Σχολική φοβία …

schoolΟι φοβίες αποτελούν γενικά έναν περιοδικό, επανερχόμενο, υπερβολικό και ανεξήγητο φόβο, δυσανάλογο προς την αιτία που τον προκαλεί και συχνά αδικαιολόγητο προς ένα φοβικό αντικείμενο. Είναι μορφές δυσπροσαρμοστικής συμπεριφοράς. H σχολική φοβία (school phobia) ή σχολική άρνηση ή οξεία-νευρωτική σχολική άρνηση ή άγχος αποχωρισμού συνιστά ένα περίεργο και σπάνιο συγχρόνως ‘’ψηφιδωτό’’ με το οποίο έρχεται αντιμέτωπο συχνά το οικογενειακό σύστημα και καλείται να το ‘’συγκολλήσει’’. Είναι τελικά μία νευρωτική διαταραχή, μία μορφή ψυχοπαθολογίας ή ένα ψυχοκοινωνικό φαινόμενο που εκφράζει ένα βαθύτερο σύμπτωμα της οικογένειας ;

Τα γνωρίσματα του σχολειοφοβικού μαθητή σύμφωνα με τον Broadwin συνιστούν σε γενικές γραμμές η συστηματική απουσία του παιδιού από το σχολείο για περιόδους που ποικίλλουν από μερικούς μήνες μέχρι και ένα έτος, ο ακατανόητος λόγος αυτός των απουσιών, το γεγονός ότι οι γονείς γνωρίζουν πού είναι το παιδί καθώς και το επιχειρήμα του παιδιού ότι φοβάται να πάει στο σχολείο ή ότι φοβάται το δάσκαλο. Νιώθει δηλαδή λυπημένο στο σχολείο, ενώ ανακουφίζεται με την παραμονή του στο σπίτι, κοντά στους γονείς του και ειδικά στη μητέρα του. Εκεί αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά.

Ο σχολειοφοβικό παιδί βασανίζεται από την ιδέα ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει το σπιτικό περιβάλλον, να απομακρυνθεί από αυτό. Γι’ αυτό το λόγο επικαλείται διάφορες δικαιολογίες για την απροθυμία του αυτή. Ακόμα, το παιδί της σχολικής ηλικίας φοβάται μήπως κατά τη διάρκεια της απουσίας του η μητέρα του πάθει κάτι κακό. Όμως η σχολική φοβία δε θα πρέπει να συγχέεται με τις αρνητικές αντιδράσεις των παιδιών όταν πρωτοπηγαίνουν στο σχολείο, ούτε φυσικά και με το λεγόμενο ‘’σκασιαρχείο’’. Η σχολική φοβία, αντίθετα, είναι κάτι βαθύτερο, η εκδήλωση ενός σοβαρού προβλήματος, μιας διαταραχής με επίμονη ανησυχία του παιδιού να μην εγκαταλείψει το σπίτι του.

Όσον αφορά τη συμπτωματολογία, το παιδί με σχολική φοβία μπορεί ρητά να παραπονεθεί ότι υφίσταται για παράδειγμα κοροϊδία ή χειροδικία από τους συμμαθητές του ή ότι ο δάσκαλος είναι ιδιαίτερα αυστηρός μαζί του. Συνήθως προηγείται μία αυξανόμενη ένταση, η οποία εξειδικεύεται ως ευερεθιστικότητα, νευρικότητα, ανησυχία, κλάμα, δυσκολία του παιδιού να κοιμηθεί ή διαταραγμένος ύπνος, ταχυκαρδία, πονοκέφαλος, ναυτία, εμετός, κοιλιακοί πόνοι, διάρροια και δυσκολίες στο φαγητό. Τα συμπτώματα αυτά επιδεινώνονται όταν πλησιάζει η ώρα να πάει το παιδί στο σχολείο. Η πιθανή υποχώρηση των γονιών, επειδή το παιδί τρέμει ή φαίνεται χλωμό και η συγκατάνευσή τους να μείνει στο σπίτι, αποτελούν ανακούφιση για το παιδί και σηματοδοτούν αμέσως τη βελτίωση της κατάστασή του, όπως αναφέρουν οι Καϊλα, Πολεμικός και Ξανθάκου (1998).

Δημογραφικές έρευνες κάνουν κοινό λόγο για συχνότερη εμφάνιση του φαινομένου σε παιδιά ηλικίας 6-10 ετών, δηλαδή στις τάξεις του Δημοτικού σχολείου. Επίσης γίνεται διαχωρισμός στα δύο φύλα, με τα κορίτσια να είναι πιο σχολειοφοβικά και δεμένα με τη μητέρα τους, ενώ το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας δείχνει να ποικίλλει. Πάντως γενικά η σχολειοφοβία έχει μικρή συχνότητα, μόλις το 8% των περιπτώσεων που παρουσιάζονται σε παιδοψυχιατρικές κλινικές.

Υπάρχουν σύμφωνα με τον Kennedy δύο τύποι σχολικής φοβίας. Ο τύπος Ι παρατηρείται σε παιδιά μικρότερης ηλικίας και προκαλείται από γεγονότα πρόσφατα που συνέβησαν στο σχολείο. Ο τύπος ΙΙ συναντάται σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, είναι χρόνιος και εκφράζει γενικευμένο άγχος. Ιδιαίτερη έμφαση στη σχολική φοβία και των δύο τύπων δίνεται κυρίως στο οικογενειακό περιβάλλον και ιδιαίτερα στην εμπλοκή των γονέων στις σχολικές δραστηριότητες των παιδιών τους. Όταν οι γονείς είναι ψυχικά υγιείς, κατανοούν τη δυναμική της οικογένειας και έχουν μία υγιή σχέση μεταξύ τους, τότε το πρόβλημα είναι αντιμετωπίσιμο και διαρκεί λιγότερο. Αντίθετα γίνεται χρόνιο, όταν οι γονείς έχουν κάποια νευρωτική ή ψυχοπαθολογική συμπεριφορά και όταν αδιαφορούν για το σπίτι και τα παιδιά τους, ειδικά ο πατέρας.

Η αιτιολογία της σχολικής φοβίας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι έχει προσεγγιστεί από διαφορετικές κατευθύνσεις. Η υπερπροστατευτικότητα της μητέρας, η εξαρτητική σχέση του παιδιού από τη μητέρα του, η παθητικότητα και αδιαφορία του πατέρα, η απομάκρυνσή του από τη δυάδα της σχέσης μητέρας-παιδιού, η δυσλειτουργική δομή της οικογένειας και η έλλειψη επικοινωνίας των μελών της αποτελούν μερικούς από τους λόγους που σχετίζονται με την οικογένεια και μπορούν να προκαλέσουν τη σχολειοφοβία. Όμως το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο, αφού πολλοί ειδικοί κυρίως της ψυχαναλυτικής σχολής θεωρούν ότι η σχολική φοβία έχει ως υπόβαθρο το άγχος αποχωρισμού που βιώνει το παιδί, όταν χρειάζεται να απομακρυνθεί από το σπίτι του, τα αγαπημένα του πρόσωπα ή αντικείμενα. Πολλές φορές πιστεύει ότι κάτι κακό θα συμβεί στους δικούς του και έτσι δεν επιθυμεί να φύγει από το οικογενειακό περιβάλλον. Βρίσκεται μεταξύ ‘’δύο αντίρροπων δυνάμεων: από τη μία η επιθυμία του να μεταβεί στο σχολείο και από την άλλη το άγχος που το έλκει προς τα πίσω’’, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιαννικόπουλος (1982).

Οι συμπεριφοριστικές θεωρίες αναφέρουν ότι το παιδί μαθαίνει να αντιδρά με τον τρόπο αυτό, αρνούμενο δηλαδή να πάει στο σχολείο, επειδή έχει συνδέσει κάποια δυσάρεστη εμπειρία στο σχολείο με το φόβο του. Αυτό όμως το συναίσθημα ενισχύεται και από τους γονείς, οι οποίοι δίνουν τη συγκατάθεσή τους και αφήνουν το παιδί να παραμείνει στο σπίτι. Ακόμα, κάποια παιδιά γίνονται σχολειοφοβικά, επειδή, όπως αναφέρουν, έχουν αρνητικές εμπειρίες στο σχολείο, προβλήματα με το δάσκαλο, νιώθουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου, δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε ένα νέο σχολικό περιβάλλον (μετάβαση από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην επόμενη ειδικά στα παιδιά που πηγαίνουν για πρώτη φορά στο σχολείο, το Δημοτικό ). Τέλος, υπάρχουν και αίτια βιολογικά ή κληρονομικά για τη σχολική φοβία, αλλά η αποδοχή τους είναι περιορισμένη.

Το σχολειοφοβικό παιδί χάνει πολλά μαθήματα λόγω των απουσιών του από το σχολείο, έχει δυσκολία να επανασυνδεθεί με το σχολικό περιβάλον, την ύλη και τις απαιτήσεις των μαθημάτων. Επίσης πολλά παιδιά με σχολική φοβία αργότερα έχουν προβλήματα με τις κοινωνικές τους συνδιαλλαγές, τις φιλίες τους, ενώ μπορεί να παρουσιάσουν και κατάθλιψη. Το σχολειοφοβικό παιδί δεν μπορεί εύκολα να απεξαρτηθεί από τους γονείς του και να αυτενεργήσει.

Συχνά το πρόβλημα της σχολικής φοβίας πυροδοτεί προβλήματα στις σχέσεις των γονέων ή τις επιδεινώνει, ενισχύοντας την δυσλειτουργία της οικογένειας. Η κατάσταση επιδεινώνεται αν ο πατέρας διατηρεί την παθητικότητά του και στην αντιμετώπιση του προβλήματος, απομακρύνεται και δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη. Έτσι η συμμαχία μητέρας-παιδιού γίνεται άρρηκτη εμποδίζοντας ακόμα περισσότερο την δραστηριοποίηση του πατέρα. Θα έλεγε κανείς ότι η κατάσταση τότε γίνεται ένας φαύλος κύκλος που επιβραδύνει τη λύση του προβλήματος της σχολειοφοβίας του παιδιού.

Οι γονείς σε γενικές γραμμές ακολουθούν την εξής στάση, όταν το παιδί τους αρνείται και δηλώνει ότι φοβάται να πάει στο σχολείο: το παρακαλούν επίμονα, του δίνουν δώρα για να το πείσουν, το τιμωρούν αν δεν υπακούσει και τέλος, αν αποτύχουν στα προηγούμενα, νιώθουν άγχος και αγωνία για το εκπαιδευτικό μέλλον του παιδιού τους.

Το πρόβλημα της σχολικής φοβίας είναι σαφώς πολυπαραγοντικό και πολυδιάστατο. Η βοήθεια που θα πρέπει να προσφερθεί μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτική και με κύριο στόχο την ομαλή επιστροφή του παιδιού και προσαρμογή του στο σχολείο. Επίσης θα πρέπει να εστιάζεται στη μείωση του άγχους του παιδιού, στην απομάκρυνση του φοβικού ερεθίσματος και των ενοχλητικών συμπτωμάτων. Χρειάζεται γι’ αυτό το σκοπό η απόλυτη συνεργασία των γονέων με το θεραπευτή καθώς και με τους δασκάλους και φυσικά η ενίσχυση των δεσμών και των σχέσεων μέσα στο ίδιο το οικογενειακό σύστημα. Οι συμπεριφοριστικές και γνωσιακές κατευθύνσεις, η ψυχαναλυτική προσέγγιση, καθώς και η οικογενειακή θεραπεία αποτελούν τις βασικές μεθόδους για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Χρειάζεται επίσης θετική ενίσχυση του παιδιού και ενδυνάμωση της σχέσης των γονέων στις περιπτώσεις όπου αυτή είναι διαταραγμένη. Ειδικά επειδή πρόκειται για φοβία, η συστηματική απευαισθητοποίηση, η χαλάρωση και η ψυχοκατακλυσμιαία μέθοδος ενδείκνυνται για την έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπεία του προβλήματος. Σημαντική επίσης είναι η ενίσχυση του πατέρα να αναλάβει πιο δραστήριο και ενεργητικό ρόλο μέσα στην οικογένεια, προτρέποντας μαζί με τη μητέρα το παιδί να επιστρέψει όσο γίνεται πιο ομαλά στο σχολείο.

Εν κατακλείδι, η σχολική φοβία είναι ένα πρόβλημα το οποίο εμπλέκει μία συναισθηματική και κοινωνική δυσλειτουργία του παιδιού, αλλά συγχρόνως υποδηλώνει και την οικογενειακή δυσαρμονία. Κρίνεται σκόπιμο να γίνει κοινή συνείδηση ότι αυτό που έχει σημασία εκτός από τη ταχεία και επιτυχή επιστροφή του παιδιού στο σχολείο είναι τόσο η ομαλή του επανένταξη και προσαρμογή στο σχολικό περιβαλλον, όσο και η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας μέσα στην οικογένεια. Ο βαθμός επίτευξης αυτού του στόχου θα καθορίσει και το βαθμό που το παιδί θα καταφέρει να ξεπεράσει το πρόβλημά του και θα αναδιαμορφώσει τις σχέσεις του με το οικογενειακό και κοινωνικό του πειρβάλλον.

Πηγή: Κωνσταντινίδου Μαρίνα (Ψυχολόγος, M.Sc στη Συμβουλευτική και τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό)