Παιδαγωγική & Ψυχανάλυση, Μέρος Γ: Η παιδαγωγική δύναμη

Ψαθάς Δημήτρης, Παιδαγωγός MSc

freudΕίδαμε ότι το αίτημα και η επιθυμία είναι στοιχεία που θεμελιώνουν τις ανταλλαγές. Για να δομηθεί όμως και να εξελιχθεί η παιδαγωγική σχέση, πρέπει να βρει ένα υποστήριγμα, ένα υπόβαθρο. Αναζητώντας την ταυτότητά του το παιδί, βρίσκει μέσα στο σχολικό περιβάλλον ένα σύνολο παραγόντων που επιδρά πάνω του. Κύριος συντελεστής αυτού του συστήματος είναι ο εκπαιδευτικός, που όμως υπάρχει και δρα στα πλαίσια της ομάδας-τάξης. Έτσι δημιουργούνται άμεσες σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικού-μαθητή και έμμεσες εξ αιτίας της παρουσίας των άλλων. Μπορούμε να δούμε τώρα ορισμένους παράγοντες που θέτουν σε κίνηση ένα μεγάλο μέρος της ψυχικής ενέργειας και που θεμελιώνουν την παιδαγωγική σχέση.

Α. Η ταύτιση

Η ταύτιση, είναι μια ψυχολογική διαδικασία, με την οποία το υποκείμενο αφομοιώνει μια ή περισσότερες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά κάποιου άλλου ατόμου και μεταβάλλεται είτε μερικώς είτε ολικώς.
Το παιδί μεγαλώνοντας, επιθυμεί να μοιάσει σε κάποιον που θαυμάζει, που αγαπά. Βρίσκει στα άτομα που το περιστοιχίζουν αλλά και στους πραγματικούς ή μυθικούς ήρωες, κάποια χαρακτηριστικά που επιθυμεί να αποκτήσει.

Η ταύτιση με αντικείμενα που υποστηρίζουν το ιδανικό του εγώ (γονείς, δασκάλους), επιτρέπει την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η διαδικασία της ταύτισης, κινητοποιεί ένα μεγάλο μέρος της ψυχικής ενέργειας και συγχρόνως είναι ένας από τους μοχλούς που βάζει σε κίνηση την ανάπτυξη. Το παιδί μεγαλώνει μέσω αλλεπάλληλων και διαδοχικών ταυτίσεων. Στις διάφορες φάσεις της εξέλιξής του, αντιστοιχούν πρότυπα όλο πιο ανώτερα, πιο εξελιγμένα.
Σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής του, το παιδί κάνει ασυνείδητα έναν απολογισμό. Επαναπροσδιορίζει τους στόχους του, ανάλογα με την απόσταση που διαπιστώνει ότι υπάρχει μεταξύ του εγώ του και των ιδανικών του. Εκδηλώνει περιέργεια, ενδιαφέρον για νέα πρότυπα, για την επόμενη ταύτιση. Εγκαταλείπει τα παλιά μοντέλα για να ταυτιστεί με νέα, τα χαρακτηριστικά των οποίων εντάσσονται στη δομή της προσωπικότητας, χωρίς βέβαια να εξαφανιστούν τα στοιχεία των παλαιότερων προτύπων.
Το παιδί δεν ταυτίζεται μόνο με ένα αντικείμενο. Μπορεί να υπάρχουν ταυτόχρονα πολλαπλές ταυτίσεις με διαφορετικά άτομα’ ταυτίσεις είτε προς την ίδια, είτε προς διαφορετική κατεύθυνση. Η ταύτιση μπορεί να είναι θετική (όταν ιδιοποιούνται αξιόλογα χαρακτηριστικά) ή αρνητική (όταν απορρίπτονται ανάξια χαρακτηριστικά)
Ο Freud στο έργο του «ψυχολογία της μάζας και ανάλυση του εγώ» διακρίνει τρεις βασικούς τύπους ταύτισης.

  • Η πρωτογενής ταύτιση: αντιστοιχεί στη συμβιωτική σχέση μητέρας-παιδιού. Είναι η πιο αρχέγονη μορφή συναισθηματικής προσήλωσης σε ένα αντικείμενο. Είναι επικίνδυνη όταν συμβαίνει στην παιδαγωγική σχέση. Όταν την προκαλεί ο δάσκαλος, είναι γιατί θέλει να πλάσει το μαθητή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, για να τον εξουσιάσει, γεγονός που αργά ή γρήγορα θα καταλήξει σε ρήξη. Όταν την επιζητά ο μαθητής, είναι γιατί επιθυμεί να κατακτήσει το αντικείμενο (δάσκαλο) και να ενωθεί μαζί του. Η απελευθέρωση του παιδιού από αυτού του είδους την ταύτιση είναι πολύ δύσκολη.
  • Ο δεύτερος τύπος δημιουργείται κατά το στάδιο που το παιδί ταυτίζεται με τον πατέρα, τη μητέρα ή και τους δύο γονείς. Δεν είναι συμβιωτικού τύπου. Το άτομο προσπαθεί να καθρεφτιστεί πάνω στον άλλον, με κίνδυνο να γίνει πανομοιότυπο με το πρότυπό του.
  • Ο τρίτος τύπος ταύτισης είναι αυτός που ήδη αναφέραμε, δηλ. όταν ένα άτομο αφομοιώνει ένα ή περισσότερα από τα χαρακτηριστικά κάποιου άλλου και τα ιδιοποιείται.

Η Anna Freud έχει επισημάνει και μια άλλη μορφή: την ταύτιση με τον επιτιθέμενο. Σαν παράδειγμα, αναφέρω το περιστατικό ενός μαθητή που αντιδρούσε στις επιπλήξεις του δασκάλου με γκριμάτσες, που προκαλούσαν το γέλιο της τάξης. Το παιδί άθελά του, μιμείτο το ύφος του θυμωμένου δασκάλου, γιατί ταυτιζόταν ασυνείδητα με αυτόν. Έτσι από απειλούμενο γινόταν επιτιθέμενο και προστατευόταν από την αγωνία, εσωτερικεύοντας την επιθετικότητα του δασκάλου και προβάλλοντάς την απάνω σε αυτόν.
(Freud S. 1994, Freud A. 1977-1991)

Β. Η ταύτιση στην τάξη

Η ταύτιση με κάποιον που έχει την ιδιότητα του ενήλικου και που αντιπροσωπεύει τη γνώση, βοηθάει το παιδί να αποφύγει την παλινδρόμηση σε περασμένα στάδια της εξέλιξής του ή τη στασιμότητα σε κατώτερα στάδια. Δια μέσου διαδοχικών ταυτίσεων, το παιδί, ο έφηβος εποικοδομεί την προσωπικότητά του. Η αναζήτηση ομοιοτήτων και διαφορών με τους άλλους, έχει σαν στόχο την εξεύρεση μιας κατεύθυνσης.

Στο συναισθηματικό κενό που δημιουργείται από την απώλεια των πρώτων αντικειμένων (γονέων), ακολουθεί η ανακάλυψη άλλων, που πρόκειται να καλύψουν αυτό το κενό. Το παιδί και ιδίως ο έφηβος αναζητά πρότυπα αλλά όταν τα υιοθετεί, κάνει συνήθως κάποιες επιλογές: αποδέχεται ορισμένα χαρακτηριστικά τους και απορρίπτει άλλα. Μερικές φορές αποδίδει στον ενήλικα αυθαίρετα, αρετές που δεν έχει στην πραγματικότητα’ όταν αντιλαμβάνεται το σφάλμα του, εγκαταλείπει το πρότυπο. Είναι ένας τρόπος να βάζει σε δοκιμασία την εξωτερική πραγματικότητα, χωρίς να του στοιχίζει πολύ, αφού μόνο τα πρότυπα απορρίπτονται. Άλλες φορές δημιουργείται μια ρωγμή μεταξύ του εξιδανικευμένου προτύπου και της πραγματικότητας. Αλλά και αυτή η ρωγμή είναι εξωτερική και η ανακάλυψη των ορίων του προτύπου, οδηγεί το παιδί στην αναζήτηση άλλων αντικειμένων.

Η διαδικασία της ταύτισης περιλαμβάνει και ένα αντίθετο ρεύμα, που συνίσταται στη μερική ή ολική απελευθέρωση από το πρότυπο, που  όμως αφήνει τα ίχνη του στο υποσυνείδητο. Για να αναπτυχθεί πάντως το παιδί, πρέπει να έχει τη δυνατότητα αυτής της απαλλαγής, διαφορετικά θα έμενε δέσμιο και δε θα είχε τη δυνατότητα ταύτισης με νέα πρότυπα, προσαρμοσμένα σε ανώτερες απαιτήσεις. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο τα παιδιά να έχουν σχέσεις με διαφορετικά άτομα, σε ένα περιβάλλον πλούσιο σε ερεθίσματα.

Ο εκπαιδευτικός είναι για το παιδί, τον έφηβο, μια πιθανή εικόνα του ενήλικα που θα γίνει κάποτε. Η δύναμη που ωθεί το παιδί προς το δάσκαλο, είναι διφορούμενη και αντιφατική. Ο ενήλικας είναι αυτός που μπορεί να το βοηθήσει να μεγαλώσει αλλά συγχρόνως είναι ένας αντίπαλος απέναντι στον οποίο το παιδί πρέπει να ισχυροποιηθεί. Σε ασυνείδητο επίπεδο, είδαμε πως ο εκπαιδευτικός αντιπροσωπεύει τον πατέρα, από τον οποίο το παιδί και ιδίως ο έφηβος, θέλει να αποσπάσει τη δύναμη που θα δώσει τη δυνατότητα να τον διαγράψει συμβολικά. Ο δάσκαλος δηλ. δίνει τη γνώση και επομένως τη δύναμη που θα επιτρέψει στο παιδί να τον υποσκελίσει.
Συνυπάρχουν έτσι: σφοδρή επιθυμία, φόβος και ενοχές, έξαρση και αίσθημα αδυναμίας. Από αυτά όμως τα αντιφατικά συναισθήματα που βιώνονται με άγχος, γεννιέται στο παιδί σιγά-σιγά το αίσθημα της ταυτότητάς του.

Σε ότι αφορά τον έφηβο, η αναζήτηση προτύπου στο πρόσωπο ενός ενήλικα και ιδιαίτερα του εκπαιδευτικού, συνοδεύεται με την ανάγκη εναντίωσης και αναμέτρησης. Ο έφηβος είναι ανίσχυρος γιατί γνωρίζει τις ελλείψεις του, για αυτό παραμονεύει να εντοπίσει τα αδύνατα σημεία του δασκάλου που θα επιβεβαιώσουν τη δική του αξία.

Στις σχέσεις του με τους ενήλικες, ο έφηβος εισάγει μια συνεχή αντίφαση, εκφράζει αντιφατικές απαιτήσεις ή ακόμα ζητάει το αντίθετο από αυτό που θέλει και περιέργως είναι ειλικρινής. Ζητάει από τον ενήλικα και ιδιαίτερα τον δάσκαλο βοήθεια, ασφάλεια, γνώσεις και ταυτόχρονα επιθυμεί να κρατήσει κάποια απόσταση από αυτόν για να ανακαλύψει με την ησυχία του, τη νέα του προσωπικότητα και την αυτονομία του. Περιμένει από το δάσκαλο να είναι ανεκτικός, φιλικός, να μην παρουσιάζεται σαν ακατανίκητος ανταγωνιστής αλλά να είναι και δυνατός για να αποκρούει τις επιθέσεις του.

Είναι φανερή λοιπόν η σπουδαιότητα της ταύτισης και η ανάγκη χρησιμοποίησης της δυναμικής της, μέσα στον παιδαγωγικό χώρο. Ο εκπαιδευτικός, δια μέσου της ταύτισης, μπορεί να παίξει ένα ρυθμιστικό ρόλο, κατευθύνοντας τις προσπάθειες του παιδιού.

Από τη μεριά του, το σχολείο είναι ένας παράγοντας προόδου, γιατί προσφέρει στο παιδί μεσολαβητικά στοιχεία που διευκολύνουν τη μετάβαση από ένα αναπτυξιακό στάδιο σε ένα άλλο. Επίσης προσφέρεται για εξερεύνηση καταστάσεων και εμπειριών, που μαθαίνουν στο παιδί να υπομένει την αναβολή της ικανοποίησης των επιθυμιών του. Η στέρηση και η απογοήτευση που αισθάνεται, αντισταθμίζονται από: α)την ευχαρίστηση που δίνει η ομαδική ζωή και η αίσθηση ότι έχει ένα ρόλο μέσα στην τάξη, β) από τη χαρά της επικοινωνίας με τους άλλους, γ) από την ικανοποίηση που δίνει η κατάκτηση της γνώσης.

Μια σημαντική επένδυση του παιδιού και του εφήβου, γίνεται πάνω στη γνώση και παρατηρείται συχνά μια κινητοποίηση του μαθητή, όταν ο εκπαιδευτικός παρουσιάζει τη γνώση σαν αντικείμενο μερικής ταύτισης. Έχει επίσης παρατηρηθεί πως τα παιδιά που ταυτίζονται με τον δάσκαλο, συνήθως συνεχίζουν τις σπουδές τους, ενώ τα παιδιά που ταυτίζονται με τους συνομηλίκους τους σπάνια κάνουν ανώτερες σπουδές.

Εκτός από αντιπρόσωπο της γνώσης, τα παιδιά βλέπουν τον εκπαιδευτικό σαν πρότυπο συμπεριφοράς και τρόπου ζωής. Για τα λόγο αυτό, το σχολικό περιβάλλον πρέπει να προσφέρει πολλαπλά πρότυπα. Βέβαια στο δημοτικό δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία, γιατί σε αυτήν την ηλικία το παιδί έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μια σταθερή σχέση. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ο μαθητής μπορεί να συγκρίνει τους διάφορους καθηγητές, να συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά μερικών και να απορρίψει τα χαρακτηριστικά άλλων. Στην ειδική αγωγή, η ταύτιση μπορεί να γίνει όχι μόνο προς την κατεύθυνση κάποιου εκπαιδευτικού αλλά και προς τα μέλη του θεραπευτικού προσωπικού, τα οποία εμπλέκονται στην παιδαγωγική σχέση. (Μάνος 1990-1991, Κοσμόπουλος 1990, Φλουρής 1984, Χαραλαμπόπουλος 1993, Adler 1990)