλυση, Μέρος Γ: Η παιδαγωγική δύναμη

Γ. Οι συγκρούσεις και οι μηχανισμοί άμυνας

Στην ομαδική ζωή, με τις πολλαπλές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών της τάξης, κάθε άτομο προσπαθεί να επιλύσει τις εσωτερικές και εξωτερικές του συγκρούσεις. Έτσι δημιουργούνται καταστάσεις, μεταξύ των μαθητών, μεταξύ της τάξης και του εκπαιδευτικού, μεταξύ του δασκάλου και ενός ή μερικών παιδιών, που βάζουν σε κίνηση τους μηχανισμούς άμυνας και τους μηχανισμούς αντιστάθμισης.
Με τον όρο άμυνα του εγώ, ο Freud εννοεί την αντίσταση που προβάλλει το συνειδητό εγώ, ενάντια των καταστάσεων που προσπαθούν να αναδυθούν από το εκείνο. Αυτή η αντίσταση είναι αναπόφευκτη και απαραίτητη, γιατί οι απαιτήσεις του εκείνου είναι ανυπόφορες, απαράδεκτες, επικίνδυνες, σύμφωνα με τις ηθικές αρχές του υπερεγώ.
Σύμφωνα με την A. Freud, η άμυνα του εγώ δραστηριοποιείται στις ακόλουθες περιστάσεις:

  • Κατά των οδυνηρών τάσεων της libido, πχ. Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ομοφυλόφιλες, αιμομικτικές επιθυμίες.
  • Εναντίον επικίνδυνων καταστάσεων της εξωτερικής πραγματικότητας, που αποτελούν εμπόδια στην πραγματοποίηση των επιθυμιών.
  • Ενάντια επιθυμιών που είναι άμεσα συνδεδεμένες με καταστάσεις αγωνίας, άγχους, εχθρότητας, μίσους, αγάπης, λύπης, κα.

Ο Freud πίστευε πως κάθε άτομο διαθέτει έναν αριθμό αμυντικών μηχανισμών, που το προστατεύουν από το άγχος που προκαλείται από την υπερβολική ένταση των συγκρούσεων μεταξύ του εκείνου και του εγώ. Υπάρχουν και συνειδητοί αμυντικοί μηχανισμοί αλλά στην ψυχανάλυση, όταν χρησιμοποιείται αυτός ο όρος υποδεικνύει αυτούς που λειτουργούν ασυνείδητα.

Η σύγκρουση γεννιέται όταν το εγώ βρίσκεται παγιδευμένο μεταξύ των πιέσεων που ασκούν το εκείνο και το υπερεγώ. Το εγώ πολεμά εναντίον της πίεσης των ορμικών επιθυμιών που προέρχονται από το εκείνο, γιατί η ικανοποίησή τους είναι αντίθετη με τις επιταγές του υπερεγώ και περικλείει τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης με τον εξωτερικό κόσμο, που θα επιφέρει ποινές και επομένως δυσαρέσκεια.
Η αντιφατική κατάσταση που δημιουργείται, προκαλεί μια υπερένταση στον εσωτερικό ψυχικό μηχανισμό, δηλ. άγχος. Το εγώ, επειδή είναι αδύναμο, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση. Να συγκρουσθεί δηλαδή με τον εξωτερικό κόσμο ή να κυριαρχήσει τις ορμικές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα αυτές να γίνονται ασυνείδητες. Η απώθηση δεν έχει σχέση με κάποια λογική διαδικασία’ είναι αυτόματη και εμποδίζει όχι μόνο τη συνειδητοποίηση της επιθυμίας αλλά και την είσοδο της ανάμνησής της, στη συνείδηση.

Οι συγκρούσεις λοιπόν, είναι αναπόφευκτες και δεν είναι αυτές καθ’ εαυτές που δημιουργούν παθολογικές καταστάσεις (γιατί τότε θα ήμασταν όλοι άρρωστοι). Εάν το εγώ είναι δυνατό και καλά οργανωμένο, θα μεσολαβήσει δυναμικά, θα παραθέσει τους μηχανισμούς άμυνας που διαθέτει για να εξουδετερώσει ή να λύσει την σύγκρουση. Εάν όμως το εγώ είναι αδύναμο και όχι καλά δομημένο, αδυνατεί να χρησιμοποιήσει τους αμυντικούς μηχανισμούς. Έτσι η ορμική επιθυμία κυριαρχεί αλλά με καμουφλαρισμένη μορφή: εμφανίζεται σαν σύμπτωμα. Δηλαδή η ορμική επιθυμία που δεν ικανοποιήθηκε, ούτε απωθήθηκε, αναγκάζεται να βρει άλλους δρόμους και άλλα αντικείμενα’ έτσι φθάνει στο σχηματισμό των συμπτωμάτων, που αποτελούν ένα είδος ικανοποίησης. (Freud A. 1977-1991, Freud S. 1977-1994)

Οι μηχανισμοί άμυνας χρησιμοποιούνται από το εγώ, στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει την ψυχική ηρεμία και να απαλλάξει το υποκείμενο από την πίεση του άγχους. Το άγχος, όπως είπαμε, είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης ή λαθεμένης λύσης μιας σύγκρουσης, πράγμα που σημαίνει πως οι απωθημένες επιθυμίες συνεχίζουν να πιέζουν.

Κάθε άνθρωπος χρησιμοποιεί για την ικανοποίηση των επιθυμιών του, καθώς και για την κοινωνική προσαρμογή του, μηχανισμούς άμυνας που τους υποκειμενοποιεί ανάλογα με τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, τις καταβολές του, την επίδραση του περιβάλλοντος. Είναι δυνατόν, οι μηχανισμοί άμυνας να χρησιμοποιηθούν με λαθεμένο τρόπο’ τότε αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες γιατί δεσμεύουν την ψυχική ενέργεια, που θα μπορούσε να επενδυθεί σε δημιουργικές δραστηριότητες.

Διακρίνουμε δύο κατηγορίες αμυντικών μηχανισμών:
α) τους άμεσους: οι οποίοι απωθούν άμεσα τη δυσάρεστη πίεση ή ικανοποιούν τις ασυνείδητες επιθυμίες του εκείνου με τρόπους κοινωνικά αποδεκτούς,
β) τους έμμεσους: οι οποίοι απωθούν έμμεσα, μεταθέτουν, αλλάζοντας πορεία, τις επικίνδυνες επιθυμίες. Οι κυριότεροι άμεσοι μηχανισμοί άμυνας είναι:
i. Η απώθηση: ο πιο συνήθης μηχανισμός και αυτός που προηγείται όλων των άλλων. Με το μηχανισμό αυτό αποτίθενται στο ασυνείδητο και κρατούνται εκεί πιεσμένες, οι ορμικές επιθυμίες, οι δυσάρεστες, οι τραυματικές, οι οδυνηρές καταστάσεις και εμπειρίες. Η απώθηση λοιπόν είναι ένας ασυνείδητος μηχανισμός που μεταφράζεται με λήθη.
ii. Η άρνηση ή απομόνωση: με την οποία απομονώνονται από το συγκινησιακό τους περιεχόμενο ορισμένα γεγονότα ή καταστάσεις. Επίσης απομονώνεται μια σκέψη ή μια συμπεριφορά, με τρόπο που διακόπτεται η σύνδεσή της με άλλες σκέψεις ή με το σύνολο του ψυχικού κόσμου.
iii. Η αναδρομική αναίρεση: με την οποία αρνούμαστε κάτι που είναι οδυνηρό ή δυσάρεστο και το αντικαθιστούμε με φανταστικές διηγήσεις ή με συμπεριφορές που το αναιρούν. Κάνουμε δηλ. σαν οι σκέψεις, τα λόγια, οι πράξεις, να μην είχαν συμβεί ποτέ.
iv. Η παλινδρόμηση: μέσω της οποίας το υποκείμενο οπισθοχωρεί και παραμένει παροδικά ή μόνιμα σε περασμένα στάδια της εξέλιξής του (ορμικά, συναισθηματικά, σχέσεις με το αντικείμενο, συμπεριφορές)

Οι κυριότεροι έμμεσοι μηχανισμοί άμυνας είναι:
a. Η προβολή: που συνίσταται στη μετάθεση σε κάποιο άλλο αντικείμενο, ιδιοτήτων, συναισθημάτων, επιθυμιών, που στην πραγματικότητα ανήκουν στο υποκείμενο. Στηρίζεται στην πρωτόγονη ψυχική λειτουργία, που συνίσταται στην άρνηση της κυριότητας κάποιας δυσάρεστης κατάστασης και στην αναζήτηση εξωτερικών αιτιών.
b. Η μετάθεση: μηχανισμός με τον οποίο γίνεται η μεταφορά μιας συγκίνησης, από μια ιδέα, ένα άτομο, ένα γεγονός, σε κάποιο άλλο που συνδέεται με τα πρώτα συνειρμικά. Πχ. το ξέσπασμα για μια προσωπική μας αποτυχία, σε κάποιο άτομο που δεν ευθύνεται.
c. Η ενδοπροβολή: είναι η μεταφορά ενός εξωτερικού αντικειμένου στο εσωτερικό του ψυχικού μας κόσμου και η αντικατάστασή του με ένα εσωτερικό, φαντασιωσικό αντικείμενο. Συνίσταται στο να θεωρεί κάποιος σαν δικές του τις ιδέες, τις πράξεις, τα συναισθήματα, ενός άλλου. Πχ. το παιδί παίζει τον κλέφτη, το δάσκαλο κα.
d. Η ταυτοποίηση με το αντίθετο: είναι η μεταστροφή του σκοπού μιας ορμής, ενός ενστίκτου, ενός συναισθήματος, στο αντίθετό του. Πχ. αλλαγή του συναισθηματικού περιεχομένου από μίσος σε αγάπη.
e. Οι αντιδραστικοί μηχανισμοί: είναι η υιοθέτηση τρόπων, στάσεων, συμπεριφορών, διαμετρικά αντίθετων από κάποια απωθημένη επιθυμία ή κατάσταση. Πχ. κάποιος γίνεται υπερβολικά τολμηρός για να ξεπεράσει κάποιο φόβο.
f. Η εξιδανίκευση: είναι η υπερβολική εξύψωση και ωραιοποίηση ενός αντικειμένου. Η ταύτιση με το εξιδανικευμένο αντικείμενο, συμβάλλει στη δημιουργία του ιδανικού του εγώ.
g. Η μετουσίωση: είναι η μετάθεση του στόχου μιας ενστικτώδους ορμής, σε αντικείμενα που είναι κοινωνικά αποδεκτά ή που έχουν μεγάλη κοινωνική και ηθική αξία. Ενώ στην πρωταρχική μορφή ο στόχος ήταν σεξουαλικός ή καταστροφικός, μετατίθεται σε δραστηριότητες που δεν έχουν καμία σχέση με τους πρωταρχικούς σκοπούς. Έτσι εξήγησε ο Freud διάφορες μορφές ανθρώπινων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών, πνευματικών, που υποστηρίζονται από ορμικές επιθυμίες, οι οποίες όμως έχουν μετατεθεί σε ευγενείς σκοπούς, χωρίς να ελαττωθεί η έντασή τους.

Είναι απαραίτητο οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να γνωρίζουν τους μηχανισμούς της εξιδανίκευσης και ιδίως της μετουσίωσης, που συνδεδεμένοι με την ταύτιση, αποτελούν βασικούς παράγοντες στην αγωγή. Το παιδί μετουσιώνει τις πρωτόγονες ορμές και τα ένστικτά του, υποβοηθούμενο ταυτόχρονα από την ταύτιση με πρότυπα (γονείς, δασκάλους) που αντιπροσωπεύουν ανώτερα ιδεώδη.

Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί πρέπει διακριτικά να προτείνουν αντικείμενα ή να υπαινίσσονται στόχους που ευνοούν τη μετουσίωση των πρωτόγονων παιδικών ορμών. Είναι σημαντικό τα αντικείμενα και οι στόχοι που προτείνονται, να αφορούν μεταθέσεις που είναι και πρέπει να μείνουν ασυνείδητες, για να μην καταντήσουν τεχνητές και νόθες. (Freud A. 1977-1991, Freud S. 1977-1994, Μάνος 1990-1991, Κοσμόπουλος 1990)