ΣΕΙΡΑ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ: Οι Έλληνες του Κονγκό

του Δρ Δημητρίου Κουτάντου – Εκπαιδευτικού, Διδάκτορα Ειδικής Αγωγής

«Το Κονγκό, αυτή η χώρα των πολλών αντιθέσεων, που την έχουμε γνωρίσει και την έχουμε ζήσει, δεν μας αφήνει πια. Αυτοί που έχουν γεννηθεί ή έχουν ζήσει κάποια χρόνια στην Αφρική, έχουν και θα έχουν για πάντα μια νοσταλγία, παρά τις δοκιμασίες που τους έχουν σημαδέψει» (Αντύπας, Γ., 2008, Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό, σελ. 5).

«Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό»

«Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό»/«Pionniers Méconnus du Congo Belge» (2008) αποτελεί τη μονογραφία της εξάχρονης έρευνας του ερευνητή και συγγραφέα κ. Γεωργίου Αντύπα σε αρχεία της Αφρικής και της Ευρώπης (Κονγκό, Ελλάδα, Βέλγιο κ.α.) για τους Έλληνες του Κονγκό. Ο κ. Αντύπας γεννήθηκε στο Kolwezi του Κονγκό το 1956. Όμως το πρώτο μέλος της οικογένειάς του, ο αδερφός της γιαγιάς του Νικόλαος Τσελέντης, έφτασε στην Αφρική το 1895. Εδώ στο Κονγκό, όπου εργάζομαι, συνάντησα τον κ. Αντύπα, αυτός απλόχερα μου χάρισε το αξιόλογο και συγκινητικό βιβλίο του των 356 σελίδων με το σπάνιο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό. Οι σελίδες αυτές είναι γεμάτες από τον πόνο, την ομορφιά και την αγωνία των Ελλήνων, οι οποίοι στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να καταφτάνουν σ’ αυτή την όμορφη και «γεμάτη αδρεναλίνη γη». Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια βιβλιοπαρουσίαση αυτής της μελέτης, και μέσα απ’ αυτή της παρουσίας των Ελλήνων του Κονγκό έως το 1960. Επιπλέον στο πρώτο βίντεο η συζήτησή μας με το συγγραφέα εμπλουτίζει τη βιβλιοπαρουσίαση, ενώ μας αποκαλύπτει και το δεύτερο υπό έρευνα βιβλίο του για τους Έλληνες του Κονγκό από το 1960 έως σήμερα.

(«Οι Έλληνες της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό» – «Les Hellenes du Congo», Βίντεο διάρκειας 44’ λεπτών): Συνέντευξη με τον κ. Γέωργιο Αντύπα, ερευνητή και συγγραφέα του βιβλίου «Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό»/«Pionniers méconnus du Congo Belge» (2008).

Το όνομα της σημερινής «Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό» έχει αλλάξει αρκετές φορές ακολουθώντας τις διαδοχικές φάσεις της ιστορία της. Ήταν οι Πορτογάλοι εξερευνητές που πρώτοι έφτασαν εδώ τον 15ο αιώνα και όταν ρώτησαν τις φυλές πως ονομάζεται το ποτάμι, αυτές απάντησαν «nzadi» που σημαίνει απλά «ποτάμι» στα kikongo. Οι Πορτογάλοι εξέλαβαν τη λέξη ως «Ζαΐρ» και έτσι ονόμασαν την εκβολή του ποταμού Κόνγκο. Πολύ αργότερα ο Μομπούτου ονόμασε «Ζαΐρ» ολόκληρη τη χώρα (βλ. την προηγούμενη δημοσίευση «Ταξίδι στο Κονγκό»). Την περίοδο 1877-1908 το Κονγκό περνά στα χέρια του Βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου ΙΙ, και ακολουθεί ο αποικισμός των Βέλγων (1908-1960), εξού και η ονομασία «Βελγικό Κονγκό» για να διακρίνεται από τη «Δημοκρατία του Κονγκό»/«Γαλλικό Κονγκό» που βρίσκεται στην απέναντι όχθη του ποταμού Κόνγκο και έχει πρωτεύουσα το Μπραζαβίλ. Επίσης στο δεύτερο βίντεο καταγράφουμε μερικές από τις δράσεις των Ελλήνων του Κονγκό, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές, ανθρωπιστικές. Ευχαριστούμε θερμά την Ιερά Μητρόπολη Κεντρώας Αφρικής και την Ελληνική Κοινότητα της Κινσάσας για τη φιλοξενία και την άριστη συνεργασία μας.

(«Ιερά Μητρόπολις Κεντρώας Αφρικής», Βίντεο διάρκειας 28’ λεπτών): Επίσκεψη στην εκκλησία και στο σχολείο της Μητρόπολις στην Nkanka (Κονγκό)

Τα πρώτα κύματα των Ελλήνων στο Κονγκό, 1895-1930

Ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το κονγκολέζικο έδαφος το 1872 ήταν ο γιατρός-ερευνητής Παναγιώτης Ποταγός. Γεννημένος στη Βυτίνα της Πελοποννήσου το 1839, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική στο Παρίσι, την περίοδο 1867-1882 ξεκινά αυτοχρηματοδοτούμενος να ταξιδεύει, «μόνος αυτός τόλμησε χωρίς καμία προστασία, να διασχίσει τόσες άγνωστες χώρες με πολλαπλούς κινδύνους…». Αίγυπτος, Συρία, Μεσοποταμία, Ιράν, Αφγανιστάν, Ιμαλάια, έρημος Γκόμπι, Μογγολία, Ανατολική Σιβηρία, Αραβία, Ινδία, Κονγκό. Ο Ποταγός τιμήθηκε για το έργο του στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Η μετριοφροσύνη του και η μεγάλη αγάπη του για την Ελλάδα εκφράστηκε όταν του ζήτησαν τιμής ένεκεν να υπογράψει το Χρυσό Βιβλίο των εξερευνητών, αυτός αρκέστηκε να χαράξει μόνο δύο λέξεις: «ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ». Σήμερα παραμένει άγνωστος στην Ελλάδα αλλά πολλές συλλογές του πλουτίζουν τα ελληνικά μουσεία.

Μετά τους Πορτογάλους το 15ο αιώνα, αργότερα στο Κονγκό φτάνουν οι Ολλανδοί, οι Άγγλοι, οι Έλληνες, οι Ιταλοί κ.ά. Το 1900 μεταξύ άλλων φτάνουν οι Νικόλαος Νικολέτος, Μελιδιόνης Μανιατόπουλος, Περικάκης, Παρίσης, επίσης οι υπάλληλοι του Άγγελου Καπάτου φτάνουν στο Κονγκό από το Σουδάν. Την ίδια χρονιά ένα άλλο κύμα οι Απόστολος Καψόπουλος, Νικόλαος Σκλάβος, Γαλανός, Ζάκας και Μωραΐτης φτάνουν από το Νότο. Τις πιο πολλές φορές οι νεοαφιχθέντες μετανάστες εγκαταστάθηκαν σε μια αχυροκαλύβα. Το 1910 στο Κονγκό είχαν εγκατασταθεί 40 Έλληνες και το 1912 φτάνουν τους 79.

Ίσως οι μαρτυρίες του γιατρού-εξερευνητή Παναγιώτη Ποταγού ενέπνευσαν κάποιους από αυτούς τους πρώτους μετανάστες. Το 1895 ο Νικόλαος Τσελέντης ανεβαίνει με καραβάνι στην περιοχή Katanga του Κονγκό, και άλλοι φτάνουν από τη Νότια Αφρική και τη Ροδεσία/Ζιμπάμπουε. Άλλοι κατεβαίνουν από το βορρά μέσω Αιγύπτου και Σουδάν. Ο Νικόλαος Γιαννάκης φτάνει από τη Σάμο το 1913 και περιγράφει την άφιξη των Ελλήνων στην Αφρική: «Γύρω στο τέλος του τελευταίου τρίτου του δέκατου ογδόου αιώνα, οι πρώτοι Έλληνες πατάνε στο έδαφος της Ενωμένης Νότιας Αφρικής. Οι περισσότεροι ήταν ναυτικοί, οι οποίοι έκαναν εκεί στάση. Αποβιβάζονται, εγκαθίστανται και ανοίγουν μικρά καφέ, ποτοποιία, ξενοδοχεία. Με τον καιρό προσκαλούσαν, και μέλη της οικογένειάς τους να πάνε να μείνουν εκεί».

Εκτός από τους πρώτους ανεξάρτητους Έλληνες, άλλοι ήρθαν με συμβόλαια εταιρειών για την κατασκευή των σιδηροδρόμων, για τις δυνάμεις προστασίας Force publique ή με το ναυτικό. Αν και τα συμβόλαια συνήθως είχαν ισχύ για τρία έτη, λόγω των δύσκολων κλιματικών συνθήκων, της ελλιπούς υγιεινής και των τροπικών ασθενειών πολλοί Έλληνες συμβαλλόμενοι δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν την εργασία τους. Φεύγουν μέσα σε λίγους μήνες, ενώ το ποσοστό της θνησιμότητας έφτασε το 30%.

Ωστόσο η ροή της μετανάστευσης συνεχίστηκε. Σε αυτό συνέβαλε η αλλαγή του πολιτειακού καθεστώτος με το πέρασμά της εξουσίας από το Λεοπόλδο ΙΙ στο Βέλγικο κράτος. Οι Βέλγοι απελευθέρωσαν το εμπόριο, και αυτό ενθάρρυνε ένα αριθμό μικρών εμπόρων διαφορετικών εθνικοτήτων, μεταξύ των οποίων και των Ελλήνων, να έρθουν στο Κονγκό. Σιγά σιγά αυτοί οι μικροεπιχειρηματίες θα γίνουν φοβεροί ανταγωνιστές των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων.

Στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου καταγράφονται περισσότεροι από 400 Έλληνες στο Κονγκό που φτάνουν κυρίως από τα νησιά όπως η Σύμη και η Ρόδος. Η συνεχιζόμενη μετανάστευση και η σχετική ευρωστία οδηγεί αρχικά στη συγκρότηση των «Ελληνικών Παροικιών» και μετά των «Ελληνικών Κοινοτήτων» (βλ. βίντεο με τον κ. Αντύπα). Έτσι το 1923 στην πόλη Elisabethville-το σημερινό Λουμπουμπάσι, ιδρύεται η πρώτη «Ένωση Ελλήνων του Βελγικού Κονγκό», ενώ αλλού οι Βέλγοι αποκαλούν την πόλη Likasi-«Νέα Αθήνα», μια και οι Έλληνες και οι Κύπριοι έχουν αποκτήσει τα τρία τέταρτα της πόλης.

 

Η εγκατάσταση, οι εργασίες των πρώτων Ελλήνων στο Κονγκό και ο γηγενής πληθυσμός 

Το τροπικό κλίμα, οι ασθένειες, η ζούγκλα και η έλλειψη υποδομής ωθούν τους μετανάστες στην ευρεσιτεχνία. Η μοναξιά βάραινε τη διάθεση των απομονωμένων Ευρωπαίων «για τους οποίους το σύμπαν τελείωνε στις παρυφές του δάσους ή στις ράχες των λόφων που πλαισίωναν τη σαβάνα. Έπρεπε μόνο να επιβιώσουν. Υπήρχε τίποτα να φάνε; Γίνονταν καλλιεργητές, κυνηγούσαν ή ψάρευαν. Δεν υπήρχαν ρούχα; Κατασκεύαζαν παπούτσια και καλύμματα. Τα έπιπλα ήταν κάτι άγνωστο. Τα κατασκεύαζαν, μια ζωή σαν του Ροβισσώνα Κρούσου. Οι ασθένειες θέριζαν τους πρωτοπόρους, ακόμη και τους πιο εύρωστους» (σελ. 56). Αντί για ρεύμα είχαν λάμπες πετρελαίου και το νερό από το ποτάμι φιλτράρονταν με τη βοήθεια ενός λευκού υφάσματος που το έλεγαν americani. Για τους Έλληνες, Πορτογάλους, Ιταλούς, Εβραίους τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα μια και δεν είχαν την υποστήριξη του Βέλγικου αποικιακού καθεστώτος, οι Βέλγοι στηρίζονταν ως στρατιωτικοί ή διοικητικοί υπάλληλοι.

Η πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν επιχειρηματίες, έμποροι, μικροί βιοτέχνες, γαιοκτήμονες, καλλιεργητές, ψαράδες, ξενοδόχοι, εργαζόμενοι στο σιδηρόδρομο και σε άλλες υπηρεσίες. Ανεξάρτητοι από το Βελγικό αποικιακό καθεστώς, οι Έλληνες ανέπτυξαν εξαιρετικές σχέσεις με τους άλλους Ευρωπαίους αλλά τιμούσαν και τους Κονγκολέζους με τους οποίους ερχόταν σε άμεση επικοινωνία στις κτηνοτροφικές φάρμες, στις φυτείες και με το εμπόριο. Έμαθαν τις τοπικές γλώσσες lingala, tshiluba, σουαχίλι για να μιλήσουν με τους Αφρικανούς, και δεν ήξεραν καλά γαλλικά (μόνο η δεύτερη γενιά θα μάθει γαλλικά). Αυτά τα χαρακτηριστικά τους διαφοροποίησαν από το Βέλγο «αποικιοκράτη». Εκμεταλλευόμενοι την απελευθέρωση του εμπορίου λειτούργησαν ως «μεσολαβητές» ανάμεσα στις μεγάλες βελγικές και άλλες εταιρείες και το γηγενή πληθυσμό. Οι συνθήκες τους ευνόησαν και το επέτρεψαν. Αρκεί αυτοί να ακολουθούσαν την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, τα ποτάμια ή τους άλλους μεταφορικούς κόμβους ή ακόμη, να απομακρύνονταν στο άγνωστο εσωτερικό της χώρας.

Όμως ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφέρει μια σειρά από δοκιμασίες που υπέφερε ο γηγενής πληθυσμός με την άφιξη των Ευρωπαίων σύμφωνα με το «νόμο του ισχυρού». Τέτοιες δοκιμασίες ήταν η τραγωδία των σκλάβων, ο προσηλυτισμός, η κακοπληρωμένη εργασία, ο βασανισμός με το μαστίγιο chicote, οι εκτελέσεις, η αιχμαλωσία για την καταναγκαστική εργασία και η συμφορά του ελεφαντόδοντου και του καουτσούκ (περισσότερα στην προηγούμενη δημοσίευση «Ταξίδι στο Κονγκό», https://www.eduportal.gr/sira-to-taxidi-145-taxidi-sto-kongko/ Ο ερευνητής ξεμπροστιάζει την ιδεολογία της αποικιακής πράξης με το υποτιθέμενο «δικαίωμα της ανώτερης λευκής φυλής» έναντι των άλλων φυλών, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την ομιλία του Ζωρζ Μπενζαμάν Κλεμανσώ (Georges Benjamin Clemenceau) στη Γαλλική Βουλή το 1885 – αργότερα πρωθυπουργός της Γαλλίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Φυλές ανώτερες, φυλές κατώτερες!… Ας μην προσπαθούμε να επιβληθούμε με τη βία χάρη στο υποκριτικό όνομα του πολιτισμού. Η κατάκτηση που εκθειάζετε, είναι καθαρή και απλή κατάχρηση της δύναμης που δίνει ο επιστημονικής πολιτισμός στους στοιχειώδεις πολιτισμούς για να οικειοποιηθούν τον άνθρωπο, για να τον βασανίσουν, να του αφαιρέσουν όλη τη δύναμη που του ανήκει έχοντας ως πρόσχημα το εκπολιτιστικό όφελος» (σελ. 46).

Στα τοπικά ήθη, στο ιθαγενές χωριό, κυριαρχεί η πατριαρχική εξουσία του φύλαρχου/άρχοντα τον οποίο έχουν υποδείξει οι παλιότεροι. Η γη ανήκε σε όλα τα μέλη της φατρίας, δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία, εκτός από την καλύβα που είχε χτίσει και το δέντρο που είχε φυτέψει. «Ο Μαύρος αγαπάει τη μητρική του γη και το χωριό του. Είναι φιλόξενος, ξέρει τον οίκτο, τη συμπόνια, τον πόνο και την απελπισία. Είναι πολύ παρατηρητικός και έχει πνεύμα σαρκαστικό. Είναι αρκετές φορές καλός ομιλητής, και σε δημόσιες αγορεύσεις, είδαμε πολλές φορές προύχοντες να υπερασπίζονται αρκετούς κατηγορουμένους, με μια μαεστρία που παραπέμπει στον πιο εύγλωττο από τους δικούς μας δικηγόρους. Περιγελά εύκολα τους όμοιους του, όταν ανήκουν σε άλλα χωριά ή φυλές, ακόμα και τον λευκό του οποίου έχει γρήγορα ανακαλύψει τα ελαττώματα και τις αρετές… η εθιμική Κονγκολέζικη κοινωνία ταράχτηκε ουσιαστικά από την αποικιοκρατία. Το πολιτιστικό σοκ ήταν τεράστιο και όλος ο κόσμος δεν ήταν ικανός να αφομοιώσει μια τέτοια καινοτομία» (σελ. 119). Στην αφρικανική κοινωνία οι γυναίκες είχαν και έχουν αναλάβει τις γεωργικές εργασίες, οι άντρες έκανα το εκχέρσωμα αλλά μετά η καλλιέργεια φροντιζόταν από τις γυναίκες.

Οι Έλληνες του Κονγκό την περίοδο 1930-1960

Το 1930 ο πληθυσμός του Κονγκό ήταν 8.419.181 κάτοικοι, ξένοι 23.276, Έλληνες 1.000. Σιγά σιγά οι Έλληνες συναντιούνται στα μεγάλα κέντρα, στα «καφέ» το βράδυ, για ένα παραδοσιακό ούζο, λίγους μεζέδες με μουσική, κάτι που τους ξυπνάει την μνήμη της πατρίδας. Έτσι αρχίζουν να ιδρύουν «Ελληνικές Κοινότητες» σε διάφορες πόλεις, στην Κινσάσα το 1951, στο Λουμπουμπάσι το 1959, η πρώην Ορθόδοξη Ελληνική Ένωση παίρνει την ονομασία «Ελληνική Κοινότητα», στο Kolwezi λειτουργεί η «Ελληνική Ένωση» από το 1940 που το 1959 παίρνει την ονομασία «Ελληνική Κοινότητα». Σε κάθε ελληνική κοινότητα χτίζονται εκκλησίες, σχολεία, εστιατόρια, χώροι συναντήσεων και επεκτείνονται οι δραστηριότητές τους. Κάποιοι Έλληνες μεταπολεμικά θα ασχοληθούν και με τη δισκογραφία όπως ο Νίκος Γερονημίδης και ο Βασίλης Παπαδημητρίου.

Στην ιστορία των Ελλήνων του Κονγκό πριν από το 1960, ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελεί η οδύσσεια περίπου 2.800 Ελλήνων προσφύγων που έφτασαν στο Κονγκό το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Όταν το 1941 οι Γερμανοί και Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, πολλοί Έλληνες από τα ελληνικά νησιά, περίπου 30.000, διέφυγαν στην Αίγυπτο. Από αυτούς περίπου τρεις χιλιάδες μέσω Σουδάν φτάσουν στο Κονγκό. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους σε στρατόπεδα καταγράφονται 156 γεννήσεις, 100 γάμοι εκ των οποίων 89 με Έλληνες κάτοικους και 60 θάνατοι. Με τη βοήθεια των Ελλήνων του Κονγκό ανοίγουν ακόμη και σχολεία. Με το τέλος του πολέμου κάποιοι παρέμειναν και άλλοι επέστρεψαν πίσω (βλ. φωτογραφικό υλικό στο πρώτο βίντεο).

Ο συγγραφέας συνοψίζει τα δεινά αλλά και την ομορφιά που έζησαν οι Έλληνες στην Αφρική/Κονγκό, προσθέτοντας και τις δικές του μνήμες. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Πορτογάλοι, Ιταλοί, Ινδοί, Εβραίοι έζησαν σεμνά από το εμπόριο με τους Αφρικανούς. Διέθεταν μικρά μαγαζιά όπου πουλούσαν υφάσματα τα οποία έκαναν εισαγωγή σε πακέτα (μπογαλάκια) που τα αποκαλούσαν «δεύτερο χέρι». «Από το νησί ή από το χωριό τους, με μια μικρή βαλίτσα έπρεπε να ξεκινήσουν τον αγώνα της επιβίωσης, συχνά διαμένοντας σε μια καλύβα. Η Ελλάδα λόγω των βαλκανικών πολέμων, δεν μπορούσε να προσφέρει στους πολίτες της ούτε σταθερή δουλειά ούτε ευημερία. Φεύγοντας, εγκατέλειπαν την πατρίδα τους για να ξεφύγουν από τις στερήσεις και να αναζητήσουν μια νέα ζωή. Προερχόμενοι από μεσαίες τάξεις οι περισσότεροι δεν είχαν κάνει σπουδές. Στην καρδιά της μαύρης ηπείρου είχαν να αντιμετωπίσουν αρρώστιες άγνωστες και θανατηφόρες: οι δυσεντερίες, η μαλάρια, ο κίτρινος πυρετός, η ασθένεια του ύπνου και αρκετές άλλες ακόμα. Δεν έβρισκαν να πιούν παρά μολυσμένα νερά και τις πιο πολλές φορές τίποτα να φάνε. Έπρεπε να τα βάλουν με τα κουνούπια, με τα glossines, τα τσιμπούρια, με άγρια ζώα και ορισμένες φορές και με ανθρώπους. Άντεχαν να επιβιώνουν μέσα στη μοναξιά ενός κόσμου, τις περισσότερες φορές εχθρικού. Αυτοί οι πρωτοπόροι:

  • Διέσχιζαν σε καραβάνια, με τα πόδια ή ενίοτε με ποδήλατο, χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στη σαβάνα, κατά μήκος των ποταμών και των ελών που ήταν μολυσμένα από ερπετά, βδέλλες και δηλητηριώδη έντομα.
  • Εισχωρούσαν στα δάση του ισημερινού, με το τσεκούρι στο χέρι για να ανοίξουν ένα μονοπάτι.
  • Έμεναν κάτω από τέντες μέσα στην υγρασία όπου τους περίμεναν σύννεφα κουνουπιών και όπου τους τύχαινε να ξυπνάνε από το βρυχηθμό ενός λιονταριού.
  • Υφίστανται τη ζέστη και τον ήλιο, τον άνεμο, τη βροχή, την υγρασία, αλλά και από την άλλη το παγερό κρύο της νύχτας.
  • Αντεπεξερχόταν σε μακρηγορίες χωρίς τέλος για λεπτομέρειες απεχθείς, αλλά και για ερωτήσεις ζωτικής σημασίας.

Αλλά γνώρισαν και τα τραγούδια των κωπηλατών, αυτά των παιδιών της νύχτας που τραγουδάνε γύρω από μια φωτιά, όταν τα σκυλιά «Basenji» σκάβουν τη γη για να βρουν λίγη υγρασία. Οι έναστροι ουρανοί όταν λάμπει ο Σταυρός του Νότου. Οι μύθοι ότι οι παλιοί ανακοίνωναν το εθιμικό «alishi ndjo» στο ακροατήριο και αυτό με τη σειρά του χορωδιακά έλεγε: «ndjio alishi» πάντα στην ενθουσιώδη αναμονή των μύθων Kabundji του σκίουρου του δάσους. Ποιος ήταν αυτός που δε γνώρισε και δε λησμόνησε τη μυρωδιά του καμένου στις σαβάνες την κρύα εποχή, τον τόσο γαλανό ουρανό χωρίς σύννεφα και τα εκπληκτικά ηλιοβασιλέματα της Katanga. Ποιος δεν εκτίμησε τα χώματα της βλάστησης όταν περιμέναμε τη βροχή το μήνα του Οκτώβρη. Όταν ο ουρανός καλυπτόταν από μεγάλα σύννεφα, σηκώνονταν ο άνεμος και ξεσπούσε καταιγίδα. Όταν η βροχή έπεφτε με χοντρές ψιχάλες που σφυρηλατούν το έδαφος και κάνουν να τραγουδούν οι στέγες των κυματοειδών λαμαρινών. Η βροχή που δεν πέφτει παρά χτυπάει, «mvula ana pika» ή «mbula a beti» και ξανάνιωσέ τη φύση. Ο ήλιος που έβγαινε μετά το τέλος της καταιγίδας, τα φυτά που ανέπνεαν, που πετάνε για να διαιωνίσουν τη ζωή. Υπάρχει μέρος πιο ήρεμο, στιγμή πιο ήσυχη από μια βραδιά στην άκρη της λίμνης, όταν το τρίξιμο των μικρών κλαδιών σου επιτρέπει να ακούσεις αυτήν την ησυχία; Που μπορούμε καλύτερα εκτός από την Αφρική, τη νύχτα, στην εξοχή, μακριά από τα φώτα της πόλης να θαυμάσουμε τον ουρανό με τα αστέρια του; Γιατί το φεγγάρι είναι μεγαλύτερο από οπουδήποτε αλλού…; Πολλοί Έλληνες, τα παιδιά τους κυρίως, έπειτα από μια παρουσία κοντά ενός αιώνα στο Κονγκό, επέστρεψαν για να κατασκευάσουν ένα σπίτι ή ένα ξενοδοχείο στη χώρα των προγόνων τους. Ορισμένοι από αυτούς δεν τα κατάφεραν να κάνουν «περιουσία» ή των οποίων τα αγαθά χάθηκαν μετά την ανεξαρτησία [1960] δεν ήρθαν ξανά εκεί. Ας μην ξεχνάμε και αυτούς που έχασαν εκεί τη ζωή τους, νικημένοι από την ασθένεια ή από τις σφαγές των κλεφτών» (σελ. 125).

Το βιβλίο «Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό» ολοκληρώνεται με τις «βιογραφίες των παλιών», πολλοί από αυτούς γεννημένοι στο τέλος του 19ου αιώνα, μέσα από ένα σύντομο βιογραφικό για τον καθένα και ένα σπάνιο φωτογραφικό υλικό με τις δραστηριότητές τους. Στο τέλος παρατίθεται ένα φωτογραφικό ένθετο με τις πολιτιστικές και αθλητικές, προσκοπικές, επετειακές συναντήσεις των Ελλήνων του Κονγκό, ακόμη και την άφιξη της ομάδας βόλεϊ του Ολυμπιακού! Ολοκληρώνοντας τα εννέα κεφάλαια του βιβλίου του ο συγγραφέας σημειώνει: «Ομολογώ ότι τελειώνοντας αυτό το βιβλίο, η πλευρά του «εξερευνητή» θα μου λείψει, επειδή εξετίμησα ιδιαίτερα τις συναντήσεις μου με τους παλιούς του Κονγκό, οι οποίοι, με πολύ ευγένεια και νοσταλγία, μου βγάζανε τις παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες. Χάρη στις δικές τους μαρτυρίες μπόρεσα να γράψω αυτό το βιβλίο. Πέρασα στιγμές μεγάλης απελπισίας αλλά μπόρεσα να το ολοκληρώσω. Ένα δεύτερο βιβλίο θα ακολουθήσει. Θα περιγράφει τη ζωή των Ελλήνων μετά την Ανεξαρτησία και μέχρι τις μέρες μας. Θα βάλω και βιογραφίες πριν το 1960, ορισμένων που δεν είναι στο παρόν βιβλίο [βλ. το υπό έκδοση βιβλίο του κ. Αντύπα στο πρώτο βίντεο]. Η ευχή μου είναι, μετά από πενήντα ή εξήντα χρόνια ένας από τους αναγνώστες μου να έχει τον ίδιο «ιό» με εμένα και να γράψει ένα βιβλίο σχετικά με τους Έλληνες του Κονγκό, αν θα συνεχίσουν να είναι παρόντες στο ίδιο Κονγκολέζικο έδαφος. Ποιος ξέρει;» (σελ. 6).

Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνία με τον ερευνητή/συγγραφέα κ. Γ. Αντύπα στο email: antippasgeorges@gmail.com