Παιδαγωγική & Ψυχανάλυση, Μέρος Γ: Η παιδαγωγική δύναμη

ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ και ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΕΣΗ

Μερικοί ειδικοί, ξεκινώντας από ορισμένες ομοιότητες μεταξύ θεραπευτικής και παιδαγωγικής σχέσης (ευαισθησία στην επιθυμία του παιδιού, επικοινωνία και επαφή μαζί του), φαντάστηκαν την παιδαγωγική πράξη, σαν μια προσπάθεια απελευθέρωσης του παιδιού, μέσα σε ένα κλίμα ευνοϊκής ουδετερότητας.

Παρ’ όλα αυτά, η παρέμβαση του παιδαγωγού δεν είναι ίδια με αυτή του θεραπευτή και η αγωγή έχει μεγάλες διαφορές από τη θεραπεία. Μερικές από τις σημαντικές διαφορές είναι:
–    Η θεραπευτική παρέμβαση χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται την παλινδρόμηση. Μέσα σε ένα κλίμα ελευθερίας προσπαθεί να απεγκλωβίσει τα στοιχεία που έχουν απωθηθεί ή εκδηλωθεί μέσω συμπτωμάτων. Αντίθετα η παιδαγωγική πράξη, αφ’ ενός απαιτεί από το παιδί να προοδεύσει και να εξελιχθεί, αφ’ ετέρου παρακάμπτει τις ορμές και τις επιθυμίες ή τις κατευθύνει σε στόχους κοινωνικά αξιόλογους.
–    Στη θεραπεία υπάρχει ο νόμος της λεκτικής παρουσίασης, που απελευθερώνει τον αναλυόμενο από κάθε απαίτηση λογικής σκέψης, για να μπορέσει να φτάσει έως τα μνημονικά ίχνη του ασυνείδητου. Αντίθετα στην παιδαγωγική πράξη, ο στόχος είναι η προσαρμογή του παιδιού στον εξωτερικό κόσμο, είτε με πράξεις (διάβασμα, γράψιμο, κλπ), είτε με τη λογική σκέψη. Το παράλογο, το ασυνάρτητο, το εξωπραγματικό δεν έχουν θέση στο σχολείο.
–    Στη θεραπεία εκφράζονται ελεύθερα οι επιθυμίες και οι φαντασιώσεις, ενώ η παιδαγωγική διέπεται από την αρχή της πραγματικότητας.
–    Στην ψυχανάλυση ο θεραπευτής χρησιμοποιεί τη διαδικασία της μεταβίβασης. Στόχος του είναι να επιστρέψει ο ασθενής προς τα πίσω, να ανακαλύψει τις ρίζες της συμπεριφοράς και των συμπτωμάτων του. Αντίθετα ο παιδαγωγός ζει στο σήμερα και προκαλεί επίκαιρες, καθημερινές αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις του, στα λόγια και τις πράξεις των παιδιών, δημιουργούν συνέχεια νέες καταστάσεις στις οποίες το παιδί καλείται να απαντήσει.
–    Ο παιδαγωγός είναι ενεργητικός συντελεστής, δρα και επιδρά πάνω στο παιδί. Η στάση του είναι ακριβώς το αντίθετο από την ευνοϊκή ουδετερότητα του ψυχαναλυτή.
–    Σε αντίθεση με τον θεραπευτή, ο παιδαγωγός συνήθως δεν ασχολείται με τις διαδικασίες της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, επομένως δεν τις χρησιμοποιεί και δεν μπορεί να ελέγξει τις καταστάσεις που δημιουργούνται από αυτές.

Στην ειδική αγωγή, τίθεται το θέμα του καθορισμού των στόχων και των ορίων παρέμβασης του παιδαγωγού και του ψυχοθεραπευτή. Αυτό γιατί, στον τομέα αυτόν συμβαίνει να αναλαμβάνουν και οι δύο τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού και να ευνοούν την ελεύθερη έκφρασή τους. Παρ’ όλη την ιδιαιτερότητα του χώρου, ο παιδαγωγός πάλι διαφέρει από τον θεραπευτή, γιατί οδηγεί το παιδί να επενδύσει σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, ελέγχει τις ανταλλαγές, επιβάλλει σεβασμό στις απαιτήσεις και τους κανονισμούς που ισχύουν, προτείνει μεσολαβητικά στοιχεία (λόγος, γνώση, μέθοδος) και τα εισάγει μεταξύ του παιδιού ή ενήλικα και του ίδιου.
(Freud A.1991, Mauco 1997)

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως, για τον ιδρυτή της ψυχανάλυσης, η αγωγή είναι ένας τρόπος κατεύθυνσης της ορμικής ενέργειας προς διάφορα κοινωνικά αποδεκτά αντικείμενα, πάνω στα οποία το παιδί θα επενδύσει την ψυχική του ενέργεια. Η βοήθεια του παιδαγωγού συνίσταται στο να του προσφέρει μια μεγάλη επιλογή αντικειμένων και να το προτρέψει να οργανώσει τη δράση, τις πράξεις του, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις συνθήκες του εξωτερικού κόσμου.

Άλλοι ψυχαναλυτές προέκτειναν τη σκέψη του Freud. Η Klein μιλώντας για τις αρχές της αγωγής του μικρού παιδιού, υποστήριξε ότι πρέπει να δίνεται ο απαραίτητος χρόνος στο παιδί, ώστε οι ορμές να μπορούν να γίνουν μερικώς συνειδητές και ταυτόχρονα να είναι δυνατή η μετουσίωσή τους.
Στόχος της αγωγής είναι να οδηγήσει το παιδί στην ολοκλήρωση του εγώ του και όχι να το υποτάξει στην κυριαρχία ενός άκαμπτου, ανένδοτου υπερεγώ.

Το να θέλεις να διαπαιδαγωγήσεις κάποιον, αντιστοιχεί με το να διαπαιδαγωγηθείς εσύ ο ίδιος. Ο παιδαγωγός πρέπει να επωφεληθεί ο ίδιος από αυτή τη σχέση, για να γνωρίσει τον εαυτό του. Το να διαπαιδαγωγήσεις κάποιον, σημαίνει επίσης ότι δέχεσαι να βάλεις τον εαυτό σου σε δεύτερη μοίρα, να πάρεις απόσταση από τα βιώματά σου, για να πλησιάσεις τον άλλο και για να εκτιμήσεις τις προσπάθειές του.

Εάν ο παιδαγωγός αντιμετωπίσει με οξυδέρκεια και σαφήνεια την παιδαγωγική σχέση και ιδίως τις συγκρουσιακές καταστάσεις, εάν παραδεχθεί πως ο μαθητής είναι διαφορετικός και έχει δική του υπόσταση, εάν κυριαρχήσει τις ορμές και τα πάθη του, εάν γίνει υποστήριγμα των ταυτίσεων αλλά και της επιθετικότητας του παιδιού, εάν δεν παρασύρεται από τις επιθυμίες του μαθητή, τότε θα επιτρέψει στο παιδί να εποικοδομήσει την ταυτότητά του και θα το διευκολύνει να βρει το δρόμο του. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του μαθητή και του εξωτερικού κόσμου.